ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

SSM για Κύπρο: Προσοχή στο πλαίσιο εκποιήσεων

Μέλος της ΕΚΤ τονίζει πως ήδη τροποποιήσεις θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τράπεζες

ΚΥΠΕ

Την ανάγκη εξεύρεσης του σωστού μείγματος σε ό,τι αφορά το πλαίσιο των εκποιήσεων, τόνισε η Ελίζαμπεθ Μακόλ, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, υπογραμμίζοντας πως αν το πλαίσιο σχεδιαστεί επιπόλαια μπορεί να έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αποσταθεροποιώντας τον τραπεζικό τομέα.

Σε συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ, η κ. Μακόλ επισήμανε πως ήδη οι τροποποιήσεις, που έγιναν στο πλαίσιο εκποιήσεων πέρσι, όπως η προσφυγή στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο για παράβαση του Κώδικα Συμπεριφοράς και η παράταση των προθεσμιών στην όλη διαδικασία, «θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τράπεζες και να προκαλέσουν περαιτέρω καθυστερήσεις».

H κ. Μακόλ αναγνωρίζει την πρόοδο, που επιτεύχθηκε στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα για τη μείωση των ΜΕΔ μετά την κρίση του 2013, αλλά συνέστησε προσοχή λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας σε σχέση με τις συνολικές επιπτώσεις της πανδημίας μετά το πέρας του μορατόριουμ καταβολής δόσεων, αλλά και από ενδεχόμενες επιπτώσεις από την απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.

«Σε κάθε περίπτωση, ο δείκτης ΜΕΔ στην Κύπρο παραμένει υψηλός και οι επιδράσεις της πανδημίας εξακολουθούν να αποτελούν πηγή αβεβαιότητας», είπε στο ΚΥΠΕ, προσθέτοντας πως η υλοποίηση ορθά σχεδιασμένων αναδιαρθρώσεων ως απάντηση σε τέτοιες καταστάσεις αποτελεί «ένα εξαιρετικό εργαλείο διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου».

Αναφορικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να μετατρέψει την κρατική ΚΕΔΙΠΕΣ από τον φορέα διαχείρισης των ΜΕΔ της πρώην ΣΚΤ σε φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων για όλο το τραπεζικό σύστημα, η αξιωματούχος του SSM είπε πως μια τέτοια προσπάθεια εφόσον σχεδιαστεί καλά θα συμπληρώσει τις προσπάθειες των τραπεζών για μείωση των ΜΕΔ, για να τονίσει ωστόσο πως απαιτείται μεγάλη προσοχή για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτό το σχήμα, καθώς και οι ανησυχίες όσον αφορά τη συνολική πειθαρχία ως προς την καταβολή πληρωμών.

Οι κυπριακές τράπεζες και η πανδημία του Covid

Ερωτηθείσα για την πορεία του τραπεζικού τομέα της Κύπρου στη διάρκεια της πανδημίας και αν μπορούν οι κυπριακές τράπεζες να αντιμετωπίσουν ένα πιθανό νέο κύμα ΜΕΔ δεδομένων των υψηλών επιπέδων παλαιών ΜΕΔ, η κ. Μακόλ είπε πως σε σύγκριση με την κρίση του 2013, οι κυπριακές τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την αύξηση προβληματικών δανείων.

«Οι τράπεζες διαθέτουν σήμερα ισχυρότερες κεφαλαιακές θέσεις σε σύγκριση με την περίοδο αμέσως μετά την κρίση και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στο να κάνουν τους ισολογισμούς τους πιο ανθεκτικούς», είπε, προσθέτοντας πως σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα ΜΕΔ στην Κύπρο μειώθηκαν κατά €23,3 δισ. από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020».

Ωστόσο, τόνισε πως «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξακολουθούμε να διανύουμε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με τις συνολικές «επιπτώσεις της πανδημίας στους δανειολήπτες και επομένως και στους ισολογισμούς των τραπεζών», καθώς, όπως είπε, «δεν έχουμε ακόμη δει να εμφανίζονται στους ισολογισμούς τους οι ενδεχόμενες επιδράσεις από την πλήρη απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν ορισμένοι τομείς θα δυσκολευτούν περισσότερο από άλλους, όταν η στήριξη δεν θα είναι πλέον διαθέσιμη».

«Αυτό που γνωρίζουμε από την εμπειρία μας είναι ότι συνήθως οι ζημιές απομείωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων εμφανίζονται μόνο με κάποια καθυστέρηση. Επίσης γνωρίζουμε ότι δεν διαθέτουμε ακόμη στοιχεία για μελλοντικές πτωχεύσεις που προς το παρόν μπορεί να μην αντικατοπτρίζονται στους ισολογισμούς», είπε η κ. Μακόλ για να προσθέσει: «Συνεπώς, οι κυπριακές τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν για τον αντίκτυπο της πανδημίας στους ισολογισμούς τους και να κάνουν τον σχετικό προγραμματισμό με σύνεση».

Το πλαίσιο των εκποιήσεων

Κληθείσα να σχολιάσει τις προσπάθειες των νομοθετών να τροποποιήσουν τον πλαίσιο για τις εκποιήσεις δεδομένου ότι ο κυπριακός τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να επιβαρύνεται με υψηλά ΜΕΔ, η κ. Μακόλ είπε πως οι πολιτικές που προστατεύουν τους δανειολήπτες μπορούν να ωφελήσουν τόσο την οικονομία όσο και τις τράπεζες, εφόσον έχουν σχεδιαστεί και εφαρμόζονται σωστά.

«Όμως αυτές οι πολιτικές, εάν σχεδιαστούν επιπόλαια, μπορεί και να έχουν αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο, αποσταθεροποιώντας τον τραπεζικό τομέα. Επομένως πρέπει να βρεθεί το σωστό μείγμα», ανέφερε, επισημαίνοντας πως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και οι τράπεζες έχουν μειώσει τα ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, αυτό δεν σημαίνει ότι τα χρέη έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σε άλλους τομείς της κυπριακής οικονομίας.

Σύμφωνα με την κ. Μακόλ, οι τροποποιήσεις του πλαισίου αφερεγγυότητας και εκποιήσεων έχουν πράγματι βοηθήσει να εξαλειφθούν ορισμένα εμπόδια στο πλαίσιο αφερεγγυότητας και στη διαδικασία εκποίησης. Όμως υπάρχουν αρκετά ακόμη εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως ο χαμηλός βαθμός χρησιμοποίησης των εργαλείων αφερεγγυότητας και προαφερεγγυότητας καθώς και οι καθυστερήσεις στην εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων στο δικαστικό σύστημα.

«Επιπλέον, οι τροποποιήσεις που έγιναν στο πλαίσιο εκποιήσεων πέρυσι, με τις οποίες καθίσταται δυνατή η προσφυγή στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο για παράβαση του Κώδικα Συμπεριφοράς και παρατείνονται οι προθεσμίες για τα διάφορα βήματα της διαδικασίας, θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τράπεζες και να προκαλέσουν περαιτέρω καθυστερήσεις», είπε.

Μετατροπή της ΚΕΔΙΠΕΣ σε Bad Bank

Σε σχέση με την πρόθεση των κυπριακών Αρχών για μετατροπή της κρατικής ΚΕΔΙΠΕΣ, της κρατικής εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των ΜΕΔ της πρώην Κυπριακής Συνεργατικής Τράπεζας, σε κακή τράπεζα για το σύνολο του συστήματος, η κ. Μακόλ σημείωσε πως παρά τη σημαντική πρόοδο που παρουσίασαν οι κυπριακές τράπεζες, σε κάθε περίπτωση, ο δείκτης ΜΕΔ στην Κύπρο «παραμένει υψηλός και οι επιδράσεις της πανδημίας εξακολουθούν να αποτελούν πηγή αβεβαιότητας» και ότι θα απαιτηθούν περισσότερες και συνεχείς προσπάθειες, μαζί με αναπτυξιακές οικονομικές πολιτικές, για τη σημαντική μείωση των ΜΕΔ.

Είπε πως, ως αρχή τραπεζικής εποπτείας, καλωσορίζουμε τις ευρύτερες δυνατότητες που διαθέτουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΔ τους, από τις τιτλοποιήσεις μέχρι τη σύσταση καλά σχεδιασμένων εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. «Αν σχεδιαστούν σωστά, οι υποστηριζόμενες από το κράτος λύσεις που προωθούν την πώληση ΜΕΔ μπορούν να συμπληρώσουν τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών προσφέροντας επιπλέον επιλογές για την πιο γρήγορη αντιμετώπιση των ΜΕΔ», είπε.

Τόνισε περαιτέρω πως η επιτυχία των σχημάτων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ως αποτελεσματικής λύσης για τη μείωση των ΜΕΔ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: Χαρακτήρισε ως κρίσιμης σημασίας ένα εύρυθμο πλαίσιο εκποιήσεων, όπως και την σκοπιμότητα του χρονικού ορίζοντα του σχήματος και το είδος των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται σε αυτό (π.χ. ανοίγματα λιανικής έναντι εταιρικών ανοιγμάτων).

Λέγοντας πως τα σχέδια επέκτασης του υφιστάμενου σχήματος σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, η κ. Μακόλ επεσήμανε πως «απαιτείται μεγάλη προσοχή για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτό το σχήμα, καθώς και οι ανησυχίες όσον αφορά τη συνολική πειθαρχία ως προς την καταβολή πληρωμών».

Συγχωνεύσεις εξαγορές και δίκτυα καταστημάτων

Εξάλλου, απαντώντας σε ερώτηση αν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές κρίνονται απαραίτητες στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα, δεδομένων των σημερινών προκλήσεων όπως η χαμηλή κερδοφορία και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τις επιχειρήσεις χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech), η αξιωματούχος του εποπτικού συμβουλίου είπε πως οι αποφάσεις σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες στην αγορά, προσθέτοντας ότι ο ρόλος μας δεν είναι ούτε να τις προωθούμε ούτε να τις εμποδίζουμε.

Σε γενικότερο πλαίσιο, η κ. Μακόλ σημείωσε πως υπάρχει όντως πρόβλημα υπερπροσφοράς σε ορισμένες χώρες, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. «Η ενοποίηση είναι φυσικά μία από τις πιθανές επιλογές: τα καλά σχεδιασμένα και σωστά εφαρμοζόμενα σχέδια ενοποίησης μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση μακροχρόνιων διαρθρωτικών ζητημάτων, όπως είναι η χαμηλή κερδοφορία και η υπερπροσφορά», είπε.

Σημείωσε πως οι συγχωνεύσεις δεν είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη βελτίωση της διαρθρωτικής κερδοφορίας και της σχέσης κόστους-αποδοτικότητας στον κυπριακό τραπεζικό τομέα.

«Για παράδειγμα, για ιδρύματα με εκτενή δίκτυα υποκαταστημάτων, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική μείωση του κόστους, εάν στηρίζεται από αποδοτική εσωτερική διακυβέρνηση και αναδιοργάνωση», είπε, προσθέτοντας πως μια από τις εποπτικές προτεραιότητές μας είναι η αξιολόγηση των επιχειρηματικών μοντέλων και της κερδοφορίας των τραπεζών, και υπό το πρίσμα του αυξανόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού, στον οποίο έχει δοθεί ώθηση λόγω της πανδημίας και των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης.

«Από αυτή την άποψη, οι εποπτικές ομάδες μας θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών και τα σχετικά μέτρα που εφαρμόζουν για την αντιμετώπιση διαφόρων διαρθρωτικών ανεπαρκειών», είπε.

Απαντώντας σε ερώτηση για τις προκλήσεις στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα μετά την πανδημία, η κ. Μακόλ είπε πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες επέδειξαν σημαντικό βαθμό ανθεκτικότητας στη διάρκεια της πανδημίας χάρη τόσο στα πρωτοφανή και συντονισμένα μέτρα δημόσιας πολιτικής όσο και στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την ενίσχυση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών τους μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση μέσω μεταρρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ.

Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, είπε εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες προκλήσεις, με τις σημαντικότερες να είναι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και η επίμονα χαμηλή κερδοφορία του τραπεζικού τομέα.

Τέλος, σε ερώτηση για τις αναφορές του Προέδρου του SSΜ ότι το 40% των εποπτευόμενων τραπεζών εφαρμόζει ξεπερασμένες πρακτικές για τον πιστωτικό κίνδυνο και αν αυτό ισχύει και για τις κυπριακές τράπεζες, η κ. Μακόλ αναφέρθηκε σε μια ευρύτερη διάσταση με βάση τη συνολική εικόνα των τραπεζών που βρίσκονται υπό την εποπτεία του SSM.

«Περίπου το 40% των τραπεζών δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας για τον σχηματισμό προβλέψεων, την ταξινόμηση δανείων, την επισήμανση των μέτρων ρύθμισης δανείων και την ευρωστία της επιχειρησιακής τους ικανότητας να προετοιμαστούν για την αναμενόμενη αύξηση των ΜΕΔ».

Είπε δε πως «αυτό όμως που προκαλεί μάλλον έκπληξη σε μια κατάσταση κρίσης είναι το ότι σε ορισμένα χαρτοφυλάκια ανακαλύψαμε βελτίωση των παραμέτρων (διαβαθμίσεων) πιστωτικού κινδύνου, ιδίως όσον αφορά την πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων».

Όπως εξήγησε, αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ότι οι τράπεζες δεν έχουν ακόμη συμπεριλάβει πλήρως τον αντίκτυπο του 2020 στις εκτιμήσεις κινδύνου τους, καθώς βασίζονται στην οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών το 2019 ή οι καλύτερες διαβαθμίσεις ίσως «οφείλονται σε ορισμένα μέτρα στήριξης, όπως οι δημόσιες εγγυήσεις και, αν αυτό ισχύει, κατά πόσον αυτές οι βελτιωμένες διαβαθμίσεις θα μπορέσουν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα».

Επισημαίνοντας ότι οι τράπεζες με υψηλότερα ποσοστά δανείων υπό αναστολή πληρωμών ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με προκλήσεις όσον αφορά την αναγνώριση κινδύνων σε επίπεδο μεμονωμένων δανειοληπτών, η κ. Μακόλ είπε πως αυτό πρέπει να βελτιωθεί – οι πρακτικές πιστωτικού κινδύνου πρέπει να ενισχυθούν για να ξεπεραστούν αυτές οι προκλήσεις. «Οι τράπεζες πρέπει να σχηματίσουν πιο ξεκάθαρη εικόνα δυνητικών περιπτώσεων υποβάθμισης της πιστωτικής ποιότητας και να παράσχουν την απαιτούμενη διαφάνεια. Από αυτή την άποψη, παρακολουθούμε προσεκτικά τις πρακτικές σχηματισμού προβλέψεων των τραπεζών», κατέληξε.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

ΚΥΠΕ

Οικονομία: Τελευταία Ενημέρωση

X