Η παγκόσμια γεωπολιτική και γεωστρατηγική ανισορροπία των κρατών της Ευρώπης, αλλά και γενικά των κρατών του κόσμου, κρούει τον κώδωνα σε κράτη μικρά κι ανυπεράσπιστα, όπως αυτά της Κύπρου ή της Ελλάδος, ούτως ώστε να είναι σε συνεχή επαγρύπνηση για το δύσκολο μέλλον που έπεται. Υπενθυμίζει η ανισορροπία αυτή, την ανάγκη για αποτρεπτική ισχύ, ως ασπίδα προστασίας στους οποιουσδήποτε επεκτατικούς σχεδιασμούς που μπορεί να σκέφτονται οι κάθε δικτάτορες. Είτε αυτοί λέγονται Βλαντιμίρ είτε λέγονται Ρετζέπ, είτε αυτοί κρύβονται υπό τον μανδύα μιας Δημοκρατίας, όταν αυτοί σφάλλουν έναντι του ανθρώπου, πρέπει από τον διεθνή παράγοντα να αντιμετωπίζονται ως ίσες και αντίστοιχες προκλήσεις για τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία. Παρατηρείται σήμερα λοιπόν μια διαφορά ουρανού και γης στην στάση των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών στις διάφορες περιπτώσεις εισβολής. Στάση η οποία προφανώς αποφασίζεται από τα ανώτατα δώματα της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης και του Κόσμου, και προφανώς εξαρτάται ανάλογα με τον εισβολέα και το εκάστοτε θύμα. Ως αποτέλεσμα, επικρατεί η αλά καρτ καταδίκη των συγχρόνων δυναστειών όταν αυτές επιτίθενται σε άλλα κράτη, και δη της Ευρώπης.
Το ζήτημα της Ουκρανίας, συντάραξε και ίσως ευαισθητοποίησε για πρώτη φορά τη γενιά του Netflix και της καλοπέρασης, τη γενιά της αφθονίας και του ακραίου υλισμού. Ανάγκασε το γεγονός αυτό, να δουν οι νέοι πως πέρα από τη μύτη τους υπάρχουν κι άλλα κράτη, τα οποία αν και ευρωπαϊκά, βρίσκονται σε ένα ατέρμονο παιχνίδι κυριαρχικής αντοχής που καταρρίπτει κάθε μαθηματική εξίσωση στρατιωτικών δυνάμεων. Όσον αφορά την ιστορία, οι νέοι ανακάλυψαν τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ένα φρικτό γεγονός κατά της ανθρωπότητας το οποίο ξεχάστηκε μέσα στα χρόνια, όπως ακριβώς προγραμμάτισε το δυτικό στρατόπεδο. Χρονικά νωρίτερα, έμαθαν πως στην Κύπρο έλαβε χώρα 48 χρόνια πριν η τουρκική εισβολή, ακόμη ένα αιματοκύλισμα εντός ευρωπαϊκών συνόρων για το οποίο ο διεθνής παράγοντας εδώ και μισό αιώνα νίπτει τας χείρας του. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνενοχής της Δύσης στο πρόβλημα -όταν δεν τιμωρείς κάτι, γιατί να σταματήσει;-, η Τουρκία σήμερα με την αδιαλλαξία της συνεχίζει το επεκτατικό της έργο στη Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο με τακτικές εθνοκάθαρσης ενάντια των Σύριων, των Κούρδων και των Λίβυων αλλά και με προκλητικές κινήσεις στην ελληνική ΑΟΖ, φτάνοντας στο μεταίχμιο του επεκτατισμού της τον Οκτώβριο του 2020 όταν μπήκε στο Βαρώσι. Ο διεθνής παράγοντας, σταθερά απών.
Οι σκληρές κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, ήδη είναι προ των πυλών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΗΕ, η UEFA, η FIBA, και όλοι οι υπερευαίσθητοι οργανισμοί, έχουν λοιπόν κάθε δίκιο να περηφανεύονται τα γρήγορα τους αντανακλαστικά. Μια εβδομάδα μετά το ξεκίνημα της εισβολής και όλοι τούτοι οι θεσμοί κατάφεραν να συναντηθούν, να προτείνουν, να συμφωνήσουν και να εφαρμόσουν σκληρά μέτρα στη Ρωσία για τις τόσο παραβατικές έναντι στο Διεθνές Δίκαιο πράξεις της. Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, κανονικά συμμετείχαν στη ποδοσφαιρική διοργάνωση EURO πέρσι οι Τούρκοι ποδοσφαιριστές που χαιρετούσαν με εθνικιστικές χειρονομίες τον τουρκικό στρατό το 2019 όταν άλωνε τη Συρία. Ταυτόχρονα, κανένα ουσιώδη εμπάργκο ή κυρώσεις από πλευράς διεθνών οργανισμών δεν λήφθηκαν ενάντια στις ΗΠΑ όταν για χάρη του «διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας», διαμέλισε την ανθρωπότητα. Ο 20ος αιώνας έδωσε τη σκυτάλη στον 21ο, με την Αμερική και την Τουρκία, δύο υπερδυνάμεις του ΝΑΤΟ, να αναπτύσσουν ραγδαία την αμυντική τους ισχύ, με τα υπερσύγχρονα άρματα μάχης και τους φονικούς πυραύλους να μην αρκούνται σε περιπάτους σε αντίστοιχες εθνικές παρελάσεις, αλλά χρησιμοποιούνται στ’ αλήθεια, ως πραγματικοί τρόποι εξόντωσης των λαών.
Αναμφίβολα η καταδικαστέα ρωσική εισβολή θα έπρεπε να δεχθεί πολύ σκληρές κυρώσεις, που θα είχαν ως επίκεντρο το ρωσικό κράτος κι όχι τους απλούς Ρώσους αθλητές, καλλιτέχνες, φοιτητές. Η ανθρωπότητα πλέον βιώνει μια μοναδικότητα στην αυστηρότητα των κυρώσεων, παρά τη μη μοναδικότητα πανομοιότυπων εισβολών. Δηλαδή, σε αντίστοιχες περιπτώσεις εισβολής ξένης δύναμης σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καμιά από τις πολυσυζητημένες σημερινές κυρώσεις που προαναγγέλονται ενάντια στη Ρωσία δεν έχει επιβληθεί σε άλλη κατοχική δύναμη.
Η Τουρκία πριν 48 χρόνια εισέβαλε παράνομα στην Κύπρο, αψηφώντας κάθε χαρτί του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, σκότωσε χιλιάδες Κύπριους και Ελλαδίτες, εκτόπισε 200.000 κατοίκους και κατέχει ως σήμερα σχεδόν το 40% ενός κράτους μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Σήμερα, η Τουρκία ποιείται τη νήσσαν, και το προνόμιο της -τέτοιο κατάντησε- να ανήκει στο ΝΑΤΟ, την κρατά ανέγγιχτη από τις οποιεσδήποτε κυρώσεις. Ταυτόχρονα πέρα από την εισβολή στην Κύπρο, μέχρι σήμερα έχει εισβάλει παράνομα σε αρκετά άλλα κράτη που είχαν την ατυχία να γειτνιάζουν μαζί της, καταπιέζοντας ως σήμερα τους Έλληνες, τους Σύριους, τους Κούρδους, τους Λίβυους και τους Αρμένιους.
Η ανάδειξη των εθνικών ζητημάτων του Ελληνισμού την ώρα που ο ουκρανικός λαός περνά δύσκολες ώρες, είναι ζωτικής σημασίας κι όχι εγωιστική αντίδραση. Αυτό εξηγείται με τη λογική πως χωρίς αποτρεπτικές κυρώσεις από τους διεθνείς οργανισμούς σε ΟΛΕΣ τις αντίστοιχες περιπτώσεις, οι εισβολείς θα ενθαρρύνονται αντί να αποθαρρύνονται. Ως αποτέλεσμα, θα ολοκληρώνουν τις ακραίες επεκτατικές τους πολιτικές χωρίς ανησυχίες για οικονομικούς αποκλεισμούς, διότι θα γνωρίζουν εκ των προτέρων πως ο διεθνής παράγοντας δεν έχει δύναμη για να αποτρέψει…τίποτε. Η αδιαφορία λοιπόν για διεκδίκηση κυρώσεων από την ελλαδική και κυπριακή ηγεσία, ή και η τοποθέτηση τους σε δεύτερη μοίρα τον ζητήματος των κυρώσεων, άφησε τον επεκτατισμό των μεγάλων δυνάμεων να ευδοκιμήσει. Αν οι κυρώσεις σταματούσαν τον Ερντογάν, μάλλον θα προλάβαιναν τον Πούτιν. Οι δίκαιες λοιπόν επιδιώξεις της Ελλάδας και της Κύπρου, μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω, καταδεικνουν πως οι υπάλληλοι και τα πιόνια που βρίσκονται στις καίριες θέσεις των διεθνών κι ευρωπαϊκών οργανισμών χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις περιπτώσεις όπου ο εισβολέας, είναι οικονομικός και στρατιωτικός τους φίλος. Αν Αθήνα και Λευκωσία ικανοποιούνται με τα παραπάνω αποτελέσματα, να μας το πουν, να το γνωρίζουμε.