Kathimerini.gr
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υστερούν σε καινοτομία και ανάπτυξη έναντι των αμερικανικών, που έχουν κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά. Αιτία είναι η κατακερματισμένη αγορά της Ε.Ε. και το γεγονός ότι η Γηραιά Ηπειρος δεν κατορθώνει να εναρμονίσει τους διαφορετικούς κανόνες που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες. Κι ενώ το πρόβλημα προϋπάρχει, η πανδημία φαίνεται να επέτεινε τις μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Ετσι, στα τέλη του περασμένου έτους μόνον 16 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και τέσσερις από τη Βρετανία και την Ελβετία, συγκαταλέγονταν στις 100 μεγαλύτερες του κόσμου από πλευράς αύξησης της κεφαλαιοποίησής τους. Κυριαρχούν αντιθέτως οι αμερικανικές με τον αντίστοιχο αριθμό να ανέρχεται σε 58, καθώς οι κολοσσοί της υπερδύναμης Apple, Amazon, Facebook και Google εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρον τη στροφή στην online κατανάλωση που συνόδευσε τα lockdowns.
Πρόκειται για διαπιστώσεις της Στρογγυλής Τράπεζας Ευρωπαϊκών Βιομηχανιών, που συσπειρώνει τους επικεφαλής των 60 μεγαλύτερων βιομηχανικών και τεχνολογικών εταιρειών της Ευρώπης. Η Στρογγυλή Τράπεζα υπογραμμίζει πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν αναπτυχθεί πολύ ταχύτερα καθώς απευθύνονται σε μια ενοποιημένη αγορά 330 εκατ. ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα και υπακούουν στους ίδιους κανόνες. Το χάσμα ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές αντανακλούν, άλλωστε, και οι χρηματιστηριακοί δείκτες, καθώς στη διάρκεια των δύο ετών της πανδημίας ο αμερικανικός δείκτης S&P 500 συγκέντρωσε κέρδη 46% έναντι μόλις 16% του πανευρωπαϊκού Stoxx 600.
Μιλώντας στους Financial Times ο Μάρτιν Μπρουντερμύλερ, διευθύνων σύμβουλος της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας BASF και μέλος της Στρογγυλής Τράπεζας, εξέφρασε την εκτίμηση ότι «οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν πολύ ταχύτερα στις ψηφιακές τεχνολογίες και στα προγράμματα μείωσης των εκπομπών καυσαερίων αν δεν προσέκρουαν στα εμπόδια των εθνικών νομοθεσιών, των μακροσκελέστατων διαδικασιών έκδοσης αδειών και στις αποκλίνουσες πολιτικές μεταξύ κρατών-μελών». Ομοίως ο Αντρέ Κέτνερ, εκ των συν-διευθυντών της γερμανικής DWS, επισημαίνει ότι η Ευρώπη υπέστη διπλό πλήγμα από την πανδημία πρωτίστως επειδή δεν διαθέτει τεχνολογικούς κολοσσούς αντίστοιχους των Apple, Amazon, Facebook και Google που επωφελήθηκαν τα μέγιστα από τις νέες συνθήκες, αλλά και επειδή η Ευρώπη πήρε τον κορωνοϊό πολύ πιο σοβαρά από άλλες οικονομίες με αποτέλεσμα να πληγούν περισσότερο οι επιχειρήσεις της.
«Στις ΗΠΑ οι περιορισμοί ήταν λιγότεροι», επισημαίνει ο Κέτνερ, ενώ ο Τζόρμα Ογίλα, πρώην πρόεδρος τόσο της Royal Dutch Shell όσο και της Nokia, και νυν μέλος του Δ.Σ. της επενδυτικής τράπεζας Perella Weinberg Partners, υπογραμμίζει πόσο ταχύτερα δόθηκε η κρατική στήριξη στις ΗΠΑ αλλά και σε πόσο μεγαλύτερη κλίμακα σε σύγκριση με την Ευρώπη. Οπως τονίζει, «οι αναπτυξιακές πολιτικές τόσο με μέτρα δημοσιονομικής όσο και νομισματικής φύσης είχαν αντίκτυπο στην Ευρώπη», προσθέτοντας ότι «στις ΗΠΑ ο αντίκτυπος ήταν μεγαλύτερος καθώς τα μέτρα ήταν πιο αποφασιστικά και ελήφθησαν νωρίτερα». Οπως, άλλωστε, επισημαίνει η βρετανική εφημερίδα, η διαφορά αντανακλάται στη σαφώς μεγαλύτερη επέκταση που καταγράφεται στο χαρτοφυλάκιο της αμερικανικής Federal Reserve σε σύγκριση με εκείνο της ΕΚΤ. Στα τέλη Μαρτίου του 2020 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, είχε υπογράψει νομοσχέδιο με το οποίο ενέκρινε δαπάνες ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων για παροχή βοήθειας εκτάκτου ανάγκης σε πολίτες, επιχειρήσεις και γενικώς σε όλο το φάσμα της αμερικανικής οικονομίας. Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε το 11% του αμερικανικού ΑΕΠ. Η στήριξη που χορήγησαν αντιθέτως τα όργανα της Ε.Ε. ήταν σχεδιασμένη κατά τρόπο που δεν βοηθούσε την ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Σάιμον Φρίκλεϊ, διευθύνοντα σύμβουλο της συμβουλευτικής AlixPartners στη Νέα Υόρκη. Οπως τονίζει ο ίδιος, τα ομοσπονδιακά προγράμματα των ΗΠΑ προσέφεραν άμεση στήριξη στον υπάλληλο σε αντίθεση με την Ευρώπη που προσέφερε στήριξη στον επιχειρηματία προκειμένου να προστατεύσει την απασχόληση.
Η απουσία ευρωπαϊκών τεχνολογικών κολοσσών είναι καίριο πρόβλημα και κατά τη γνώμη του Τζέιμς Γουότσον, διευθυντή οικονομικού τομέα στην Business Europe, που τονίζει πως «δεν έχουμε παρουσία στους τομείς που αναμένεται να σημειώσουν μεγάλα κέρδη στο μέλλον». Οπως επισημαίνουν, πάντως, οι FT, υπάρχουν ενδείξεις αλλαγής. Στη διάρκεια του 2021 ο τομέας τεχνολογίας της Ευρώπης προσείλκυσε επενδύσεις ύψους 100 δισ. δολαρίων, ποσό σχεδόν τριπλάσιο από το αντίστοιχο του 2020.