Τριάντα δύο χρόνια πριν, μία μεγαλόπνοη ιδέα απέκτησε σάρκα και οστά, σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας εποχής για την επιστημονική έρευνα και τις ιατρικές υπηρεσίες στην Κύπρο. Ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, Λεύκος Μίτλεττον, μιλάει στην «Κ» για τις προκλήσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει για να φέρει εις πέρας την πρωτοποριακή, για τα τότε δεδομένα της Κύπρου, ιδέα, αλλά και για το πώς κατέρρευσε η εξέλιξή της σε ένα δικοινοτικό έργο. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου, Λεωνίδας Φυλακτού, διαβεβαιώνει ότι τρεις δεκαετίες μετά, το Ινστιτούτο συνεχίζει και επεκτείνει το έργο του με γνώμονα το τρίπτυχο της παροχής υπηρεσιών, της έρευνας και της εκπαίδευσης, και τονίζει τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τέτοιες υποδομές σε περιπτώσεις υγειονομικών κρίσεων.
–Ποιες ήταν οι προκλήσεις και τα στοιχήματα για το Ινστιτούτο όταν ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1990;
–Λ. Μίτλεττον (Λ.Μ.): Όταν ξεκίνησε να δημιουργείται το Ινστιτούτο η Γενετική, ως επιστήμη, ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία, οπότε δεν υπήρχαν πρότυπα να αντιγραφούν στην Κύπρο. Η πρώτη πρόκληση λοιπόν ήταν να σχεδιαστεί με τρόπο διαχρονικό και το πετύχαμε. Η δεύτερη ήταν να βρεθούν οι σωστοί άνθρωποι. Δεν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε αιτήσεις και να ζητήσουμε κόσμο με τις συνήθεις διαδικασίες, γιατί ήταν μια καινούργια επιστήμη και χρειαζόμασταν νεαρά παιδιά που να είχαν τη σωστή μόρφωση. Εκεί φανήκαμε τυχεροί. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα παιδιά στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και των προσδοκιών μου. Η άλλη μεγάλη πρόκληση ήταν η οικονομική. Είχαμε τη χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης για να χτιστεί το Ινστιτούτο, για να στηθεί η σωστή υποδομή και για να καλυφθούν τα αρχικά υλικά έξοδα, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις αντιμετωπίζαμε δυσκολίες και με τον εξοπλισμό. Τότε, μάλιστα, είχαμε καταφέρει να εξασφαλίσουμε μια χορηγία από την Ιαπωνία για να προμηθευτούμε το ηλεκτρονικό τους μικροσκόπιο το οποίο ήταν τελευταίας τεχνολογίας.
–Το δικοινοτικό κομμάτι πώς το αντιμετωπίσατε;
–Λ.Μ.: Ήταν μία άλλη πολύ σημαντική πρόκληση, καθώς ήθελα το Ινστιτούτο να ξεκινήσει σαν δικοινοτικό έργο και βασίστηκε πάνω σε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια που είχα κάνει τότε για να διεξάγουμε ιατρικές έρευνες στα Κατεχόμενα. Όταν το αντιλήφθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη στήριξαν την προσπάθεια, όπως επίσης και οι δύο πλευρές στην Κύπρο. Ωστόσο, μόλις το Ινστιτούτο έγινε πραγματικότητα, ο τότε Τ/κ ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς έστειλε γράμμα στον Αμερικανό πρέσβη, λέγοντάς του ότι δεν θέλει να έχει σχέσεις με «αυτόν τον Κύπριο που κρύβεται πίσω από ένα αγγλικό όνομα», με αποτέλεσμα το Ινστιτούτο να μην εξελιχθεί σε ένα δικοινοτικό έργο. Καταφέραμε, ωστόσο, να βάλουμε έναν Τ/κ καθηγητή από την Αγγλία στο διοικητικό συμβούλιο, ενώ εμένα μου είχε απαγορευθεί από την τ/κ διοίκηση να πηγαίνω στα Κατεχόμενα.
–Θεωρήθηκε βεβαίως πρωτοποριακή η συνεργασία με την τ/κ κοινότητα. Πέραν του Ντενκτάς υπήρξαν άλλες δυσκολίες στη συνεργασία;
–Λ.Μ.: Υπήρχε αντίδραση από τους εθνικιστικούς κύκλους των δύο κοινοτήτων. Τόσο ο Ντενκτάς και οι περί αυτών όσο και διάφορες καταστάσεις δεξιάς στην Κύπρο δεν ήθελαν να ακούσουν για συνεργασία, υπονομεύοντας την όλη προσπάθεια. Είχε μάλιστα εγκριθεί από την αμερικανική κυβέρνηση δίπλα από το Ινστιτούτο η επέκταση στην καρδιολογία και την καρδιοχειρουργική. Οι εθνικιστικοί κύκλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας ταλαιπωρήσουν με αποτέλεσμα οι αρχικοί επιστήμονες που ήθελαν να βοηθήσουν να αναπτυχθεί αυτό το πράγμα να αναγκαστούν να το κάνουν ιδιωτικά. Το Αμερικανικό Καρδιολογικό Κέντρο (American Heart Center) δημιουργήθηκε μετά που κατάρρευσε η δημιουργία του καρδιοχειρουργικού και καρδιολογικού κέντρου σε συνεργασία με το Ινστιτούτο γενετικής.
–Λ. Φυλακτού (Λ.Φ.): Χαίρομαι που τουλάχιστον μετά από τόσα χρόνια πραγματοποιείται κάτι ανάλογο. Ήταν ο πρώτος στόχος που έβαλα μόλις ανέλαβα και με την υποστήριξη του κράτους αλλά και τη συμβολή του δήμου Αγίου Δομετίου πραγματοποιείται η υλοποίηση του νέου κτηρίου, δίπλα από το Ινστιτούτο, το οποίο θα στεγάσει ερευνητικές ομάδες πάνω σε τομείς αιχμής του Ινστιτούτου, οι οποίοι θα αποφασιστούν στη συνέχεια. Ταυτόχρονα, θα μας δώσει την ευχέρεια να μετακομίσουμε κάποιες ομάδες από το υφιστάμενο κτήριο στο νέο, ούτως ώστε το πρώτο να ανακαινιστεί και να αναβαθμιστούν οι κλινικές υπηρεσίες αλλά και οι δραστηριότητές του.
–Συνολικά, 32 χρόνια μετά την ίδρυση του Ινστιτούτου, τι προκλήσεις υπάρχουν;
–Λ. Φυλακτού: Οι προκλήσεις δεν θα σταματήσουν ποτέ, ιδιαίτερα στον τομέα της υγείας. Το Ινστιτούτο συνεχίζει να ακολουθεί το μοντέλο που ακολούθησε από την ίδρυσή του, δηλαδή το τρίπτυχο της παροχής υπηρεσιών, της έρευνας και της εκπαίδευσης. Το Ινστιτούτο και κατ’ επέκταση η εμπειρογνωμοσύνη που δημιουργήθηκε μέσα από την τεχνογνωσία και την εμπειρία, έδωσε πολλά οφέλη προς την Πολιτεία. Για παράδειγμα, σε σχέση με τον κορωνοϊό, δυστυχώς έπρεπε να έρθει μια πανδημία για να αντιληφθεί ο κόσμος ότι η Πολιτεία πρέπει να έχει έτοιμες υποδομές ανά πάσα στιγμή για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήταν το Ινστιτούτο, η Κύπρος θα είχε πρόβλημα με την ανίχνευση του ιού. Ήμασταν μέσα στις πρώτες έξι χώρες της Ευρώπης που στήσαμε το τεστ. Αν δεν υπήρχε αυτή η εμπειρογνωμοσύνη της μοριακής βιολογίας και η σύνδεσή μας με ευρωπαϊκά δίκτυα η χώρα θα είχε μεγάλο πρόβλημα.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για το Ινστιτούτο είναι και το θέμα των χρόνιων ασθενών. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ριζική θεραπεία, υπάρχει όμως αντιμετώπιση. Όμως, αυτοί οι ασθενείς δεν παύουν από το να έχουν σοβαρά θέματα τα οποία το Ινστιτούτο πρέπει να διαχειριστεί, προσφέροντας ποιοτική ιατρική περίθαλψη. Από την άλλη, είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι το Ινστιτούτο ανέπτυξε και τους άλλους δύο τομείς σε μεγάλο βαθμό (έρευνα και εκπαίδευση) και έχει κτίσει την πιο μεγάλη και μοναδική ερευνητική υποδομή στην Κύπρο, με εξοπλισμό εκατομμυρίων ευρώ. Επίσης, η δημιουργία της Σχολής και η παρουσία φοιτητών μέσα από τις διδακτορικές τους διατριβές βοηθούν σε μεγάλο βαθμό το ερευνητικό έργο μας.
–Λ.Μ.: Μια άλλη μεγάλη πρόκληση που βλέπω εγώ είναι ότι όταν έγινε το Ινστιτούτο δεν υπήρχε το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σήμερα υπάρχουν κέντρα γενετικής και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και εξελίσσονται και διάφορες κερδοσκοπικές δραστηριότητες στον ιδιωτικό τομέα. Το να υπάρχει μιας μορφής συναγωνισμός είναι υγιέστατο, αλλά επειδή είναι μικρός ο πληθυσμός της Κύπρου, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είναι να παίζονται παιχνίδια ελέγχου. Η άλλη πρόκληση είναι η ερευνητική χρηματοδότηση. Στο εξωτερικό έχεις πολλές επιλογές, στην Ευρώπη πολλές χώρες δίνουν εσωτερικές χρηματοδοτήσεις στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ιδρύματα. Η Κύπρος λόγω του μικρού μεγέθους και της μικρής οικονομίας άρχισε να έχει πολλούς ερευνητές σε διάφορα κέντρα με μικρό τοπικό πορτοφόλι και η μόνη επιλογή που έχουν είναι να απευθύνονται σε charities στην Αγγλία ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι όμως φοβερά ανταγωνιστική και συνήθως πολύ περίπλοκα τα projects που χρηματοδοτεί.
–Υπάρχουν ζητήματα στη χρηματοδότηση δηλαδή;
–Λ.Φ.: Η χρηματοδότηση είναι το κύριο θέμα κάθε ερευνητή παγκοσμίως. Στην Κύπρο είναι ακόμα μεγαλύτερο το θέμα καθώς θεσμικά λίγοι οργανισμοί υποστηρίζουν την έρευνα. Όμως το Ινστιτούτο καταφέρνει ακόμα να παίρνει χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό, τόσο μέσω ευρωπαϊκών χωρών, από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από αμερικανικούς οργανισμούς, με τη δυσκολία να είναι πολλαπλάσια, γιατί πρέπει να ανταγωνιστεί τους ντόπιους και όχι μόνο.
–Το Ινστιτούτο Νευρολογίας διαδραμάτισε ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στο θέμα της πανδημίας, η οποία τα τελευταία δύο χρόνια αποτέλεσε την κύρια πρόκληση. Τώρα ποια θεωρείτε ότι θα είναι η νέα πρόκληση;
–Λ.Φ.: Ελπίζω να μην υπάρξει νέα πρόκληση. Οι χρόνιες παθήσεις είναι μια διαχρονική πρόκληση και είναι καθήκον μας να προσπαθούμε να βοηθούμε τους ανθρώπους όσο περισσότερο γίνεται. Μια άλλη πρόκληση που έχουν γενικά οι επιστήμονες του Ινστιτούτου είναι η υπερφόρτωση. Δεν βλέπουν μόνο ασθενείς, αλλά ερευνούν, επιβλέπουν και διδάσκουν φοιτητές. Δουλεύουμε ως μια σύγχρονη ιατρική σχολή.
Η δεκαετία του ’90 και η κατά πλάκα σκλήρυνση
Είδα 50-60 ασθενείς τον πρώτο χρόνο που ήλθα Κύπρο και διαπίστωσα ότι απλώς δεν υπήρχε ακόμη η τεχνολογία για να μπορεί να διαγνωσθεί σωστά η κατά πλάκα σκλήρυνση, λέει στην «Κ» ο κ. Λεύκος Μίτλεττον.
–Τη δεκαετία του ’90 είχατε παρατηρήσει μια ιδιαίτερα υψηλή επίπτωση και επιπολασμό της σκλήρυνσης κατά πλάκα στον ε/κ πληθυσμό. Εξακολουθεί να υπάρχει; Μπορέσατε να το αντιμετωπίσετε;
–Λ.Μ.: Ναι, εξακολουθεί να υπάρχει. Οφείλουμε τη δημιουργία του Ινστιτούτου στις αρχικές έρευνες για την κατά πλάκα σκλήρυνση. Τότε, είχα λάβει μαζί με έναν Ιρλανδό επιδημιολόγο μια ερευνητική χορηγία από τα Εθνικά Ιδρύματα Υγείας της Αμερικής. Όταν ήλθα στην Κύπρο το 1982 από τη Νέα Υόρκη και άρχισα να βλέπω ασθενείς, υπήρχε αυτή η αντίληψη ότι όσο περισσότερο απομακρύνεσαι από τον Ισημερινό αυξάνονται οι συχνότητες της κατά πλάκα σκλήρυνσης. Από τις προηγούμενες δημοσιεύσεις που είχαν γίνει σε διάφορες χώρες φάνηκε ότι η Μεσόγειος έπρεπε να έχει περίπου τέσσερις με πέντε ασθενείς ανά 100.000 κατοίκους, δηλαδή η Κύπρος έπρεπε να είχε 50-60 ασθενείς το πολύ. Εγώ είδα 50-60 ασθενείς τον πρώτο χρόνο που ήλθα Κύπρο και διαπίστωσα ότι απλώς δεν υπήρχε ακόμη η τεχνολογία για να μπορεί να διαγνωσθεί σωστά η κατά πλάκα σκλήρυνση. Έτσι λάβαμε τη χρηματοδότηση, κάναμε έρευνα στην Πάφο, στα βουνά της Πιτσιλιάς και στην περιοχή της ελεύθερης Αμμοχώστου για να δούμε κατά πόσο είχαν και οι τρεις περιοχές την ίδια συχνότητα ή κατά πόσο υπήρχε διαφορά μεταξύ των βουνών, της δυτικής Κύπρου και της ανατολικής παραλίας Κύπρου. Φάνηκε ότι αυτή η αρχική ιδέα της γεωγραφικής κατανομής απλώς οφειλόταν στο ότι όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τον ισημερινό είναι πιο ανεπτυγμένες ιατρικά οι χώρες. Η θεραπεία της κατά πλάκα σκλήρυνσης έχει αναπτυχθεί σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αλλά δεν παύει να είναι μια αρρώστια με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
–Λ.Φ.: Θετικό σε όλο αυτό είναι ότι επειδή υπάρχουν πολλοί ασθενείς, η κατά πλάκα σκλήρυνση κέντρισε το ενδιαφέρον των φαρμακευτικών εταιρειών και αναπτύχθηκαν πολλά φάρμακα. Από τους ασθενείς μας, αυτοί με την κατά πλάκα σκλήρυνση έχουν ίσως καλύτερη φαρμακευτική αντιμετώπιση σε σχέση με αυτούς που έχουν πιο σπάνιες παθήσεις, καθώς αυτές δεν έχουν ακόμη κεντρίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον των φαρμακευτικών εταιρειών. Το Ινστιτούτο προσπαθεί μέσα από ερευνητικά προγράμματα γενετικής θεραπείας να βάλει το λιθαράκι του.
–Με βάση τις ερευνητικές σας εμπειρίες, τι συμβουλές θα δίνατε στους φοιτητές του Ινστιτούτου σας; Πώς μπορεί η νέα γενιά και η Κύπρος γενικά, να αναπτυχθεί επιστημονικά;
–Λ.Μ.: Το ότι υπάρχουν αρκετές ευκαιρίες ανέλιξης των νεαρών επιστημόνων στην Κύπρο είναι θετικό. Αν με ρωτούσατε πριν από τέσσερα με πέντε χρόνια θα εισηγούμουν να μη μείνουν στα στενά πλαίσια της Κύπρου αλλά να προσπαθήσουν να κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές σε άλλες χώρες. Πλέον εξελίχθηκε τόσο πολύ η πληροφορική και λόγω covid που τα περισσότερα πανεπιστήμια στον κόσμο προσφέρουν διαδικτυακά μαθήματα. Πιστεύω ακόμα όμως ότι οι νέοι επιστήμονες στην Κύπρο δεν πρέπει να περιοριστούν στα κυπριακά πλαίσια, διότι είναι εύκολο να χάσεις τη μεγάλη εικόνα του πώς εξελίσσονται τα πράγματα παγκόσμια. Το πιο βασικό στοιχείο είναι η επιστημονική περιέργεια. Να κοιτάζει κάποιος συνεχώς την τελευταία λέξη της βιβλιογραφίας και να προσπαθεί να δικτυωθεί σε διεθνές επίπεδο. Η έρευνα δεν έχει σύνορα.
–Κύριε Μίτλεττον, τι κάνετε τώρα;
–Λ.Μ.: Το βασικό μου ερευνητικό ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή είναι να μελετήσω μαζί με τις ομάδες μου τους παράγοντες που προκαλούν είτε Αλτσχάιμερ, είτε άλλης μορφής άνοια ή Πάρκινσον και να βρούμε δείχτες για διάγνωση ατόμων που έχουν ψηλό κίνδυνο να ασθενήσουν. Ενώ έχει εξελιχθεί φοβερά η ιατρική και η φαρμακοθεραπευτική του καρκίνου και άλλων ασθενειών, στον τομέα των εκφυλιστικών εγκεφαλικών νόσων δεν υπάρχει φάρμακο. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι βλάβες του εγκεφάλου αρχίζουν να εξελίσσονται δέκα με είκοσι χρόνια πριν παρουσιαστεί η αρρώστια. Και είναι πλέον σαφές ότι την ώρα που παρουσιάζεται η αρρώστια, η ζημιά έχει φτάσει πάνω από το 80 - 90% που σημαίνει ότι είναι αδύνατο να την αναστρέψεις. Από τις τελευταίες έρευνες διαπιστώθηκε ότι τελικά ένας τρόπος ζωής με σωστή διατροφή και άσκηση και έντονη κοινωνική δραστηριότητα, μπορεί να ρίξει τον κίνδυνο του να εξελιχθεί η ασθένεια κατά 40% στους προ-συμπτωματικούς ανθρώπους. Τα τελευταία πέντε με έξι χρόνια έχει εξελιχθεί ένα είδος παγκόσμιου δικτύου για το θέμα, που συμπεριλαμβάνει χώρες απ’ όλο τον κόσμο και προσπάθειά μας είναι να μπει και η Κύπρος μέσα σε αυτό το διεθνές δίκτυο, με πρωτοβουλία του Ινστιτούτου. Ευελπιστούμε ότι η Κύπρος θα γίνει μέλος, θα τύχει χρηματοδότησης και θα αναπτυχθούν σοβαρά προγράμματα πρόληψης αυτών των ασθενειών.