ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Νέα απάτη με κρυπτονομίσματα στην Κύπρο

Πώς στήθηκε η κομπίνα από έξι Αυστριακούς. Αγνωστο παραμένει μέχρι στιγμής το ποσό που αποκόμισαν από αναρίθμητα θύματα

Kathimerini.gr

Βασίλης Ανδριανόπουλος

Πλήθος θυμάτων και αναρίθμητα κέρδη ήταν το απότοκο μιας καλοστημένης διεθνούς διαδικτυακής απάτης με κρυπτονομίσματα, η οποία πραγματοποιήθηκε από εγκληματικό δίκτυο το οποίο εξαρθρώθηκε πριν από μερικές ημέρες. Η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση η οποία έπειθε τους υποψήφιους επενδυτές ότι είχε εκδώσει ένα νέο κρυπτονόμισμα, φαίνεται πως δρούσε και στην Κύπρο, από όπου οι αρχές κατέσχεσαν σημαντικό αριθμό κρυπτονομισμάτων. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που δίκτυα τα οποία εμπλέκονται σε απάτες με κρυπτονομίσματα δρουν και στην Κύπρο. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, οι αρχές είχαν προχωρήσει στην εξάρθρωση ενός αντίστοιχου εγκληματικού δικτύου, το οποίο είχε αποκομίσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ από τα θύματά του.

«Ισχυρίστηκαν πως είχαν αναπτύξει λογισμικό και αλγόριθμο»

Σύμφωνα με τη Europol, οι δράστες από τον Δεκέμβριο του 2017 έως τον Φεβρουάριο του 2018, προσποιήθηκαν ότι είχαν δημιουργήσει μια γνήσια εταιρεία διαδικτυακών συναλλαγών, η οποία μάλιστα φερόταν να είχε εκδώσει ένα νέο κρυπτονόμισμα. Kατά την αρχική προσφορά νομισμάτων (ICO), μια διαδικασία όπου μια εταιρεία πουλάει ένα νέο κρυπτονόμισμα προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα, οι δράστες ζητούσαν μια προσφορά για την απόκτηση τουλάχιστον 10 εκατομμυρίων «μαρκών», δηλαδή κρυπτονομισμάτων, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.

Στη συνέχεια, οι επενδυτές πλήρωναν μέσω καθιερωμένων κρυπτονομισμάτων, όπως είναι το Bitcoin και το Ethereum. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, πως οι Αυστριακοί δράστες προκειμένου να αποκτήσουν αξιοπιστία έναντι των επενδυτών, ισχυρίστηκαν πως εκτός από δικό τους λογισμικό, είχαν ταυτόχρονα αναπτύξει και έναν μοναδικό αλγόριθμο για την πώληση των επίμαχων «μαρκών». Κάτι όμως, που δυστυχώς για τους επενδυτές, δεν ίσχυε.

Σε συνήθεις περιπτώσεις, μια ICO βασίζεται στη διαφάνεια, η οποία προκειμένου να επιτευχθεί, θα πρέπει να επικοινωνηθούν με σαφήνεια στους υποψήφιους επενδυτές οι αρμοδιότητες κάθε μέλους της ομάδας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς σύμφωνα με την Europol, «υπήρξε έλλειψη διαφάνειας τόσο όσον αφορά τα μέλη της ομάδας που συμμετείχαν, όσο και τον αλγόριθμο που διέπει το κρυπτονόμισμα».

Επειτα από τη λήψη αγνώστου αριθμού χρηματικών προσφορών από τους επενδυτές, τον Φεβρουάριο του 2018, οι δράστες έκλεισαν ξαφνικά όλους τους λογαριασμούς του πρότζεκτ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έθεσαν εκτός λειτουργίας τον ιστότοπο της ψεύτικης εταιρείας. Μέχρι αυτή την ώρα -κι ενώ οι έρευνες βρίσκονται σε εξέλιξη-, παραμένει άγνωστος ο ακριβής αριθμός των επενδυτών που έχασαν τα χρήματά τους μέσω της συγκεκριμένης διαδικτυακής απάτης.

Κατάσχεση κρυπτονομισμάτων στην Κύπρο

Στην κοινή αστυνομική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε, συμμετείχαν υπηρεσίες επιβολής του νόμου από την Αυστρία, την Κύπρο και την Τσεχία, ενώ η έρευνα υποστηρίχθηκε από την Europol. Στόχος των ερευνών ήταν ο εντοπισμός των δημιουργών ενός σχετικά νέου κρυπτονομίσματος, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 2017. Οι αρχές συνέλαβαν συνολικά έξι Αυστριακούς οι οποίοι φέρονται πως ευθύνονται για τη συγκεκριμένη διαδικτυακή απάτη με κρυπτονομίσματα. Επειτα από έξι κατ’ οίκον έρευνες, οι αστυνομικές αρχές κατέσχεσαν περισσότερα από 500.000 ευρώ σε κρυπτονομίσματα και 250.000 ευρώ σε μετρητά. Παράλληλα, δεσμεύθηκαν δεκάδες τραπεζικοί λογαριασμοί, ενώ κατασχέθηκαν δύο αυτοκίνητα και ένα πολυτελές ακίνητο αξίας 1.400.000 ευρώ.

Προκειμένου οι αστυνομικές αρχές να οδηγηθούν στις συλλήψεις των έξι Αυστριακών που φέρονται να ευθύνονται για τη συγκεκριμένη απάτη, οι ειδικοί της Europol οργάνωσαν πέντε επιχειρησιακές συναντήσεις και συνεργάστηκαν στενά με το αυστριακό γραφείο της Eurojust, «παρέχοντας μια ολιστική εικόνα ανάλυσης της έρευνας». Σημαντικό κέντρο των ερευνών υπήρξε κι η Κύπρος, όπου η Europol απέστειλε έναν ειδικό με κινητό γραφείο, ο οποίος είχε σαν αρμοδιότητα την υποστήριξη των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων και τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών.

Από την πλευρά της, η Eurojust υποστήριξε την κοινή δράση με ένα κέντρο συντονισμού, το οποίο όπως αναφέρει, «επέτρεψε την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων δικαστικών αρχών και την ταχεία εκτέλεση των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης και των ενταλμάτων έρευνας». Παράλληλα, Αυστριακοί αστυνομικοί ήταν παρόντες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κύπρο, προκειμένου να παρέχουν συμβουλές σχετικά με την κατάσχεση κρυπτονομισμάτων, ενώ παράλληλα υποστήριξαν την ανάκριση του κυρίου υπόπτου.

Η βάση για το ξέπλυμα των παράνομων κερδών

Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που η Κύπρος εμπλέκεται σε υπόθεση με διαδικτυακή απάτη που αφορά κρυπτονομίσματα κατά το πρόσφατο χρονικό διάστημα. Στις αρχές του 2023, εξαρθρώθηκε ένα δίκτυο απάτης με κρυπτονομίσματα, το οποίο δρούσε σε Βουλγαρία, Κύπρο και Σερβία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δράστες φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τηλεφωνικά κέντρα προκειμένου να εξαπατήσουν πολυάριθμα θύματα από τα οποία απέσπασαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Οι δράστες έπειθαν τα θύματά τους να επενδύσουν σε πλαστά συστήματα κρυπτονομισμάτων, αλλά η απάτη γινόταν αντιληπτή όταν ήταν πλέον αργά.

Η πλειοψηφία των θυμάτων προέρχονταν από τη Γερμανία, την Ελβετία, την Αυστρία, την Αυστραλία και τον Καναδά. Και μπορεί ο ακριβής αριθμός τους να μην εξακριβώθηκε, εντούτοις, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσαν τότε οι αρχές επιβολής του νόμου, όσοι εντοπίστηκαν «σχεδόν σίγουρα είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου». Αλλωστε, όπως ανέφεραν οι αστυνομικές αρχές εντόπισαν «μεγάλο όγκο οικονομικών συναλλαγών».

Επειτα από έρευνες που διήρκησαν περίπου δύο χρόνια, συνελήφθησαν 14 άτομα στη Σερβία και ένα στη Γερμανία. Παράλληλα, κατασχέθηκε 1 εκατομμύριο δολάρια σε κρυπτονομίσματα, 50.000 ευρώ σε μετρητά, 150 υπολογιστές, τρία αυτοκίνητα και δύο πολυτελή διαμερίσματα.

Η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε τηλεφωνικά κέντρα στη Σερβία, ενώ χρησιμοποιούσε μια τεχνολογική υποδομή στη Βουλγαρία για τη λειτουργία του προγράμματος. Το δίκτυο προσέλκυε μέσω διαδικτύου δυνητικούς επενδυτές και συχνά επικοινωνούσε τηλεφωνικά με τα θύματα, προκειμένου να τα παρασύρει σε μικρές επενδύσεις. Μετά τα αρχικά κέρδη, τα θύματα επένδυαν εκ νέου, με περισσότερα χρήματα, τα οποία στη συνέχεια έχαναν.

Σύμφωνα με τις αστυνομικές αρχές, η Κύπρος ήταν η βάση για το ξέπλυμα αυτών των παράνομων κερδών που αποκόμισε η εγκληματική οργάνωση. Κατά τη διάρκεια των ερευνών από τις αρχές της Σερβίας, έκλεισαν τηλεφωνικά κέντρα της χώρας τα οποία φέρονται πως συμμετείχαν στην απάτη.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση