24news.com.cy
Μαχαίρωσε μέχρι θανάτου την Γιαννούλα Χατζηγιάννη και άσκησε έφεση για την ποινή του, ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο, απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης και επικύρωσε την ποινή που του επιβλήθηκε, αυτή της διά βίου φυλάκισης.
Συγκεκριμένα ο δράστης ήταν Κατηγορούμενος ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας όπου κατόπιν ακρόασης, καταδικάστηκε στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης και του επιβλήθηκε η δια βίου φυλάκιση.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο δράστης του φρικτού εγκλήματος, στις 12/11/2018, καθώς επέβαινε στο όχημα της Γιαννούλας Χατζηγιάννη στο χωριό Οίκος Μαραθάσας, καθήμενος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, τη δολοφόνησε με μαχαίρι το οποίο φρόντισε να προμηθευθεί το μοιραίο πρωϊνό από περίπτερο της περιοχής.
«Ο Εφεσείων κυριολεκτικά κατακρεούργησε το θύμα επιφέροντας του πολλαπλά πλήγματα με το μαχαίρι σε διάφορα μέρη του σώματός της και με καίριο κτύπημα στην καρδιά που ήταν και το θανατηφόρο».
Στις 12/11/2018 καθώς επέβαινε στο όχημα της Γιαννούλας Χατζηγιάννη στο χωριό Οίκος Μαραθάσας, καθήμενος στο πίσω κάθισμα, τη δολοφόνησε με τη χρήση μαχαιριού
Οι λόγοι έφεσης
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανώτατου, μέσω τριών λόγων έφεσης ο δράστης προσβάλλει την καταδίκη του.
Οι λόγοι έφεσης 2 και 3 αφορούν, κυρίως, στη θέση ότι βάσει της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας δεν απεδείχθη προμελέτη. Ειδικότερα, μέσω του λόγου έφεσης 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της νομικής αξιολόγησης των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του στην ουσία μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους της υπεράσπισης για να αποδείξει πως δεν στοιχειοθετείτο η προμελέτη. Ενώ, μέσω του λόγου έφεσης 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς την ενώπιον του μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα για τα οποία δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανώτατου, μέσω τριών λόγων έφεσης ο δράστης προσβάλλει την καταδίκη του.
Στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 1 ο κατηγορούμενος παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης αφενός λόγω ανίκανης και/ή ανεπαρκούς δικηγορίας, ένεκα του ότι ο συνήγορος του δεν έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία που ενίσχυε τη θέση του για μη ύπαρξη προμελέτης και αφετέρου λόγω της μη ικανοποιητικής και/ή επαρκούς μετάφρασης της διαδικασίας.
Για να καταλήξει, συμπερασματικά, στη στοιχειοθέτηση της προμελέτης το Κακουργιοδικείο στηρίχθηκε και συνεκτίμησε τα ακόλουθα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας:
i. Την αγορά από τον Εφεσείοντα του φονικού οργάνου (του μαχαιριού) το πρωΐ της ημέρας διάπραξης του φόνου, το οποίο συνέχισε να έχει στην κατοχή του πέντε και πλέον ώρες μετά που το αγόρασε όταν επιβιβάστηκε στο όχημα του θύματος.
ii. Το γεγονός ότι η συνάντηση του δράστη με το θύμα δεν ήταν τυχαία, εφόσον ο Εφεσείων γνώριζε το θύμα και την ώρα που σχόλανε και αυτός στεκόταν στο δρόμο και έκανε σήμα στο θύμα να σταματήσει.
iii. Το ότι ο Εφεσείων κάθισε στο κάθισμα ακριβώς πίσω από τη θέση του οδηγού όπου βρισκόταν το θύμα στο οποίο παρέμεινε και μετά που η συνοδηγός αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο, γεγονός που τον έθεσε σε θέση ισχύος έναντι του θύματος το οποίο μπορούσε να αιφνιδιάσει.
Tο Ανώτατο σημειώνει ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε από τις όλες ενέργειες του Εφεσείοντα ότι αυτός προμελέτησε και, βάσει αυτής της προμελέτης, εκτέλεσε το φόνο του άτυχου θύματος.
iv. Η πρωτοφανής, όπως χαρακτηρίστηκε, βιαιότητα των κτυπημάτων που επέφερε στο θύμα και η στόχευση σε ζωτικά όργανα.
v. Η παρατεταμένη διάρκεια της εκδηλωθείσας επίθεσης κατά του θύματος.
Το Ανώτατο στην απόφασή του αναφέρει: «Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας. Ο Εφεσείων φέροντας μαχαίρι ανέμενε στο δρόμο το θύμα να περάσει με το όχημα της από σημείο της διαδρομής που γνώριζε ότι έκανε καθημερινά. Έκανε σήμα στο θύμα να σταματήσει και επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο. Όταν σε κάποιο σημείο της διαδρομής η συνοδηγός του θύματος αποβιβάστηκε από το αυτοκίνητο, ο Εφεσείων δεν μετακινήθηκε στο μπροστινό κάθισμα, αλλά παρέμεινε καθήμενος στο πίσω κάθισμα», προσθέτοντας «Στη συνέχεια ο Εφεσείων θανάτωσε το θύμα. Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, που άκουσε γυναικεία φωνή να καλεί σε βοήθεια, ο Εφεσείων με το δεξί του χέρι κρατούσε το κεφάλι του θύματος και με το αριστερό το μαχαίρι το οποίο ακολούθως κτυπούσε στο λαιμό του θύματος. Μεσολάβησε κάποιος χρόνος μέχρι η αυτόπτης μάρτυρας να εισέλθει στην οικία της, να κλειδώσει την πόρτα και τα παράθυρα και να ανεβεί στο δωμάτιο της. Όταν κοίταξε εκ νέου είδε τον Εφεσείοντα να έχει αλλάξει στάση και να είναι πλέον ιστάμενος εντός του οχήματος και να κτυπά το θύμα με το μαχαίρι στο στήθος. Ακολούθως αυτός εξήλθε του οχήματος, άνοιξε την πόρτα του οδηγού κτύπησε με γροθιές το θύμα, το οποίο στο μεταξύ είχε γείρει στη θέση του συνοδηγού, και, τρέχοντας, εγκατέλειψε τη σκηνή».
Εν κατακλείδι, το Ανώτατο σημειώνει ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε από τις όλες ενέργειες του Εφεσείοντα ότι αυτός προμελέτησε και, βάσει αυτής της προμελέτης, εκτέλεσε το φόνο του άτυχου θύματος.