Του Απόστολου Κουρουπάκη
Κάθε καλοκαίρι και τα παράπονα πολλά, «ζέστη, ζέστη», και «ουφ απελπισιά στην πόλη μας», «η Λευκωσία από την ζέστην κατέστη αφόρητος», και άλλα παρόμοια για όλες τις μεγάλες πόλεις της Κύπρου… Οι δε χωρικοί μάλλον ήταν πιο εξοικειωμένοι με τις υψηλές θερμοκρασίες και στα χωριά τους οι ζέφυροι έπνεαν ικανοποιητικώς… ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, μιας και η κοινωνική αυτή κατηγορία στον Τύπο και στη βιβλιογραφία υποεκπροσωπείται… Όπως και να ’χει οι υψηλές θερμοκρασίες ανέκαθεν ταλαιπωρούσαν και την πρωτεύουσα και τις άλλες πόλεις και μία μικρή περιδιάβαση στον Τύπο της εποχής το κάνει σαφές… Ενδεικτικό το δημοσίευμα της «Εφημερίδος του Λαού» (7 Αυγούστου 1909): «Ζέστη. Ζέστη! Ιδού τι αναφωνεί πας άξιος χωραΐτης συναντών άλλον εις τους δρόμους. Οι συνήθεις χαιρετισμοί αντεκατεστάθησαν από τα πουφ και τα πφφ που αναφυσούν οι αγαθοί πρωτευουσιάνοι ψηνόμενοι κυριολεκτικώς μέσα εις την κάμινον αυτήν του πυρός»... ο εν λόγω αρθρογράφος αναφέρει το ζήτημα της ζέστης θέλοντας να θίξει τον «πατριαρχικόν τρόπον αλωνίσματος» και την άρνηση της κυβέρνησης να βοηθήσει στην εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων, μιας και η πολύ ζέστη θα φέρει καταιγίδες τον χειμώνα.
Οι υψηλές θερμοκρασίες, όπως και η υγεία της πόλης απασχολούν πολύ και οι πυρετοί άγνωστο πώς θεραπεύονταν με σαρδελλοσαλάτας: «Κατά τας τελευταίας ταύτας ηµέρας οι καύσωνες κατέστησαν αφόρητοι. Οι ενδημικοί πυρετοί επεσκέφθησαν εφέτος μετά μείζονος εντάσεως ή άλλοτε τας πόλεις και τα χωρία, ευτυχώς όμως ουδένα επικίνδυνον χαρακτήρα έχουσι και θεραπεύονται υπό μεν των εχόντων τα μέσα διά της χρήσεως της κινίνης υπό δε των ενδεών διά της υπομονής· υπάρχουσι και πολλοί διατεινόµενοι ότι έθεραπεύθησαν διά της σαρδελλοσαλάτας» («Στασίνος», 9 Αυγούστου 1884). Το θέμα είναι να μη διασαλευθεί η υγεία της πόλης και μονόστηλα όπως τα παρακάτω συχνά τα συναντάμε ιδίως στα τέλη του 19ου αιώνα: «Καύσωνα υπερβολικόν είχοµεν καθ’ όλην την εβδοµάδα ταύτην. Ευτυχώς η υγεία της πόλεως δεν φαίνεται διασαλευθείσα» («Φωνή της Κύπρου», 20 Ιουλίου 1892) και «Θερμότης πρωτοφανής επεκράτησε κατά την εβδομάδα ταύτην εν τη ημετέρα πόλει. Το θερμόμετρον εδείκνυεν επί δύο ημέρας υπό σκιάν 38 βαθμούς. Αλλ’ ευτυχώς μεθ’ όλην αυτήν την θερμότητα η υγεία της πόλεως δεν διεσαλεύθη», διαβάζουμε στη Φωνή της Κύπρου, στις 12 Ιουλίου 1895 και ενώ η ζέστη είναι φυσικά πρόβλημα, η διασάλευση της δημόσιας υγείας είναι μεγαλύτερο, αφού συχνά στα μονόστηλα δελτία καιρού διαβάζουμε συχνά: «Ο καύσων μας έλυωσε κυριολεκτικώς την εβδομάδα ταύτην. Το θερμόμετρον υπό σκιάν εδείκνυε 42 βαθμούς, ευτυχώς όμως η υγεία της πόλεως ουδόλως εσαλεύθη» («Φωνή της Κύπρου», 21 Ιουλίου 1894).
«Ζέστη και ζέστη...
Από ημερών ο καύσων κατέστη επαισθητότατος εν Λευκωσία. Το θερμόμετρον ανέρχεται καταπληκτικώς και άδηλον πού θα σταματήση. Μαζί δε με την φοβεράν αυτήν ζέστην εγένετο και η εμφάνισις των πυρετών υπό διαφόρους μορφάς» («Φωνή της Κύπρου», 6 Ιουλίου 1900). Μαζί με τη ζέστη και η υγρασία, κυρίως τη νύχτα που κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα για τους κατοίκους των πόλεων: «35 βαθμούς υπό σκιάν. Εδώ και αλλαχού. Η ζέστη την εβδομάδα αυτήν είναι ανυπόφορος. Το θερμόμετρον ανήλθε καταπληκτικώς, χθες δε και προχθές εδείκνυε 35-36 βαθμούς υπό σκιάν. Αλλά με τον καύσωνα της ημέρας έχομεν και την υγρασίαν της νυκτός, την υγρασίαν την οχληράν και ανυπόφορον, όλως ασυνήθη διά την πρωτεύουσα» («Φωνή της Κύπρου», 3 Αυγούστου 1900), βέβαια ο συντάκτης συστήνει στους αναγνώστες να μην παραπονιούνται αφού σε άλλες πόλεις υποφέρουν τα ίδια και χειρότερα, αναφέροντας ενδεικτικά το Παρίσι και το Βερολίνο, όπου η θερμοκρασία ανήλθε μεταξύ 36 και 38 βαθμών, ενώ στη Νέα Υόρκη έφτασε και τους 40 υπό σκιά.
Και η χαρά των πολιτών μεγάλη όταν οι θερμοκρασίες πέφτουν: «Η ζέστη καταπίπτει. Ταπείνωσις του θερμομέτρου. Επί τέλους ανεπνεύσαμεν. Η ζέστη ήρχισε να καταπίπτη και επαισθήτως μάλιστα. Το θερμόμετρον, το οποίον το παρελθόν Σάββατο και την Κυριακήν είχε τόσον υψωθή και εδεικνυεν υπό σκιαν 37 βαθμούς, εταπεινώθη αποτόμως από δύο-τριών ημερών και δεικνύει τόρα (sic) 32-33 βαθμούς. Ίσως η ταπείνωσις αύτη του θερμομέτρου εξακολουθήση επί αρκετάς ημέρες και ο κόσμος δυνηθή ν’ αντλήση ολίγας δυνάμεις» («Φωνή της Κύπρου», 10 Αυγούστου 1901). Χαρά λοιπόν όταν μεταβάλλεται προς το δροσερότερο ο καιρός: «Από της προχθές Δευτέρας ο καιρός μετεβλήθη ευτυχώς εις δροσερόν. Βίαιος αλλά ζωογόνος άνεμος έκαμεν ώστε το θερμόμετρον να κατέλθη εις τους 31-33 βαθμούς. Διαφορά δηλαδή 5 βαθμών από την παρελθούσαν εβδομάδα. Και τοιουτοτρόπως τόρα (sic) έπαυσαν οι διαρκείς ιδρώτες και το φοβερόν καμίνι, το οποίο επυρπολούσεν αδιάκοπα όλους» («Ελευθερία», 22 Ιουλίου 1916) και όταν πνέει επίσης ο ζέφυρος…: «Ο καύσων ανήλθε και πάλιν τη π. Παρασκευή εις 38 Κελσίου, ενώ κατά τας λοιπάς ημέρας του εφθημέρου δεν κατήλθε κάτω των 37° μετά της διαφοράς ότι υπήρχεν υγρασία και κατά τας πρωίας ομίχλη, ης ένεκεν αι μεταµεσηµβριναί ώραι ήσαν δροσεραί, διότι έπνεεν ο Ζέφυρος. Η Λευκωσία εγένετο κάμινος, ενώ οι παρεπίδηµοι παραθαλάσσιοι εύρισκαν αυτήν ανεκτήν αναλογιζόμενοι την υγρασίαν των οικείων πόλεων» («Κυπριακός Φύλαξ», 5 Ιουλίου 1916).
Σάλτσα αυρών
Κύπρος 31 Ιουλίου 1904: «Έχομεν αρκετούς ξένους διαθερίζοντας. Από τριών ημερών όμως η ζέστη μας είναι αφόρητος, διότι επικρατούν οι βόρειοι άνεμοι». Κύπρος 23 Ιουλίου 1905: «Χθες εν Λευκωσία το εκατοντάβαθμον έφθασε μέχρι των 36 υπό σκιάν – ρεκόρ σπάνιον. Η ζέστη ήτο αφόρητος, αλλ’ ευτυχώς υπήρχον πνοαί ανέμου αν και θερμόταται. Δροσερωτέρα κατάστασις ατμοσφαίρας ήτο την νύκτα». Κύπρος 1 Ιουλίου 1906: «Η νυκτερινή παρηγορία. Ζέστην σχεδόν άνευ προηγουμένου εδοκίμασεν η Λευκωσία την εβδομάδα ταύτην. Η Δευτέρα και η Τρίτη ήσαν οι θερμότεραι ημέραι, καθ’ ας οι δυστυχείς θνητοί έβραζον εντός καύσωνος 35 και 36 βαθμών εκατονταβάθμου με σάλτσαν θερμοτάτων πνικτικών αυρών». Φυσικά η λύση για όσους μπορούσαν ήταν η άνοδος στα ορεινά θέρετρα ή στα μοναστήρια του νησιού, τα οποία λειτουργούσαν και ως ξενώνες: «ΟΙ ΚΑΥΣΩΝΕΣ: Η Ζωή των πόλεων. Κατά την εβδομάδα ταύτην οι καύσωνες ήσαν υπερβολικοί και η ζωή των πόλεων κατέστη ανυπόφορος, διό και πολλοί ήρχισαν να μεταβαίνωσιν εις τας εξοχάς και να ζητώσιν αναψυχήν και δρόσον παρά τον αιγιαλόν και εις τα υψηλότερα μέρη της νήσου. Το θερμόμετρον εσημείωνε συνεχώς κατά την εβδοµάδα ταύτην 34 και 35 βαθμούς υπό σκιάν µε τάσιν πάντοτε προς ύψωσιν» («Ελευθερία», 15 Ιουλίου 1911) και όσοι έμεναν στην πόλη είχαν εκτός από τη ζέστη και άλλα να αντιμετωπίσουν: «Ο καιρός. Οι καύσωνες και η υγρασία κατά την εβδομάδα ταύτην κατέστησαν ανυπόφοροι εν Λευκωσία. Τόση ήτο η ζέστη και ο κάματος κατά την ημέραν, ώστε αι οδοί της πρωτευούσης επλημμύρισαν από ψωραλέους κύνας έχοντας ανοικτόν το στόμα και την ουράν υπό τα σκέλη, τα δε καθίσματα των καφενείων από βωμολοχούντας χασομέρηδες. Διά τους πρώτους έλαβεν ήδη πρόνοιαν το Δημαρχείον, διά δε τους δευτέρους ας λάβωσιν οι διευθυνταί των καφενείων» («Ελευθερία», 12 Αυγούστου 1911. «Λεμεσός. Οι καύσωνες των τελευταίων ημέρων υπήρξαν κυριολεκτικώς αφρικανικοί. Ο υδράργυρος του θερμομέτρου υψώθη αλματικώς δεικνύων 37 βαθμούς υπό σκιάν. Τούτου ένεκεν οι δυνάμενοι φεύγουν προτροπάδην εις τας εξοχάς, οι δε υποχρεωμένοι να μένωσιν εν τη πόλει δεν αποφασίζουσι καν να εξέλθωσι των οικιών των φοβούμενοι ν’ αντικρύσωσι τον πυρακτούντα ήλιον και την κατακαίουσαν αύραν, ήτις ηρήµωσε και την «Όασιν» του Φούρναρη και την παραλιακήν οδόν και τον Δημόσιον Κήπον» («Ελευθερία», 22 Ιουλίου 1917).
Ανάγκη ψυγείων
Φυσικά, ένα μεγάλο πρόβλημα της εποχής είναι και η συντήρηση των προϊόντων, κρεάτων, τυροκομικών, αβγών, ψαριών και άλλων. Τα ψυγεία είναι μία λύση που σε άλλες χώρες είναι πραγματικότητα, τουλάχιστον για δημοτική χρήση. Στην Κύπρο ακόμα δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα και αυτό δημιουργούσε προβλήματα. Ακόμα η φύλαξη των προϊόντων γινόταν με… ησιόδειους τρόπους! Ωστόσο, κάτι άρχιζε να αλλάζει και ο Τύπος είχε το μερτικό του στο να πιέσει καταστάσεις: «Η διατήρησις κρεάτων, ψαριών, γάλακτος κλπ. εις όλον τον κόσμον σήµερον ενεργείται εις όλας τας εποχάς του έτους μέσα εις ψυγεία, τα όποια είναι στοιχείον και αυτά πολιτισµού. Εις κλίµατα θερµά καθώς το ιδικόν µας και μάλιστα µε την πρωτοφανή ανύψωσιν του θερμομέτρου, τα ψυγεία είναι υπεραναγκαία» και προσθέτει ο αρθρογράφος πως στην Αθήνα «και στο τελευταίον συνοικιακόν κρεοπωλείον παίρνει κανείς το κρέας του άφοβα από το ψυγείον, ενώ στη Λευκωσία που υπάρχουν δύο μόνον Κεντρικά Κρεοπωλεία θα ήταν πολύ εύκολο να υπάρχη ανά ένα σχετικώς μεγάλον ψυγείον», σημειώνει δε πως είναι δύσκολο να γίνει προμήθεια από την Ευρώπη, οπότε «μπορούν να αρκεστούν στα εντοπίως κατασκευαζόμενα». Ένα χρόνο μετά πληροφορούμαστε ότι ο δήμαρχος Λευκωσίας μελετά το ενδεχόμενο ίδρυσης δημοτικού ψυγείου «εν συνδυασμώ µε την παροχήν ηλεκτρικού ρεύματος την ημέραν. Εις το ψυγείον τούτο θα δύνανται οι τυροκόμοι, οι παντοπώλαι, οι φρουτέµποροι, οι κρεοπώλαι να αποθηκεύσωσι τα είδη των. Η ύπαρξις και λειτουργία ψυγείου είναι απαραίτητος και θα αποβή ευεργετική διά την πόλιν και διά τα τυροπαραγωγά χωρία. Οι τυροπαραγωγοί θα τοποθετώσι τα τυρία εις το ψυγείον και εκεί θα διατηρωνται επί μήνας χωρίς να αποβουτυρούνται παρ’ όλον τον καύσωνα», όπως και για άλλα προϊόντα λοιπόν η κακή συντήρηση επηρέαζε και το τελικό προϊόν. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, το πρώτο ψυγείο εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και προορίζετο για την αποθήκευση κρεάτων από το εξωτερικό και είχε εμβαδόν 10.000 μέτρων!
«Έξω έχοµεν τον αριστοκρατικόν κόσµον»
Οι Λευκωσιάτες υπέφεραν μεν την ημέρα από τον καύσωνα, όμως η νύχτα τους αποζημίωνε: «Την ηµέραν καµίνι, θερµολουσία, κάµατος, εξασθένισις, την νύκτα αήρ, δρόσος, περίπατοι , κίνησις, ζωή». © Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας – Φωτογραφικό Αρχείο, Κύπρος
Μα πώς περνούσαν τις θερινές νύχτες εκείνοι που δεν μπορούσαν να εκδράμουν και να παραθερίσουν σε κάποιο ορεινό θέρετρο ή σε κάποια μονή, όπως συνηθιζόταν κάποτε; ή όπως τους συναντάμε σε δημοσίευμα του 1907 «οι πληβείοι της ζωής» οι οποίοι αποκλείονται από τας θεμιτάς διασκεδάσεις όχι από τους άρχοντες, όπως παλαιότερα, αλλά από τον δήμιο του αγώνος του άρτου, ο οποίος ανηλεώς σουβλίζει τους Λευκωσιάτες υπό τον καυστικόν ήλιον του Ιουλίου και του Αυγούστου… Και επειδή το 1907 μάλλον ο ίδιος δήμιος ακόμα βασίλευε και ίσως και σήμερα ακόμα να είναι παρών... διαβάζουμε σε ένα ενδιαφέρον δίστηλο του 1894 πως οι Λευκωσιάτες υπέφεραν μεν την ημέρα από τον καύσωνα, όμως η νύχτα τους αποζημίωνε: «Την ηµέραν καµίνι, θερµολουσία, κάµατος, εξασθένισις, την νύκτα αήρ, δρόσος, περίπατοι, κίνησις, ζωή». Τι άλλο όμως πρόσφερε η νύχτα στους κατοίκους της πρωτεύουσας: Στα έξωθι της πόλης υπήρχαν 3-4 θερινά καφενεία, όπου δημιουργείται μία «άλυσις αδιάσπαστος, γραμμή ατελεύτητος υπό του κινουμένου κόσμου και πολλάκις νομίζει τις ότι άπαντες οι κάτοικοι του άστεως εγκατέλειπαν τας οικίας των, και τούτο μένει νεκρόν και έρηµον», όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι, διότι η Λευκωσία που ζει εντός των τειχών ακόμα προσφέρει πολλά, αλλά όχι για όλους… «[…] έξω έχοµεν τον αριστοκρατικόν κόσµον, την αγνήν και δειλήν του λαού κόρην […]» εντός των τειχών όμως; «[…] εντός έχοµεν τα ωδικά καφενεία , τους προκλητικούς χορούς, τα διάφορα θεάματα, άτινα θέλγουσιν ως επί το πολύ τον εργάτην, τον απλοϊκόν, τους µείρακας». Και όσοι μένουν εντός… απολαμβάνουν τον κωμικό Οθωμανό Ακιά στο πάντα κατάμεστο θέατρό του! Απορεί ο αρθρογράφος για τον κόσμο που συρρέει να τον απολαύσει… «[…] ωσεί πρόκειται να ιδή την Σάρραν Περνάρ ή ν’ ακούση την Πάτην», ένα θέαμα που πολλές φορές προσελκύει και ανθρώπους των γραμμάτων, της πρώτης κοινωνικής τάξεως…