ΚΥΠΕ
Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του βασικού νόμου, περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και στις Κοινοβουλευτικές Επιτροπές ώστε να υπόκεινται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο περισσότερα πρόσωπα (μεταξύ άλλων, Υπουργών, Υφυπουργών και άλλων ανεξάρτητων αξιωματούχων), είναι συνταγματικά αμφίβολη, δήλωσε την Τετάρτη ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας.
Εντός της Επιτροπής όπου συνεχίστηκε η συζήτηση της πρότασης νόμου, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Νίκος Τορναρίτης, Βουλευτής ΔΗΣΥ, ανέφερε ότι υπάρχουν γνωματεύσεις οι οποίες ορίζουν τα όρια της διάκρισης των εξουσιών, σημειώνοντας ότι ο σεβασμός της διάκρισης των εξουσιών είναι απαραίτητο συστατικό του κράτους δικαίου.
Πρόσθεσε ότι την ίδια ώρα παρόλο που τα μέλη της παρούσας Κυβέρνησης παρουσιάζονται όταν τους ζητηθεί ενώπιων των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, εντούτοις ελλοχεύει ο κίνδυνος μια άλλη Κυβέρνηση να μην πράξει το ίδιο. Επομένως, συνέχισε, θα ήταν καλύτερα να υπάρξει μια νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος και να υπάρξουν θεσμοθετημένοι κανόνες.
Ο κ. Τορναρίτης είπε ακόμη ότι θα πρέπει να τεθούν και οι δέουσες ασφαλιστικές δικλείδες όσον αφορά απόρρητα έγγραφα τα οποία, αν δημοσιοποιηθούν ενδεχομένως θα βλάψουν το δημόσιο συμφέρον.
Από την πλευρά της, η Εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας ανέφερε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ανέδειξε ενώπιον της Επιτροπής στην προηγούμενη συνεδρία τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η συγκεκριμένη πρόταση είναι αντισυνταγματική.
«Η θέση μας είναι ότι το θέμα είναι κατ’ εξοχήν νομικό και κατ’ εξοχήν συνταγματικό», ανέφερε προσθέτοντας ότι «η επέκταση είναι συνταγματικά αμφίβολη». Σημείωσε ότι «ο ελεγκτικός ρόλος της Βουλής όπως επιδιώκεται με αυτή την πρόταση νόμου, κατά τη δική μας γνώμη, δεν προκύπτει από το Σύνταγμα. Προσπαθεί η Βουλή να τοποθετηθεί σε θέση ισχύος έναντι των άλλων δύο εξουσιών σε ένα σύστημα διακυβέρνησης που δεν το επιτρέπει. Δεν έχουμε εντοπίσει συνταγματική βάση που να μπορεί νομικά αυτή η πρόταση νόμου να είναι συνταγματική».
Παραπέμποντας στο άρθρο 79 του Συντάγματος που αφορά τους Υπουργούς, η Εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας είπε ότι «υπάρχει δυνητική ευχέρεια των Υπουργών να παρίστανται και να παρέχουν πληροφόρηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων».
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής σημείωσε ότι αφού η βούληση από πλευράς Βουλευτών είναι να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση θα πρέπει να εξεταστεί η πρόταση νόμου με τους εμπλεκομένους και να διερευνηθούν τα σημεία τα οποία φαίνονται εκτός συντάγματος, σημειώνοντας ότι «το πολιτικό μήνυμα πρέπει να είναι εκεί και θα πρέπει κάποια στιγμή η πρόταση να οδηγηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής».
Η Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, εκ των εισηγητριών της πρότασης, είπε ότι η πρόταση νόμου για την κατάθεση στοιχείων και πληροφοριών στο Κοινοβούλιο στέλνει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Επεσήμανε ότι η άρνηση κατάθεσης στοιχείων, η άρνηση ενός Υπουργού να συνεργαστεί με την Βουλή είναι και συνταγματικό και πολιτικό ζήτημα.
Εξήγησε ότι η πρόταση νόμου αφορά Υπουργούς, Υφυπουργούς και άλλους αξιωματούχους του κράτους ενώ διευκρίνισε ότι από τον κατάλογο των προσώπων αφαιρέθηκαν ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας.
Η κ. Χαραλαμπίδου επεσήμανε ότι «δεν μπορεί να επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των Υπουργών μιας Κυβέρνησης εάν θα εμφανιστούν ενώπιον του Κοινοβουλίου ή αν θα καταθέσουν στοιχεία που θα ζητηθούν στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου».
Ανέφερε ότι η Επιτροπή έχει λάβει τρεις γνωματεύσεις από έγκριτους νομικούς, εκ των οποίων η μια τάσσεται υπέρ της πρότασης νόμου, η άλλη τηρεί ισορροπημένη στάση και η τρίτη τάσσεται εναντίον σημειώνοντας ότι τελικός κριτής της συνταγματικότητας της πρότασης νόμου είναι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Σε δηλώσεις της μετά την συνεδρία της Επιτροπής η κ. Χαραλαμπίδου είπε ότι «παρόλο που με την νυν κυβέρνηση υπάρχει μέχρι σήμερα καλή συνεργασία, δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε. Η πρόταση νόμου κατατέθηκε το 2022 μετά τις ακραίες καταστάσεις που ζήσαμε με Υπουργούς της Κυβέρνησης Αναστασιάδη, των οποίων η άρνηση να καταθέσουν στοιχεία στη Βουλή και ο τρόπος διαχείρισης των σκανδάλων που ζήμιωσαν και διέσυραν τον τόπο διεθνώς, χτύπησαν καμπανάκι κινδύνου για τη δημοκρατία».
Η κ. Χαραλαμπίδου σημείωσε ότι απ’ ότι φάνηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η πρόταση νόμου συγκεντρώνει μεγάλη πλειοψηφία από τους Βουλευτές λέγοντας ότι «θεωρώ ότι θα ψηφιστεί σε νόμο, περνώντας ισχυρό μήνυμα διαφάνειας και λογοδοσίας». Εξέφρασε την άποψη ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα αναπέμψει την πρόταση νόμου.
Η Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χριστιάνα Ερωτοκρίτου, δήλωσε εντός της Επιτροπής ότι το περιεχόμενο της πρότασης νόμου είναι ορθό και θα πρέπει να ψηφιστεί κάτι με το οποίο συμφώνησε και ο Βουλευτής των Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών, Χαράλαμπος Θεοπέμπτου. Επίσης, η κ. Ερωτοκρίτου είπε ότι με την συγκεκριμένη πρόταση δεν επηρεάζεται η διάκριση των εξουσιών, ενώ επεσήμανε ότι «το εθιμικό (δηλαδή η παρουσία των Υπουργών στη Βουλή/Επιτροπές) δεν μπορεί να αντικαθιστά ποτέ ή να υποκαθιστά το θεσμικό. Πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαροι νόμοι και πλαίσια».
Ο Βουλευτής του ΕΛΑΜ, Σωτήρης Ιωάννου, διερωτήθηκε για τις συνέπειες σε περίπτωση που ο αξιωματούχος παραλείψει να εφαρμόσει (αφού εγκριθεί) η πρόταση νόμου.
Σε άλλες τοποθετήσεις, η Εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης μεταβίβασε την επιθυμία του Υπουργού Δικαιοσύνης για αγαστή συνεργασία με την Βουλή.
Υπέρ της ρύθμισης τάχθηκαν η Εκπρόσωπος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και ο Εκπρόσωπος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος εξέφρασε όμως τις επιφυλάξεις του για την συνταγματικότητα της πρότασης για παράβαση της διάκρισης των εξουσιών.