Kathimerini.gr
Της Μάρως Βασιλειάδου
«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, πάντα σε ασημένια ταμπακιέρα». Η ατάκα από την ταινία-σταθμό του Νίκου Νικολαΐδη «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη», η φράση που ο Κωνσταντίνος Τζούμας λέει λίγο πριν από το περίφημο «άκου πτώμα να μαθαίνεις», είναι απολύτως ταιριαστή με τον αποχαιρετισμό του. Αλλωστε, απεχθανόταν οτιδήποτε γραφικό, και όσοι τον ακούγαμε επί χρόνια στο ραδιόφωνο, ξέρουμε ότι ο Τζουμ ντε λα Τζουμ ντε λα Φουέντε –η περσόνα που είχε δημιουργήσει ως ραδιοφωνικός παραγωγός– δεν θα ανεχόταν κοινοτοπίες ούτε στον επικήδειό του. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο και μέχρι τέλους μοιράστηκε τις μέρες του με την οικογένεια και τους δικούς του ανθρώπους. Οπως μας λέει ο αγαπημένος φίλος του, ηθοποιός Αγγελος Παπαδημητρίου, σύντροφος στις βόλτες, στις μαγειρικές και στα όνειρα για επόμενες παραστάσεις, «η ζωή τού επιφύλαξε τον θάνατο που επιθυμούσε: Καμιά ασθένεια δεν τον κατέβαλε, ποτέ δεν ένιωσε ηττημένος. Πέθανε επειδή η καρδιά του δεν άντεξε· αλλά ίσως, σαν γνήσιος εστέτ, απλώς βαρέθηκε».
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην παράσταση της Αντζελας Μπρούσκου «Εξολοθρευτής άγγελος», το 2018, κι έκτοτε έγιναν αχώριστοι. Τους ένωσε το θέατρο, αλλά κι αυτή η πόλη – αμφότεροι κάτοικοι του κέντρου, πιστοί στα καφέ, στα μπαρ, στα σινεμά, στους δρόμους του άστεως χειμώνα-καλοκαίρι. Στο βιογραφικό σημείωμά του για το βιβλίο «Ως εκ θαύματος», το πρώτο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του που ξεκίνησε το 2007, σημείωνε: «Γεννήθηκε το 1944 στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα με επιδόσεις στη βιβλιοφαγία, στους κλασικούς μυθιστοριογράφους, στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ. Απέφυγε τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και προτίμησε τη δράση των δρόμων, των καφέ και των ταξιδιών. Διάλεξε την ηθοποιία από αντίδραση στην αντίληψη που θεωρούσε τους ηθοποιούς ελαφρών ηθών. Διδάχτηκε θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών και έκανε χορό με τη Ζουζού Νικολούδη, τον Αλβιν Νικολάις, τον Μερς Κάνινγκχαμ και τον Αλβιν Εϊλυ. Στη Νέα Υόρκη έμαθε να επιβιώνει χωρίς να το κάνει θέμα. Εγκατέλειψε το χορό, γιατί “βαριά η καλογερική”. Επαιξε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Για αρκετά χρόνια είχε καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο». Η περιγραφή του εαυτού του σε τρίτο πρόσωπο ταιριάζει στο αριστοτεχνικό ύφος με το οποίο συνέθεσε την προσωπικότητά του: αριστοκράτης από πεποίθηση, καλοζωιστής, ευφρόσυνος, δημιουργικός, σνομπ, ενίοτε σκληρός με τους άλλους αλλά πρωτίστως με τον εαυτό του. Εξαιρετικά δημοφιλής. Αγαπούσε το μαύρο χιούμορ, τα ευφυολογήματα, το «δήθεν που εμπεριέχει όμως μια παράσταση», όπως είχε πει ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του στην «Κ». «Είχε αδυναμία στο σινεμά και στη λογοτεχνία – κανείς δεν διάβαζε όπως εκείνος» , λέει ο κ. Παπαδημητρίου, και θυμάται ότι τρία βιβλία τον συντρόφευαν πάντα στο κομοδίνο του, ενώ η τρομερή μνήμη του ήταν σε θέση να ανακαλέσει κινηματογραφικές σκηνές και λογοτεχνικές φράσεις ανά πάσα στιγμή.
Κάθε μέρα αγόραζε δύο εφημερίδες, έπινε τον καφέ του στο Φίλιον, απεχθανόταν την ασχήμια, ερωτευόταν τη χάρη και την κομψότητα. Ετοιμαζόταν για μια παράσταση για τη Σάρα Μπερνάρ, σε σκηνοθεσία της Κερασίας Σαμαρά, κι έκανε πρόβες κάθε μέρα. Παρά τα δύσκολα, ποτέ δεν παραιτήθηκε.
Η κηδεία του θα γίνει αύριο στις 12 το μεσημέρι στο Α΄ Νεκροταφείο.