Kathimerini.gr
Τόσο οι θαυμαστές όσο και οι επικριτές του συμφωνούν ότι ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει μεταμορφώσει ριζικά την τουρκική εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, αν ο Ερντογάν αποχωρήσει από την εξουσία, θα «εξομαλυνθεί» η προσέγγιση της Τουρκίας στον κόσμο και θα επιστρέψει στις προ Ερντογάν ρυθμίσεις της; Με τις οικονομικές συνθήκες στην Τουρκία να επιδεινώνονται, τη δημόσια αγανάκτηση για την κακοδιαχείριση της χώρας να αυξάνεται και την υγεία του Ερντογάν να είναι ορατά φθίνουσα, το ερώτημα αυτό απασχολεί όλο και περισσότερο.
Υπό τον Ερντογάν, η Τουρκία υιοθέτησε επιθετικές στρατιωτικές πρωτοβουλίες, συνεργάστηκε με ριζοσπαστικές ή εγκληματικές ομάδες, έκανε φιλικά ανοίγματα σε ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα, και απομακρύνθηκε από τους δυτικούς θεσμούς και αξίες. Ωστόσο, θα ήταν παραπλανητικό να αποδώσουμε όλες αυτές τις αλλαγές στον Ερντογάν ή στο κόμμα του.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, η απουσία ενός απερίσκεπτου, φιλόδοξου και θερμόαιμου ηγέτη θα έχει θετικό αντίκτυπο στη λήψη αποφάσεων στην Άγκυρα. Οι θεσμοί, ιδίως το υπουργείο Εξωτερικών, ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη επιρροή, επιφέροντας μεγαλύτερη σταθερότητα και συνέπεια στις εξωτερικές σχέσεις της. Οι εταίροι της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. θα θεωρήσουν πιθανότατα τους διαδόχους του Ερντογάν πιο πρόθυμους και προσιτούς στην επικοινωνία.
Σε περίπτωση όμως που ο Ερντογάν καταψηφιστεί, κανείς στην Ουάσιγκτον ή στις Βρυξέλλες δεν θα πρέπει να περιμένει ότι η Τουρκία θα μετατραπεί ξαφνικά σε πειθήνιο και υπάκουο σύμμαχο. Οι διαρθρωτικές αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον, οι ευρύτερες γραφειοκρατικές και ιδεολογικές τάσεις στην Τουρκία και τα νέα δεδομένα επί του εδάφους που δημιούργησε ο Ερντογάν θα περιορίσουν τις δυνατότητες «εξομάλυνσης» στη μετά Ερντογάν Τουρκία.
Σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο
Ο πρώτος παράγοντας που πρέπει να εξεταστεί είναι ο ρόλος της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας δυναμικής που ενθαρρύνει την Άγκυρα να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις έναντι των παραδοσιακών συμμάχων της και να υιοθετήσει μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Σε έναν όλο και πιο πολυ-πολικό κόσμο, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) έχει βελτιώσει τις σχέσεις της με χώρες όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Κίνα. Και, όταν τα συμφέροντά της απέκλιναν από εκείνα των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., ανέλαβε μονομερείς διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες, όπως η ένταξη στον μηχανισμό της Αστάνα ή η διεξαγωγή δικών της ενεργειακών εξορύξεων σε αμφισβητούμενα ύδατα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για τους Τούρκους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, ο χειρισμός του εμφυλίου πολέμου στη Συρία από την Ουάσιγκτον αποτέλεσε παράδειγμα της στροφής προς έναν πιο πολυ-πολικό κόσμο. Γενικότερα, η διστακτική στάση του ΝΑΤΟ απέναντι στους κινδύνους που η Τουρκία έχει αντιληφθεί από τη Συρία, όξυνε το αίσθημα μοναξιάς της Άγκυρας. Το 2012, ο συριακός στρατός κατέρριψε ένα τουρκικό στρατιωτικό αναγνωριστικό αεροσκάφος και συριακές ρουκέτες έπληξαν πόλεις της νότιας Τουρκίας. Το 2015, ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη παραβίασαν επανειλημμένα τον τουρκικό εναέριο χώρο, με αποτέλεσμα η Τουρκία να καταρρίψει ένα ρωσικό αεροσκάφος. Η αποτυχία του ΝΑΤΟ να υποστηρίξει αμέριστα την Τουρκία σε κάθε μία από αυτές τις κρίσεις, τη βοήθησε να στραφεί προς μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία διαχειρίστηκε καλά αυτές τις νέες δυναμικές. Αντί να κινείται με ασφάλεια σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο και περιφερειακό περιβάλλον, φαίνεται να ταλαντεύεται ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις. Πολλοί, στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, βλέπουν πλέον την Τουρκία ως εχθρική δύναμη και όχι ως σύμμαχο. Ωστόσο, παρά ταύτα, η Άγκυρα εξακολουθεί να μην έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σταθερή και υγιή σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα.
Οι μελλοντικές τουρκικές κυβερνήσεις θα παλέψουν με τους ίδιους διαρθρωτικούς παράγοντες, αλλά μπορεί να το κάνουν πιο αποτελεσματικά από τη σημερινή κυβέρνηση. Εάν η Ουάσιγκτον συνεχίσει να μετατοπίζει την προσοχή της στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, και παράλληλα να είναι απούσα στη Μέση Ανατολή, και εάν η Ε.Ε. εξακολουθήσει να είναι ανήμπορη να ασχοληθεί αποτελεσματικά με τις εξελίξεις πέραν των συνόρων της, η τουρκική πολιτική θα αντιδράσει αναλόγως. Αυτό δεν σημαίνει ρήξη στις σχέσεις με τις ΗΠΑ ή την Ε.Ε. Σημαίνει όμως ότι η Άγκυρα θα αντιδράσει αν το δυτικό κοινό δεν συμμερίζεται τις ανησυχίες της για την τρομοκρατία ή τις περιφερειακές κρίσεις, ιδίως στη Συρία και στο Ιράκ. Εν τω μεταξύ, η Άγκυρα θα πρέπει να συνεχίσει να συνεργάζεται με τη Ρωσία προκειμένου να διαχειριστεί τις προκλήσεις που θέτει η συριακή κρίση. Και, παράλληλα με την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή, ενδέχεται να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο το Πεκίνο. Τα περιφερειακά κενά ισχύος και η αστάθεια ενδέχεται να αναγκάσουν την Τουρκία να αναλάβει άμεση δράση. Εν ολίγοις, σε σύγκριση με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η Άγκυρα μπορεί να επιλέξει έναν πιο αυτόνομο δρόμο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αντί να προσκολληθεί στους δυτικούς συμμάχους της.
Διακομματικές τάσεις
Βασικές πτυχές της τρέχουσας εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας αντανακλούν επίσης μακροχρόνιες γραφειοκρατικές και ιδεολογικές τάσεις που διαπερνούν τις κομματικές γραμμές.
Η Τουρκία δεν δίστασε ποτέ να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ, ακόμη και πριν από τον Ερντογάν. Η προσάρτηση του Χάταϊ το 1939 ήταν ένα πρώιμο παράδειγμα της προθυμίας της Άγκυρας να υποστηρίξει τη διπλωματία με δωροδοκίες, τακτικές ανταρτοπόλεμου και την απειλή στρατιωτικής επέμβασης προκειμένου να επιτύχει τους επεκτατικούς της στόχους. Το 1974, η Τουρκία κατέλαβε το μισό νησί της Κύπρου και εξακολουθεί να διατηρεί χιλιάδες στρατιώτες της εκεί. Οι κατά καιρούς εντάσεις με την Ελλάδα για θαλάσσια ζητήματα στο Αιγαίο Πέλαγος έχουν κλιμακωθεί αρκετά συχνά σε ένοπλες συγκρούσεις. Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τον Μπεχλούλ Οζκάν, παρενέβησαν στη σύγκρουση της συριακής κυβέρνησης με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα τη δεκαετία του 1980, βοηθώντας κρυφά τη δεύτερη. Το 1998, ο τουρκικός στρατός απείλησε τη Συρία συγκεντρώνοντας στρατιωτικές μονάδες στα τουρκοσυριακά σύνορα προκειμένου να εκδιώξει τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν, τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), από τη Δαμασκό. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι ο τουρκικός στρατός βρίσκεται σε πόλεμο με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν εδώ και σχεδόν 40 χρόνια και έχει πραγματοποιήσει αμέτρητες διασυνοριακές επιχειρήσεις σε ιρακινά εδάφη. Ως εκ τούτου, μπορούμε να θεωρήσουμε τις πρόσφατες ένοπλες επιχειρήσεις της Τουρκίας ως μέρος αυτής της πολεμικής παράδοσης.
Πράγματι, ο στρατιωτικός επεκτατισμός του Ερντογάν έχει λάβει σθεναρή υποστήριξη από τη στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία. Οι εφευρέτες και υποστηρικτές της έννοιας της «Γαλάζιας Πατρίδας», η οποία επινοήθηκε για να εκφράσει τους θαλάσσιους στόχους της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, ήταν οι απόστρατοι στρατηγοί Τσιχάτ Γιαϊτσί και Τζεμ Γκιουρντενίζ. Ο Ράιαν Τζίντζερας υποστηρίζει ότι η δημοτικότητά τους στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυψε «την άνοδο μιας πιο επιθετικής και ανταγωνιστικής συλλογιστικής στους κύκλους της τουρκικής ασφάλειας» – κάτι που συνεπάγεται μια πιο διαχρονική στρατηγική άποψη. Ακόμη και ελλείψει Ερντογάν, αυτή η συλλογιστική μπορεί να παραμείνει κυρίαρχη στην Άγκυρα.
Η προσανατολισμένη στην ασφάλεια νοοτροπία της τουρκικής γραφειοκρατίας θέτει ένα όριο για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Δεδομένου ότι οι περιφερειακές προκλήσεις, η αστάθεια και το κενό εξουσίας θα συνεχίσουν να υφίστανται στο ορατό μέλλον, οι ένοπλες επεμβάσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν ελκυστική επιλογή για μια όλο και πιο αποφασιστική γραφειοκρατική ελίτ. Επιπλέον, οι μη πολεμικές αποστολές της Τουρκίας, όπως η τουρκική στρατιωτική βάση στο Κατάρ, παρέχουν μια προσοδοφόρα προοπτική καριέρας για τη στρατιωτική ελίτ – κάτι που αποτελεί ένα ακόμη γραφειοκρατικό κίνητρο για τη διατήρηση του στρατιωτικού επεκτατισμού της Τουρκίας.
Υπάρχει επίσης και μια ιδεολογική διάσταση. Ο αντιαμερικανισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται στους ψηφοφόρους του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ή στους υπερεθνικιστές. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες αναξιόπιστες, ενώ η εμπιστοσύνη στη Ρωσία είναι μεγαλύτερη. Αυτή η εχθρική καχυποψία απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία είναι διαδεδομένη και στην αντιπολίτευση, θα συνεχίσει να περιπλέκει τις διμερείς σχέσεις, καθώς οι διάδοχοι του Ερντογάν θα πρέπει να αποδείξουν την αυτονομία της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα ρωσικά συστήματα αεράμυνας S-400, για παράδειγμα, θα συνεχίσουν να αποτελούν πρόκληση για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ακόμη και μετά τον Ερντογάν. Η στάση που έχει υιοθετήσει το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) απέναντι στο ζήτημα των S-400 δεν ικανοποιεί τους εταίρους του ΝΑΤΟ. Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο ηγέτης του κόμματος, υποστήριξε ανοιχτά την αγορά, με την αιτιολογία ότι η Τουρκία χρειάζεται επειγόντως ένα σύστημα αεράμυνας και επέκρινε τις κυρώσεις των ΗΠΑ κατά των κυριαρχικών πράξεων της Τουρκίας.
Η αντιπολίτευση έχει επίσης υποστηρίξει πολλές από τις στρατιωτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης. Από το 2012 έως και φέτος, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα υποστήριξε νομοσχέδια που εξουσιοδοτούν την κυβέρνηση να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν. Ο Κιλιτσντάρογλου εξέφρασε την υποστήριξή του για την επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» το 2016, την επιχείρηση στο Αφρίν το 2018 και την επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης» το 2019. Άλλωστε, στην προεκλογική του προκήρυξη, το κόμμα του Κιλιτσντάρογλου υπόσχεται αποχώρηση από τη Συρία μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των στρατιωτικών αποστολών της Τουρκίας εκεί – θέση που συνάδει με την τρέχουσα πολιτική της κυβέρνησης.
Δύσκολο να μεταβληθούν οι νέες πολιτικές και στρατιωτικές δεσμεύσεις της Αγκυρας
Ο επεκτατισμός της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια έχει εισαγάγει μια νέα πραγματικότητα στην περιοχή, που δεν μπορεί να αναιρεθεί εύκολα. Η Άγκυρα έχει αναλάβει νέες δεσμεύσεις, έχει εμπλακεί σε δίκτυα συμφερόντων και έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις στις περιοχές όπου έχουν εισέλθει τα τουρκικά στρατεύματα και οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Αν και πρόκειται για πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά δαπανηρές πρωτοβουλίες, μια υποχώρηση μπορεί να κοστίσει περισσότερο όσον αφορά την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων και την εσωτερική πολιτική θέση. Έτσι, ακόμη και αν μια νέα τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί την απεμπλοκή, η απόσυρση των στρατευμάτων ή ο τερματισμός των εμπλοκών θα ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία.
Στη Λιβύη, για παράδειγμα, η απόσυρση της υποστήριξης από την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας θα είναι δύσκολη, αν η Τουρκία θέλει να διατηρήσει τη θαλάσσια συμφωνία της στην Ανατολική Μεσόγειο ή να προστατεύσει επιχειρηματικά συμφέροντα αξίας 20 δισ. δολαρίων. Στη Συρία, το προσφυγικό ζήτημα, η ύπαρξη του Κόμματος Δημοκρατικής Ενωσης και οι δραστηριότητες των ριζοσπαστικών ομάδων τζιχαντιστών θα περιπλέξουν οποιοδήποτε σχέδιο απόσυρσης. Ο αγώνας της Τουρκίας κατά του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν μπορεί να υποκινήσει νέες στρατιωτικές πρωτοβουλίες στο βόρειο Ιράκ. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που έχουν παραδοθεί στην Ουκρανία θα αποτελέσουν ζήτημα στις σχέσεις με τη Ρωσία. Ομοίως, η παρουσία του τουρκικού στρατού (και των τουρκικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών) στο Κατάρ, στο Κέρας της Αφρικής και στον Καύκασο θα αποτελέσουν πιθανές πηγές σύγκρουσης με τις χώρες του Κόλπου, την Αίγυπτο και το Ιράν.
Οι σχέσεις της Άγκυρας με τα νέα περιφερειακά μπλοκ, τα οποία έχουν δημιουργηθεί για να εξισορροπήσουν την κυβέρνηση Ερντογάν, θα είναι επίσης ευαίσθητες. Οι ενεργειακοί πόροι στην Ανατολική Μεσόγειο και η επιθετικότητα της Τουρκίας διευκόλυναν το σύμφωνο μεταξύ της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Ελλάδας και του Ισραήλ, καθώς και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Αλλά μια νέα κυβέρνηση στην Άγκυρα και ανανεωμένες διπλωματικές αβρότητες δεν σημαίνουν αυτόματα ότι αυτή η συμμαχία θα διαλυθεί ή ότι η Τουρκία θα εισέλθει σε αυτήν. Η ελληνοτουρκική διένεξη και τα θαλάσσια σύνορα μπορεί να συνεχίσουν να δημιουργούν εντάσεις στην περιοχή.
Τέλος, και πιθανώς το πιο σημαντικό, ο Ερντογάν έχει αποδείξει ξανά και ξανά πώς η διεκδικητικότητα και ο επεκτατισμός στην εξωτερική πολιτική μπορεί να φανούν χρήσιμα στην εσωτερική πολιτική. Βοηθούν στην κινητοποίηση των εθνικιστικών συναισθημάτων των ψηφοφόρων και στην εκτροπή της προσοχής από τα εσωτερικά προβλήματα. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι Τούρκοι ψηφοφόροι απολαμβάνουν το αίσθημα μεγαλείου που προκαλούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Τουρκίας. Η λαϊκή απαίτηση για ισχύ, ή η ανάγκη για αντιπερισπασμό από τα εσωτερικά προβλήματα, θα μπορούσε επίσης να παρασύρει τους διαδόχους του Ερντογάν, οι οποίοι θα διοικούν μια έμπειρη στρατιωτική δύναμη.
Όρια της αλλαγής
Η τουρκική εξωτερική πολιτική μετά τον Ερντογάν θα είναι διαφορετική. Η νέα κυβέρνηση θα έχει την ευκαιρία να ανοίξει μια νέα σελίδα στις διεθνείς σχέσεις της Τουρκίας. Θα πρέπει επίσης να αποκαταστήσει τις διεθνείς συμμαχίες της και να ανοικοδομήσει την οικονομία της χώρας. Όμως ο μετασχηματισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον θα είναι ένα επικίνδυνο έργο για όποιον διαδεχθεί τον Ερντογάν. Δεν θα είναι εύκολο να γίνει διάκριση μεταξύ του τι πρέπει να αλλάξει και του τι όχι, καθώς και του τι δεν μπορεί να αλλάξει.
Το πρώτο βήμα είναι να είμαστε ακριβείς στις κριτικές αξιολογήσεις της εποχής Ερντογάν. Η θεώρηση όλων των προβλημάτων της Τουρκίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες ως αποτέλεσμα του ιδεολογικού ή θρησκευτικού ζήλου και της εμμονής μιας κυβέρνησης με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα μπορεί να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Ετσι, μια πιο ρεαλιστική αξιολόγηση, που λαμβάνει υπόψη τις παγκόσμιες και περιφερειακές επιρροές παράλληλα με την ιδεολογία και την κακοδιαχείριση, είναι ζωτικής σημασίας.
Η αποκατάσταση του ρόλου των θεσμών στη χάραξη πολιτικής θα είναι ζωτικής σημασίας για κάθε μελλοντική τουρκική κυβέρνηση. Ωστόσο, ο στρατηγικός προσανατολισμός της τουρκικής γραφειοκρατίας θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τα περιθώρια αλλαγής. Ως εκ τούτου, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις θα πρέπει να προωθήσουν την επαναδιατύπωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και δεν θα πρέπει να αφήσουν το έργο αυτό εξ ολοκλήρου σε στρατιωτικούς ή πολιτικούς τεχνοκράτες.
Τέλος, οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να λάβουν αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής που δεν θα είναι δημοφιλείς στην κοινωνία, στη γραφειοκρατία ή ακόμη και στους ίδιους τους υποστηρικτές τους. Αυτό θα είναι ευκολότερο στον βαθμό που μπορούν να απαλλάξουν τις συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική από τη λαϊκιστική και εθνικιστική ρητορική με την οποία διεξάγονται σήμερα.
Η απομάκρυνση του Ερντογάν από το αξίωμα στις εκλογές του 2023 ή οποτεδήποτε νωρίτερα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Ο χρόνος, ο τρόπος και το εύρος της μετάβασης σε μια μετά Ερντογάν Τουρκία θα μπορούσε κάλλιστα να καταστήσει μεγάλο μέρος αυτής της ανάλυσης άκυρο. Αλλά, ό,τι κι αν συμβεί, οι παρατηρητές θα πρέπει να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες για τη μετά Ερντογάν τουρκική εξωτερική πολιτική.
* Ο κ. Χασίμ Τεκίνες είναι πρώην Τούρκος διπλωμάτης. Αρθρογραφεί για την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και τις σχέσεις Τουρκίας – Κόλπου. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο «War on the Rocks», αμερικανική διαδικτυακή έκδοση που εστιάζει στη στρατηγική, στην άμυνα και στις εξωτερικές υποθέσεις.