Το Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), σε ανακοίνωσή του εκφράζει ανησυχία για τη διαδικασία παραγωγής δημοσίων έργων και σημειώνει ότι είναι δεδομένη η ανάγκη ριζικής αντιμετώπισης των προβλημάτων περιλαμβανομένης και τυχόν κατάχρησης εξουσίας.
Εξ αφορμής δημοσιευμάτων που κάνουν λόγο για παραπομπή στην Αρχή κατά της Διαφθοράς προσφορών κατασκευαστικών έργων του δημοσίου που έχουν κατακυρωθεί, το ΕΤΕΚ σημειώνει το ζήτημα του χαμηλού αριθμού συμμετοχών σε διαγωνισμούς κατασκευαστικών έργων του Δημοσίου και το φαινόμενο υποβολής τιμών που υπερβαίνουν το εκτιμημένο κόστος της σύμβασης.
Χωρίς να απορρίπτει το σκεπτικό και τον τρόπο που ενήργησε η Ελεγκτική Υπηρεσία, το ΕΤΕΚ κάνει λόγο για ανάγκη επανεξέτασης με προσοχή όλης της διαδικασία της παραγωγής δημόσιων κατασκευαστικών έργων ή και έργων υποδομής και ειδικότερα αυτών που αφορούν κτήρια.
Κυρίως, σημειώνει, θα πρέπει να εξεταστεί η σχέση του μειωμένου αριθμού συμμετοχών, σε συνάρτηση με τις αυξημένες τιμές που υποβάλλονται, συγκριτικά με τις εκτιμημένες αξίες σύμβασης.
Για τα πιο πάνω προσθέτει, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα οικοδομικά συμβόλαια δεν περιλαμβάνουν μεθόδους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, άλλα επιβάλλουν ότι τυχόν διαφορές θα επιλυθούν μόνο δικαστικώς, αυξάνοντας το ρίσκο του ανάδοχου.
Επίσης, συμπληρώνει, θα πρέπει να εξεταστεί η ευρεία και αδικαιολόγητη, τις πιο πολλές φορές, χρήση της μεθόδου design – built – maintain για οικοδομικά κυρίως έργα (δηλαδή κτήρια), η οποία είναι εκ της φύσεως της πολύπλοκη και υψηλού, χρηματοδοτικού, ιδιαίτερα, ρίσκου για τους εργολήπτες.
«Μάλιστα, η υπερβολική μακροχρόνια περίοδος συντήρησης, δώδεκα συνήθως χρόνων και ο τρόπος πληρωμής, αυξάνει ακόμη περισσότερο το ρίσκο», αναφέρεται.
Επίσης το ΕΤΕΚ σημειώνει ότι θα πρέπει να εξεταστούν τα προσόντα, η εμπειρογνωμοσύνη, η μεθοδολογία και μέτρα διασφάλισης της ποιότητας σε ό,τι αφορά την ετοιμασία ενός κατάλληλου κτιριολογικού προγράμματος και μιας ορθής εκτιμημένης αξίας της σύμβασης.
Ζητά επίσης να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων (ΚΕΑΑ), παραγνωρίζοντας τη βασική αρχή της επικουρικότητας στην επίλυση διαφορών.
«Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά μεγάλα έργα τα οποία απαιτούν συμπράξεις και τεχνογνωσία ή ειδική πείρα, η οποία απαιτεί συνεργασίες με εργολήπτες του εξωτερικού, θα πρέπει να προβληματίσει η μη συμπερίληψη και της αγγλικής γλώσσας στα έγγραφα του διαγωνισμού, η οποία σε συνδυασμό με τα στενά χρονοδιαγράμματα, έχει αρνητική επίδραση στην συμμετοχή», αναφέρεται.
Σε ό,τι αφορά τη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώνει εργοληπτικές (κυρίως) προσφορές σε τιμή η οποία υπερβαίνει σε σημαντικό βαθμό τη δική της εκτίμηση, το ΕΤΕΚ θεωρεί πως εφόσον αφορά δημόσιο χρήμα, αυτή η διακριτική ευχέρεια οφείλει να ακολουθεί ένα πλαίσιο το οποίο θα πρέπει να ετοιμαστεί, να τεκμηριώνεται / δικαιολογείται επαρκώς, και τέλος να δημοσιεύεται για να μπορεί ο κάθε ένας να την κρίνει.
Το παράδειγμα του Κυπριακού Μουσείου είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με το ΕΤΕΚ, που αναφέρει ότι το 2015 γινόταν λόγος από πολιτικό πρόσωπο για κόστος της τάξης 50 εκ ευρώ. Κατά τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, το 2017 η εκτιμημένη αξία του έργου ήταν 75 εκ ευρώ πλέον ΦΠΑ. Κατά τον διαγωνισμό για επιλογή εργολήπτη το 2022 η εκτιμημένη αξία είχε ανέβει στα 102 εκ ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Τελικά, περί τα τέλη του 2022 η σύμβαση για την υλοποίηση του έργου κατακυρώθηκε στα 121 εκ ευρώ πλέον ΦΠΑ, αναφέρει το ΕΤΕΚ.
Προσθέτει ότι απαιτείται επαναξιολόγηση όλης της αλυσίδας παραγωγής δημόσιων έργων - από τη φάση της καταγραφής της ανάγκης, τεκμηρίωσης της ανταποδοτικότητας/προσιτότητας, ωρίμανσης, σύλληψης, σχεδιασμού, υλοποίησης και συντήρησης, καθώς πάσχει, κυρίως στα θέματα ατομικής υπευθυνότητας, έλλειψης λογοδοσίας και των (πέραν του δέοντος) όχι ασυνήθιστων πολιτικών παρεμβάσεων.
Ο δε εξαιρετικά πολύ μεγάλος μέσος χρόνος που απαιτείται από την καταγραφή της ανάγκης μέχρι και την υλοποίηση ενός δημόσιου έργου κυρίως κτηρίων, ακόμη και μικρής ή μεσαίας εμβέλειας, το οποίο οδηγεί το κράτος σε μη ορθολογικές λύσεις για τη στέγαση του, είναι ακόμη μία απόδειξη της ανάγκης αξιολόγησης και εκσυγχρονισμού του όλου συστήματος παραγωγής δημόσιων έργων, όπως επισημαίνει το ΕΤΕΚ.