24news.com.cy
Δημήτρης Λουκά
Δύο αδέρφια καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, αφού ξυλοκόπησαν τον παραπονούμενο προκαλώντας του σοβαρά τραύματα.
Ωστόσο, άσκησαν έφεση για την ποινή τους αφού την θεώρησαν υπερβολική και άδικη με το Ανώτατο Δικαστήριο να τους κλείνει την πόρτα.
Οι Εφεσείοντες (σ.σ. αδέρφια) παραδέχτηκαν ότι συνωμότησαν μεταξύ τους να διαπράξουν κακούργημα και με σκοπό την παραμόρφωση, πρόκληση αναπηρίας ή βαριάς σωματικής βλάβης, προκάλεσαν βαριά σωματική βλάβη στον παραπονούμενο. Το Κακουργιοδικείο τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για την ίδια την πράξη και δεν επέβαλε ποινή για τη συνωμοσία.
Το τηλεφώνημα της συζύγου που άναψε τα αίματα
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης στις 2.3.2020, ο παραπονούμενος οδηγούσε αυτοκίνητο του εργοδότη του, κατευθυνόμενος στην εργασία του, στο οποίο επέβαιναν δύο γυναίκες. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγούσε το αυτοκίνητο της η σύζυγος του Εφεσείοντα με συνοδηγό την αδελφή της. Το αυτοκίνητο της βρισκόταν πίσω από το αυτοκίνητο του παραπονούμενου. Η οδηγός εξέλαβε ότι ο παραπονούμενος της έκανε άσεμνη χειρονομία και κατέβηκε από το αυτοκίνητο της ζητώντας εξηγήσεις με τον παραπονούμενο να αρνείται πως προέβη σε οποιαδήποτε χειρονομία.
Τότε αυτή τηλεφώνησε στο σύζυγό της αναφέροντάς του ότι ο παραπονούμενος της έκανε διάφορες χειρονομίες με σεξουαλικό υπονοούμενο. Ο σύζυγος κατέφθασε στην περιοχή συνοδευόμενος από τον αδελφό του και αμέσως επιτέθηκαν στον παραπονούμενο κτυπώντας τον σε διάφορα μέρη του σώματός του. Ο τελευταίος ξεφεύγοντας προς στιγμή, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο που οδηγούσε και πήρε στο κάθε χέρι από ένα πριόνι για σκοπούς άμυνας. Τότε, ο σύζυγος πήρε μια αλουμινένια σκάλα και ο αδελφός του ένα σκουπόξυλο και κτύπησαν τον παραπονούμενο στο κεφάλι, εγκαταλείποντας στη συνέχεια το μέρος.
Ο παραπονούμενος υπέστη συμπιεστικό κάταγμα κρανίου και υποσκληρίδιο αιμάτωμα. Η κατάσταση του κρίθηκε σοβαρή και κρατήθηκε για νοσηλεία στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου. Μετά την πάροδο κάποιων ημερών η υγεία του αποκαταστάθηκε.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου: «Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε τους μετριαστικούς παράγοντες που διαπίστωσε και κατέγραψε στην απόφαση του. Τους έλαβε υπόψη, δεν ήταν όμως, κατά την κρίση του, δυνατόν να οδηγήσουν, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας του αδικήματος και τις περιστάσεις διάπραξης του, σε ποινή άλλη από τη φυλάκιση».
Όπως αναφέρει το Ανώτατο, «Η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι η φυλάκιση ήταν η μόνη αρμόζουσα ποινή ήταν απόλυτα ορθή. Οποιαδήποτε ποινή άλλη από τη φυλάκιση, θα ήταν, υπό τις περιστάσεις, ακατάλληλη και ανεπαρκής».
Σημειώνει επίσης πώς το Κακουργιοδικείο δεν είχε λανθασμένη αντίληψη των γεγονότων και αντιμετώπισε το αδίκημα στην ορθή του διάσταση, προσδίδοντας του την ανάλογη σοβαρότητα.
«Ούτε ήταν η επιβληθείσα ποινή έκδηλα υπερβολική, άδικη ή δυσανάλογη ως προς το εύρος της. Είναι πρόδηλο ότι για να καταλήξει το Κακουργιοδικείο στην επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών σε κακούργημα για το οποίο ο νομοθέτης προβλέπει ως μέγιστη ποινή την δια βίου φυλάκιση, έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, την παραδοχή και μεταμέλεια των Εφεσείοντων, το λευκό τους ποινικό μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις, την αποκατάσταση της υγείας του παραπονούμενου και την συμφιλίωση του με τους Εφεσείοντες. Στην απουσία έστω και ενός από τους δύο πρώτους παράγοντες (παραδοχή και λευκό μητρώο), η ποινή θα αναμενόταν να ήταν αρκετά μεγαλύτερη», αναφέρει μεταξύ άλλων η απόφαση του Ανώτατου, το οποίο απέρριψε την έφεση των δύο αδερφών.