ΚΥΠΕ
Το Εφετείο ακύρωσε απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου σε υπόθεση που αφορά τ/κ περιουσία.
Πρόκεται για υπόθεση με τις εταιρείες SATEMCO LTD και APPINE TRADING LTD ως εφεσείουσες, εναντίον του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας των τ/κ περιουσιών με δικηγόρους τους Α. Αγγελίδης, για Εφεσείoυσες και Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Στην ομόφωνη του απόφαση, το Δικαστήριο (με δικαστές τους Ευσταθίου, Νικολετοπούλου, Σεραφείμ, Λυσάνδρου) αναφέρει ότι κατόπιν κατ’ επανάληψη αποτυχημένων προσπαθειών Τουρκοκύπριος εξασφάλισε τη συγκατάθεση του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών για την πώληση μέρους ακίνητης ιδιοκτησίας του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ακίνητης ιδιοκτησίας του και, συγκεκριμένα κτήματος στο Δήμο Γεροσκήπου .
Ενώ, αναφέρει, προηγουμένως, ο Κηδεμόνας αρνείτο να συγκατατεθεί στην πώληση του ακινήτου λόγω του ότι η προτεινόμενη τιμή πώλησης ήταν πολύ χαμηλότερη της αξίας του, τελικώς ενέκρινε την πώληση, σε δύο εταιρείες επιλογής του Τ/κ (συγκεκριμένα, τις εταιρείες SATEMCO LTD και ΑPPINE TRADING LTD οι οποίες είναι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες στην παρούσα υπόθεση)
Ο Κηδεμόνας έδωσε τη συγκατάθεσή του λαμβάνοντας υπόψη την (τότε) τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου και το γεγονός ότι ο Τ/κ διέμενε επίσημα στις ελεγχόμενες περιοχές από το 2006 και αντιμετώπιζε οικονομικές υποχρεώσεις.
Εν συνεχεία, ο Τ/κ πωλητής συνομολόγησε σύμβαση αγοραπωλησίας με έκαστη από τις δυο εταιρείες.
Εντούτοις, με επιστολή του ημερ. 28.3.2012, το Κτηματολόγιο έθεσε εκ νέου το ζήτημα στο Υπουργείο, και κατόπιν τούτου, το Υπουργείο υπέβαλε εσωτερικό ζήτημα στο Υπουργείο, εισηγούμενο την απόσυρση της προηγηθείσας συγκατάθεσης από τον τέως Υπουργό.
Το Υπουργείο, εν συνεχεία, ενημέρωσε το Κτηματολόγιο και το τελευταίο με τη σειρά του ενημέρωσε, την SATEMCO LTD, περί της επανεξέτασης των αιτημάτων αγοραπωλησίας των δύο εταιρειών και περί της απόσυρσης της έγκρισης του Κηδεμόνα.
Με επιστολή τους οι δύο εταιρείες αιτήθηκαν την επαναφορά της πρότερης έγκρισης του Κηδεμόνα, πλην όμως το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Eν τω μεταξύ, οι δύο εταιρείες καταχώρησαν Προσφυγή κατά της επιστολής του Υπουργείου την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με την απόφασή του η οποία εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Πρωτόδικα, ο Εφεσίβλητος/Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι η Προσφυγή έχριζε απόρριψης λόγω του ότι ο Τ/κ πωλητής, και όχι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες, ήταν αυτός που είχε έννομο συμφέρον για την προώθηση τέτοιας προσφυγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προδικαστική ένσταση, κρίνοντας ότι το έννομο συμφέρον των Εφεσειουσών/Αιτητριών δημιουργήθηκε με την αρχική συγκατάθεση του Κηδεμόνα για τις επίδικες πωλήσεις. Συνεπώς, η μεταγενέστερη ανάκληση της συγκατάθεσης έθιγε τα έννομα συμφέροντα των Εφεσειουσών/Αιτητριών άμεσα και προσωπικά, νομιμοποιώντας τες να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της ανάκλησης με την Προσφυγή τους.
«Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες έχουν το απαραίτητο έννομο συμφέρον για να προσβάλλουν την εκ του Κηδεμόνα ανάκληση της αρχικώς χορηγηθείσας συγκατάθεσης, ως προς την (εκ του Τ/κ πωλητή) πώληση σε αυτές συγκεκριμένων εμβαδών του επίδικου ακίνητου», αναφέρει.
Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφονται γύρω από το παράπονο των Εφεσειουσών/Αιτητριών περί του ότι ο Κηδεμόνας, προτού αποσύρει την αρχικώς χορηγηθείσα συγκατάθεσή του για την εξ αυτών αγορά συγκεκριμένων μεριδίων του επίδικου τεμαχίου που ανήκε στον Τ/Κ πωλητή, όφειλε να τους χορηγήσει το δικαίωμα ακρόασης.
Κρίνουμε τους άνω λόγους έφεσης ως βάσιμους και τους αποδεχόμαστε, για τον εξής λόγο αναφέρει το Εφετείο.
«Σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι ο Κηδεμόνας υποχρεούτο να χορηγήσει στις Εφεσείουσες/Αιτήτριες το δικαίωμα ακρόασης, κατά τα κωδικοποιούμενα στο Άρθρο 43 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων, αφού η προσβαλλόμενη πράξη έθιγε το έννομο τους συμφέρον όπως αυτό απορρέει από νόμιμη σύμβαση, ως αναλύσαμε πιο πάνω. Με απλά λόγια, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος και το δικαίωμα του διοικούμενου να ακουστεί πριν η Διοίκηση επηρεάσει αυτό του το συμφέρον με την έκδοση δυσμενούς για αυτόν απόφασης, συνιστούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος», σημειώνει.
Η καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου αναφέρει ότι «ενόψει της από πλευράς μας αποδοχής του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, ακυρώνεται ως παράνομη η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και παραμερίζεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 24.1.2019 (περιλαμβανομένου του σκέλους της ως προς τα έξοδα) του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 5262/2013».