ΚΥΠΕ
Υπέρ της επιβολής συγκεκριμένων κυρώσεων από την ΕΕ στις περιπτώσεις «όπου αποδεδειγμένα υπάρχει εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και των μεταναστών», όπως στην περίπτωση της Κύπρου, τάσσεται ο Υπουργός Εσωτερικών, Νίκος Νουρής.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΚΥΠΕ στον απόηχο της Υπουργικής Συνόδου MED5 για θέματα Μετανάστευσης και Ασύλου, που πραγματοποιήθηκε στις 7-8 Οκτωβρίου στην Πάφο, ο κ. Νουρής έκανε λόγο για μία «άκρως επιτυχή» Σύνοδο, σημειώνοντας ότι διατηρήθηκε το «αρραγές μέτωπο» των κρατών-μελών πρώτης γραμμής.
Μίλησε για την ανάγκη για πιο αποτελεσματικό έλεγχο στην Πράσινη Γραμμή, ενώ είπε ότι οι προσπάθειες για έλεγχο των αεροσκαφών που πετάνε από την Κωνσταντινούπολη στα κατεχόμενα, μεταφέροντας άτομα από την υποσαχάρια Αφρική δεν έχουν τελεσφορήσει λόγω έλλειψης συνεργασίας της τουρκικής Κυβέρνησης.
Αναφέρθηκε και στην υιοθέτηση από τους MED5 της εισήγησης της Κύπρου για επαναξιολόγηση επισφαλών χωρών, με σκοπό την άρση του καθεστώτος προστασίας όπου δεν δικαιολογείται, ενώ μίλησε και για την αναγκαιότητα για αλληλεγγύη και για υποχρεωτικές μετεγκαταστάσεις εντός της ΕΕ.
Ερωτηθείς για τις προσδοκίες στον απόηχο της Συνόδου, ο κ. Νουρής σημείωσε ως ιδιαίτερα σημαντικό για την Κύπρο «το γεγονός ότι καταφέραμε να υλοποιήσουμε μέσα από αυτή τη συνάντηση πολύ συγκεκριμένους στόχους».
Εξήγησε ότι διατηρήθηκε το «συμπαγές και αρραγές μέτωπο των MED5» γύρω από κοινές θέσεις και προβλήματα και σημείωσε ότι έγινε πραγματικότητα να περιληφθούν στο κοινό ανακοινωθέν και κάποια προβλήματα με ιδιαιτερότητες που απασχολούν την Κύπρο.
Ως πρωτεύον ζήτημα ανέδειξε την «αναγκαιότητα για υποχρεωτική αλληλεγγύη και θέματα μετεγκατάστασης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, το οποίο είναι ένα από τα μείζονα θέματα στα οποία δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία», όπως είπε, ενώ συνέχισε αναφερόμενος στην αναγκαιότητα για αποτελεσματική φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, «συμπεριλαμβανομένης της Πράσινης Γραμμής, η οποία αναγνωρίστηκε πλέον απ’ όλους ότι δεν είναι εξωτερικό σύνορο μεν, αλλά ότι επιβάλλεται να υπάρξει ανάλογη φύλαξη, όπως στα εξωτερικά σύνορα, για να περιορίσουμε τις ροές μεταναστών».
Είπε ότι το θέμα της εργαλειοποίησης από τρίτες χώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η Τουρκία, ήταν το κύριο θέμα διεκδίκησης για την Κυπριακή Δημοκρατία, τονίζοντας την σημασία της εισαγωγής του στο κοινό ανακοινωθέν και την «αναγκαιότητα η Ευρώπη να εγκύψει και να προχωρήσει με συγκεκριμένες δράσεις εναντίον των χωρών που εργαλειοποιούν το μεταναστευτικό».
«Εμείς είμαστε η χώρα που υφίσταται αυτή την εργαλειοποίηση στον υπέρτατο βαθμό, με την πλημμυρίδα των μεταναστευτικών ροών να φτάνει κυρίως από την υποσαχάρια Αφρική και όλες αυτές οι ροές φτάνουν επειδή τις διευκολύνει η Τουρκία, η οποία τις προωθεί στα κατεχόμενα», είπε.
Όσον αφορά την κυπριακή εισήγηση, η οποία υιοθετήθηκε από την Κοινή Διακήρυξη, και αφορά στην επαναξιολόγηση επισφαλών χωρών απάντησε ότι υπάρχουν στοιχεία σε σχέση με μεγάλο αριθμό αιτητών, στους οποίους έχει παραχωρηθεί διεθνής προστασία, ενώ διαπιστώθηκε ότι από εξετάσεις των φακέλων ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια με ασφάλεια έχουν επιστρέψει στην χώρα τους, ακόμα και αεροπορικώς, και στη συνέχεια γύρισαν πάλι στην Κύπρο. «Η διεθνής προστασία τους παραχωρήθηκε με κριτήριο ότι, αν επιστρέψουν στην πατρίδα τους, εκτίθενται σε κίνδυνο», ανέφερε ο κ. Νουρής, αλλά, πρόσθεσε, «για να ταξιδεύει και να επιστρέψει κάποιος στην Κυπριακή Δημοκρατία, προφανώς δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος».
«Διαπιστώθηκε στην παρουσίαση και αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Σύνοδο, ότι υπάρχει κατάχρηση του συστήματος εκ μέρους συγκεκριμένων χωρών, οι οποίες μπορεί να χαρακτηρίζονται ως επισφαλείς, αλλά την ίδια ώρα φαίνεται ότι δεν είναι τέτοιες, ή τουλάχιστον όχι σε ολοκληρωτικό βαθμό», είπε ο κ. Νουρής.
Ανέφερε, δε, ότι έχει ενημερώσει σε αυτό το στάδιο ανεπίσημα την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι πρόθεσή της Κύπρου είναι να προχωρήσει σε εκ νέου άνοιγμα αυτών των φακέλων, «με σωστό και ενδεδειγμένο τρόπο», και εάν τεκμηριωθεί ως αποτέλεσμα ότι δεν τίθεται θέμα ασφάλειας στις χώρες προέλευσης των ατόμων, τότε θα τους αφαιρεθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας και θα αρχίσει η διαδικασία της απέλασης και επιστροφής.
Εξήγησε ότι σε πρώτο χρόνο ο έλεγχος των στοιχείων αφορά άτομα σε καθεστώς προστασίας, που έχουν έρθει από τη Συρία, καθώς από τη χώρα αυτή υπάρχουν μαζικές αφίξεις. «Δεν είναι εύκολο εγχείρημα, μας πήρε κάποιους μήνες. Έχουμε στο κάδρο και κάποιες άλλες χώρες, τις οποίες βεβαίως θα μελετήσουμε», πρόσθεσε.
Ερωτηθείς για την κυπριακή εισήγηση για υποβολή των αιτημάτων ασύλου εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, ο κ. Νουρής είπε ότι συζητήθηκε από τους MED5 και, αν και δε συμπεριλήφθηκε στο κοινό ανακοινωθέν, θα τεθεί ενώπιον της ολομέλειας του Συμβουλίου των Υπουργών Εσωτερικών την ερχόμενη Παρασκευή στο Λουξεμβούργο. Είπε ότι η εισήγηση τέθηκε «ενόψει των όχι καλών οιωνών που μας έχουν δοθεί και από την ΕΕ και από τον Frontex, ότι δηλαδή αναμένονται περισσότερες ροές το επόμενο διάστημα», με σκοπό να λειτουργήσει προληπτικά στην αύξηση των ροών και να σταλούν αποτρεπτικά μηνύματα προς τους διακινητές.
«Η δική μας εισήγηση διαλαμβάνει ότι οι μετανάστες που θέλουν να υποβάλουν αίτηση ασύλου, θα πρέπει να εξευρεθεί ο τρόπος να το κάνουν στη χώρα καταγωγής τους, ή στη χώρα στην οποία βρίσκονται», εξήγησε, προσθέτοντας ότι αν αξιολογηθούν θετικά οι αιτήσεις, τότε θα μπορούν να φτάνουν με ασφάλεια στην ΕΕ, χωρίς να περνούν μέσω της Πράσινης Γραμμής, ή να κινδυνεύουν μέσα σε σκάφη ή να διακινούνται με αεροπλάνα ασυνόδευτα παιδιά 10-11 χρονών, όπως συμβαίνει σήμερα, όπως είπε. «Εκείνοι, δε, που θα απορριφθούν, θα ξέρουν ότι δεν έχουν κανένα λόγο να πληρώσουν χιλιάδες στους διακινητές που τους εκμεταλλεύονται, για να τους μεταφέρουν σε μία συγκεκριμένη χώρα», πρόσθεσε.
«Είναι ένα εγχείρημα που δεν είναι εύκολο και χρήζει μίας σειράς νομοθετικών τροποποιήσεων, αλλά αν δεν συζητήσεις ανάλογα αιτήματα, προφανώς δεν μπορείς να έχεις συγκεκριμένη κατάληξη. Το γεγονός και μόνο ότι θα θέσουμε το θέμα εκ νέου στην ολομέλεια ως Κυπριακή Δημοκρατία και, θέλω να ελπίζω, θα υπάρχει ήδη μία σημαντικότατη στήριξη εκ μέρους αρκετών κρατών, θεωρώ ότι θα είναι το έναυσμα μίας συζήτησης, που θα βάλει στο τραπέζι τα υπέρ και τα κατά», είπε ο Υπουργός, λέγοντας πως κατά τη δική του εκτίμηση υπερτερούν κατά πολύ τα πλεονεκτήματα.
Σε ερώτηση κατά πόσο μπορούν να δοθούν λύσεις κατά της εργαλειοποίησης των μεταναστών, ιδίως όσον αφορά τη συστηματική προώθησή τους μέσω Πράσινης Γραμμής, ο Υπουργός σημείωσε ότι δε βαραίνει μόνο την Κύπρο το πρόβλημα της εργαλειοποίησης, καθώς και η Ιταλία είχε επίσης έντονη αντίδραση σε αυτό.
«Αυτό που καλείται η ΕΕ να πράξει, όταν αποδεδειγμένα, όπως στη δική μας περίπτωση, υπάρχει σαφής εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και των μεταναστών, είναι να υπάρχουν συγκεκριμένες κυρώσεις», είπε ο κ. Νουρής, επισημαίνοντας ότι η Κύπρος από τον περασμένο Απρίλιο έχει διαβιβάσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έναν μεγάλο όγκο ταξιδιωτικών εγγράφων, προστατεύοντας τα προσωπικά στοιχεία των ανθρώπων, καταδεικνύοντας τη διαδρομή που ακολουθείται από την υποσαχάρια Αφρική στην Κωνσταντινούπολη, από την Κωνσταντινούπολη με μετεπιβίβαση στο κατεχόμενο αεροδρόμιο της Τύμπου.
Εξήγησε ότι, μέσα από τις συζητήσεις και συνεντεύξεις με μεγάλο αριθμό ανθρώπων, διαφάνηκε ότι με την άφιξή τους, εκτός του ότι φαίνεται στο ταξιδιωτικό τους έγγραφο η παραχώρηση βίζας 60 ημερών από το ψευδοκράτος, που σε ελάχιστες περιπτώσεις φαίνεται να έγινε χρήση του διαστήματος, μέσα σε λίγα 24ωρα από την άφιξη, με την καταβολή ενός ποσού 200-300 ευρώ προς τους διακινητές, περνούν από τα λεγόμενα τυφλά σημεία της Πράσινης Γραμμής.
«Αυτό έπραξα και στην τελευταία επίσκεψη στη Νέα Υόρκη, επισκεπτόμενος τον ΓΓ του ΟΗΕ, ακριβώς παρουσιάζοντας την κατάσταση, ότι δηλαδή επιβάλλεται να υπάρξει αποτελεσματικότερος έλεγχος στην Πράσινη Γραμμή, γιατί πολύ απλά υπάρχει ένας κανονισμός (866/2004), που θέλουμε να σεβόμαστε όλοι, ο οποίος αναφέρει ότι της Πράσινης Γραμμής μπορούν να διέρχονται όσοι έχουν νόμιμα ταξιδιωτικά έγγραφα και έχουν αφιχθεί από νόμιμο λιμάνι», είπε ο Υπουργός, αναφέροντας ότι αυτές οι προϋποθέσεις δεν ισχύουν στην περίπτωση παράτυπων μεταναστών.
Απαντώντας σχετικά με τις πρόσφατες επαφές του στη Νέα Υόρκη με αξιωματούχους του ΟΗΕ, ο κ. Νουρής είπε ότι ζητήθηκε η ειρηνευτική δύναμη, η οποία σήμερα κατά κύριο λόγο ελέγχει τους Ελληνοκύπριους δικαιούχους που εισέρχονται στην ουδέτερη ζώνη - όπως επαγγελματίες γεωργούς και κατοίκους - να ελέγχει αντίστοιχα και εκείνους που επιχειρούν να εισέλθουν στην ουδέτερη ζώνη από τα κατεχόμενα. «Αν αυτό γίνει κατορθωτό, τότε θα είναι πολύ μεγάλη βοήθεια στον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών», πρόσθεσε, εκφράζοντας την ευχή ότι θα υπάρξει κάποια εξέλιξη, παρά την έλλειψη διάθεσης συνεργασίας από την τ/κ ηγεσία και της Τουρκία, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις ότι το θέμα θα συζητηθεί ακόμα και σε επίπεδο ΓΓ ΟΗΕ.
Τόνισε, εξάλλου, και την ανθρωπιστική πλευρά του προβλήματος, που όπως είπε θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές. «Έχουμε φτάσει να υποδεχθούμε τους τελευταίους 12 μήνες πέραν των 1000 ασυνόδευτων ανηλίκων παιδιών, όλα μέσω κατεχομένων, όλα προερχόμενα από την υποσαχάρια Αφρική», είπε, σημειώνοντας ότι «έχουμε εγείρει τα ερωτήματα αυτά προ πολλού και έχουμε πει και συγκεκριμένες εισηγήσεις, όσον αφορά τον περιορισμό του φαινομένου, με πρώτο το γεγονός ότι θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα γραφείο Frontex στην Κωνσταντινούπολη, για να ελέγχει τις πτήσεις προς την κατεχόμενη Κύπρο», καταλήγοντας ότι το κώλυμα είναι η έλλειψη συνεργασίας της τουρκικής Κυβέρνησης.
Απαντώντας για το κατά πόσο έχουν αποδώσει οι πιέσεις της ΕΕ προς την Τουρκία, ο Υπουργός είπε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβεί και σε παραστάσεις και σε συναντήσεις σε ανώτατο επίπεδο και σε κατάθεση αιτήματος προς την τουρκική Κυβέρνηση, χωρίς να έχουν τελεσφορήσει αυτές οι προσπάθειες, αποδίδοντας τη ευθύνη σε σκοπιμότητες της Τουρκίας, και όχι σε απροθυμία της ΕΕ. Εξήγησε ότι, όπως για 48 χρόνια η Τουρκία «φρόντισε να προχωρήσει τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών μας, και τώρα επιχειρεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, να αλλάξει τη δημογραφία στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές».
Ανέφερε ότι σήμερα το 6% του πληθυσμού της χώρας αφορά σε αιτητές ασύλου, ενώ το αποδεκτό στην ΕΕ είναι περίπου 1,5% και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής έχουν ποσοστό κάτω από την μονάδα. «Γίνεται αντιληπτό ότι μπήκαμε στη φάση της απειλής για τη δημογραφία μας», σημείωσε ο κ. Νουρής. Ως δεύτερη πτυχή του προβλήματος, ανέφερε την επιβάρυνση των οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία χρειάστηκε να δαπανήσει 188 εκ. ευρώ από τα χρήματα των φορολογουμένων, επιπλέον προς τα 117 εκ. ευρώ που χορηγήθηκαν από την ΕΕ τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αναφέρθηκε, όμως, και σε μία «τρίτη απειλή, που ακούει στο όνομα ασφάλεια», λέγοντας ότι η Αστυνομία έχει δημοσιοποιήσει «στοιχεία που καταδεικνύουν ότι στο 73% των σοβαρών εγκλημάτων στη Δημοκρατία, ενέχεται τουλάχιστον ένας αλλοδαπός μετανάστης».
Αναφορικά με το θέμα των υποχρεωτικών μετεγκαταστάσεων αιτητών ασύλου και ερωτηθείς αν θα ήταν προτιμότερη η μεγαλύτερη προθυμία από κράτη-μέλη για μετεγκαταστάσεις ή η οικονομική βοήθεια προς τη Δημοκρατία απάντησε ότι «αν ήταν η οικονομική ενίσχυση το θέμα, θα είχε επιλυθεί», εξηγώντας ότι ήδη το μνημόνιο Κυπριακής Δημοκρατίας και Frontex καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το θέμα των επιστροφών. «Εκείνο που όντως είναι μείζον, είναι το θέμα των μετεγκαταστάσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το σημείο διαφωνίας στον ευρωπαϊκό χώρο, αφού δεν υπάρχει ομογνωμία μεταξύ των 27 για το θέμα της υποχρεωτικότητας στις μετεγκαταστάσεις», τόνισε ο Υπουργός.
Πρόσθεσε, ακόμα, ότι η Σύνοδος αξιολόγησε την πρωτοβουλία της Γαλλικής Προεδρίας για το σύστημα εθελούσιων μετεγκαταστάσεων, τονίζοντας ότι «τα αποτελέσματά του είναι αποκαρδιωτικά όσον αφορά τους αριθμούς». Σημείωσε, όμως, ότι τα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής δε θεωρούν πως μπορεί να είναι αυτή μία αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα.
«Οι προβλέψεις που έχουμε κάνουν λόγο για 160.000 νέες αιτήσεις ασύλου, συνολικά στις πέντε μεσογειακές χώρες πρώτης γραμμής της ΕΕ, μέχρι το τέλος του 2022. Με τους καλύτερους οιωνούς, οι εθελούσιες επιστροφές θα φτάσουν με αισιόδοξες προβλέψεις 10.000, μένει ένα πρόσθετο βάρος 150.000 αιτητών ασύλου», ανέφερε ο κ. Νουρής εξηγώντας γιατί οι μετεγκαταστάσεις σε εθελούσια βάση «δεν είναι η λύση του προβλήματος». «Την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή θα το συζητήσουμε ξανά στο Λουξεμβούργο, με σκοπό να υπάρξει κάτι καλύτερο», είπε.
Αναγνώρισε, όμως, ότι η Γερμανία και η Γαλλία αποτάθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία και έχουν ήδη στείλει κλιμάκιο στην Κύπρο, ενώ τέθηκαν χρονοδιαγράμματα και αριθμοί με στόχο μέχρι το τέλος του χρόνου να υπάρξει μετεγκατάσταση 500 μεταναστών σε καθεμία από τις δύο, με ορίζοντα να γίνουν 1500 αντίστοιχα. «Παρά το γεγονός ότι είμαστε ευγνώμονες στις δύο χώρες και ελπίζω ότι θα αποτελέσει το έναυσμα για να ενδιαφερθούν κι άλλοι, δεν μπορώ να αφήσω πίσω έναν αριθμό που είναι εφιαλτικός», τόνισε.
Τέλος, απαντώντας στο κατά πόσο είναι ακόμα μακριά ο τελικός στόχος να φτάσουν τα κράτη της ΕΕ σε συμφωνία για το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, είπε ότι «σαφώς είμαστε πιο κοντά, αλλά όχι στο τέλος».
«Γίνεται μία συζήτηση, όπου κάποια ζητήματα εξαντλούνται και δεν προχωρούν, είμαστε σε μια κατάσταση τέλματος, γι’ αυτό γίνονται παράλληλες κινήσεις, που είναι επωφελείς», πρόσθεσε, αναδεικνύοντας τον ελαφρυντικό ρόλο που μπορούν να έχουν αφενός οι επενδύσεις σε τρίτες χώρες και αφετέρου η σύναψη διμερών συμφωνιών με τρίτες χώρες.
Εξήγησε ότι χώρες που αρνούνται να δεχθούν τους υπηκόους τους πίσω, αφού έχουν απορριφθεί οι αιτήσεις τους στην ΕΕ, δε θα πρέπει να τυγχάνουν στήριξης από την Κομισιόν. «Πρέπει να διεκδικήσουμε συνεργασίες με τρίτες χώρες, που είναι συνεργάσιμες με τον ΕΕ», είπε.
Ιδιαίτερα τόνισε το θέμα των επενδύσεων, αναφερόμενος στην περίπτωση του Αφγανιστάν. «Αν υπάρξουν επενδύσεις στην ίδια τη χώρα που αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, ή σε άλλες γειτνιάζουσες χώρες, όπως το Ιράν και το Πακιστάν σε σχέση με το Αφγανιστάν, τότε μπορείς να συγκρατήσεις ένα μεγάλο αριθμό υποψηφίων μεταναστών, και αν η κατάσταση στη δικής τους χώρα ομαλοποιηθεί, θα είναι εύκολο να επιστρέψουν», είπε, ενώ «αν ξεκινήσουν τα μεταναστευτικά καραβάνια προς την Ευρώπη, τότε η κατάσταση δυσκολεύει αφάνταστα, αυτοί οι άνθρωποι δύσκολα επιστρέφουν στη χώρα τους, όταν αποξενωθούν».
Κατέληξε, λέγοντας ότι καλύτερο θα ήταν «αντί να ξοδεύουμε τρισεκατομμύρια σε θέματα υποδοχής, να δοθούν για τη δημιουργία υποδομών, ώστε να παραμείνουν αυτοί οι άνθρωποι στις χώρες τους».