Kathimerini.com.cy
Δικαίωσε τις τέσσερις στενές συνεργάτιδες του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, οι οποίες διεκδικούσαν τη μονιμοποίησή τους στο Δημόσιο με το καθεστώς του αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με την απόφαση, κηρύχθηκε παράνομος και αντισυνταγματικός ο τερματισμός της απασχόλησής τους στο Δημόσιο από τη Βουλή. Έτσι, οι τέσσερις παραμένουν στο δημόσιο με καθεστώς αορίστου χρόνου. Σημειώνεται ότι υπηρετούσαν στο Προεδρικό ως συνεργάτιδες του Νίκου Αναστασιάδη και με βάση το συμβόλαιό τους, μετατράπηκαν σε εργοδοτούμενες αορίστου χρόνου.
Η Βουλή με τροποποίηση στον κρατικό προϋπολογισμό του 2022, κατόπιν εισήγησης της βουλεύτριας Ειρήνης Χαραλαμπίδου, αφαίρεσε από τις συγκεκριμένες συνεργάτιδες το καθεστώς του αορίστου χρόνου, θεωρώντας τη μονιμοποίησή τους στο Δημόσιο ως ένα εξόφθαλμο και απροκάλυπτο ρουσφέτι. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν οι τέσσερις συνεργάτιδες του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας να καταθέσουν τον Νοέμβριο του 2022 αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ζητώντας την έκδοση διατάγματος με το οποίο να κηρύσσεται παράνομος και αντισυνταγματικός ο τερματισμός της απασχόλησής τους στο Δημόσιο από τη Βουλή. Παράλληλα, εξασφάλισαν διάταγμα του δικαστηρίου για παραμονή τους στη δημόσια υπηρεσία μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Το σκεπτικό της απόφασης
Όπως δήλωσε στον Άλφα ο δικηγόρος των τεσσάρων συνεργάτιδων, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, το Εργασιακό Δικαστήριο έκρινε ότι η επιφύλαξη του νόμου του προϋπολογισμού είναι αντίθετη στο Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι είναι αντίθετη στην Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, διότι μέσω της η Νομοθετική Εξουσία, επιδιώκει φωτογραφικά να απολύσει τέσσερις εργοδοτούμενες, θέμα το οποίο δεν ανήκει στην εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία οφείλει να καθορίζει γενικά και απρόσωπα κριτήρια, και όχι να φωτογραφίζει πρόσωπα και να εκδίδει νόμους που να αφορούν αυτά τα πρόσωπα, για να απολυθούν.
Κατά δεύτερον, κρίθηκε ότι υπάρχει αντίθεση στα άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα στην εργασία και το δικαίωμα στη συμβατική ελευθερία, εφόσον κρίθηκε ότι δεν είχε αποδειχτεί δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί την ψήφιση του νομοθετήματος, και κατ’ επέκταση ότι υπήρχε αντίθεση και σε αυτά τα άρθρα, οπως επίσης και στο άρθρο 28, που κατοχυρώνει την Αρχή της Ισότητας, με δεδομένο ότι με τον επίδικο νόμο ουσιαστικά οι τέσσερις αυτές εργοδοτούμενες διαφοροποιούνται από όλη την υπόλοιπη ομάδα των εργαζομένων αορίστου χρόνου και γινόταν μια δυσμενής διαχείριση αποκλειστικά σε βάρος τους.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιαζόταν και η ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία αφορά στη μετατροπή των εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου σε εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου, για την οποία είναι και πάλι αρμόδιο το Εργατικό Δικαστήριο και η οποία έχει εναρμονιστεί στην κυπριακή νομοθεσία, αλλά και ως υπέρτερο ευρωπαϊκό δίκαιο, έχει και ισχύ υπέερτερη στη Δημοκρατία.