Kathimerini.com.cy
Σε σχέση με το πρόγραμμα ελέγχου 20,000 εργαζόμενων, το Υπουργείο Υγείας διευκρινίζει τα ακόλουθα:
- Έπειτα από την εξαγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας, τέθηκε σε εφαρμογή της 11 Απριλίου 2020 το πρόγραμμα ελέγχου 20,000 εργαζόμενων στον ιδιωτικό, δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και στην Εθνική Φρουρά, την Αστυνομία και την Πυροσβεστική, με τη συμμετοχή κλινικών εργαστηρίων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα ήταν μια πρωτοβουλία της Κυβέρνησης με περιορισμένη ισχύ, για ενίσχυση των εργαστηριακών ελέγχων σε άτομα που είχαν αυξημένο κίνδυνο έκθεσης στον ιό, στο πλαίσιο στοχευμένων δειγματοληπτικών ελέγχων.
- Στη βάση του εν λόγω Προγράμματος παραχωρήθηκαν 6,000 εξετάσεις από τις 20,000 (ποσοστό 30%), για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου τροφίμων και ποτών, και δόθηκαν συστάσεις στα εργαστήρια για τήρηση των ποσοστών αυτών.
- Μέχρι στιγμής από τα στοιχεία που υπέβαλαν τα εργαστήρια, οι ολοκληρωμένες εξετάσεις που αφορούν σε εργαζόμενους σε επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου τροφίμων και ποτών ανέρχονται στις 2,000. Σύμφωνα με επίσημη πληροφόρηση από τα εργαστήρια, τα ραντεβού για τις υπόλοιπες 4,000 σε συγκεκριμένα σημεία έχουν ήδη εξαντληθεί και υπάρχει περιορισμένος αριθμός σε συγκεκριμένες Επαρχίες.
Διευκρινίζεται εκ νέου ότι το Πρόγραμμα απευθυνόταν στους εργαζόμενους ατομικά και όχι στις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, όσον αφορά σε καταγγελίες επιχειρήσεων που εμπίπτουν στις πρόνοιες του Διατάγματος του Υπουργού Υγείας, ημερ. 15 Απριλίου 2020, και υποχρεούνται, μέχρι και τις 28 Απριλίου 2020, να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για υποβολή των εργαζομένων τους σε μοριακή εξέταση για κορωνοϊό, περί άρνησης των εργαστηρίων να τους εξυπηρετήσουν ιδιωτικά, το Υπουργείο Υγείας ξεκαθαρίζει ότι μετά από σχετική επικοινωνία με τα εργαστήρια που συμμετέχουν, υπάρχει επάρκεια διαθεσιμότητας στην πλειοψηφία και, ως εκ τούτου, οφείλουν να διευθετήσουν τις υποχρεώσεις τους στη βάση του Διατάγματος ιδιωτικά.
Τονίζεται ότι το κόστος (μέγιστη τιμή χρέωσης 110 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ), σύμφωνα με το Διάταγμα, επιβαρύνει τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο.