ΚΥΠΕ
Το Υπουργικό Συμβούλιο θα έπρεπε να εξετάσει θέμα αμέλειας στην εκτέλεση των καθηκόντων της Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου, αναφέρει η Ελεγκτική Υπηρεσία, με αφορμή «υποβάθμιση καταγγελίας» ότι λειτουργός στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου χρησιμοποιεί ως «βιτρίνα» τη σύζυγό του με αποτέλεσμα να προκύπτει κατάσταση σύγκρουσης συμφέροντος.
Στην έκθεσή της για τον έλεγχο της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου, η Ελεγκτική Υπηρεσία (ΕΥ) επικαλείται καταγγελία από δικηγορικό γραφείο στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου με ημερομηνία 4 Μαΐου 2023, εκ μέρους πελατών του, βάσει της οποίας, λειτουργός της ΥΕΕ συμμετέχει στις δράσεις συγκεκριμένης εταιρείας, η οποία είναι ανταγωνίστρια της καταγγέλλουσας εταιρείας.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει ότι η καταγγέλλουσα εταιρεία, παρέθεσε αριθμό στοιχείων και εγγράφων προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού και προσθέτει πως από διερεύνησή που έκανε η ΕΥ διαπιστώθηκε ότι η σύζυγος του εν λόγω λειτουργού, κατέχει το 67% των μετοχών της Εταιρείας, ενώ το 33% ανήκει σε άλλο πρόσωπο, με τα δύο πρόσωπα να είναι και οι διευθυντές της Εταιρείας.
Σημειώνεται ακόμη ότι το ζήτημα που εγέρθηκε από την καταγγέλλουσα εταιρεία, είναι ότι ο Λειτουργός μετέχει, εκ μέρους της ΥΕΕ, ως αναθεωρητής στο Συμβούλιο Θεώρησης Ποιότητας του έργου, το οποίο έχει ανατεθεί από συγκεκριμένο Υφυπουργείο στην καταγγέλλουσα εταιρεία και καλείται να εκφράσει άποψη επί των παραδοτέων της, γεγονός που, σύμφωνα με την ΕΥ,» δημιουργεί, κατάσταση σύγκρουσης συμφέροντος».
Η ΕΥ αναφέρει ακόμη ότι o εν λόγω λειτουργός σε σημείωμά του προς την Έφορο, δεν διέψευσε τη συμμετοχή του στην εταιρεία και μεταξύ άλλων, απλώς ανέφερε ότι στις διάφορες επιτροπές που συμμετέχει, ενεργεί με συμβουλευτικό ρόλο και άρα, κατά τον ίδιο, «δεν δημιουργείται οποιοδήποτε θέμα σύγκρουσης συμφέροντος».
Σύμφωνα πάντα με την ΕΥ, η Έφορος απάντησε στον αρμόδιο Υφυπουργό, που είχε επίσης λάβει την καταγγελία και ζητούσε σχόλια, ότι, μεταξύ άλλων, η ΥΕΕ διατηρεί λεπτομερή αρχεία με την τήρηση του ωραρίου των υπαλλήλων και δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε παραβίαση από τον εν λόγω Λειτουργό, καθώς επίσης και ότι πρόκειται για εξαίρετο συνάδελφο, γνώστη του αντικειμένου του, ίσως ο μοναδικός στην Κύπρο. Επίσης, πληροφόρησε τον Υφυπουργό ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πώς διαθέτει τον προσωπικό του χρόνο ο συγκεκριμένος Λειτουργός.
Μεταξύ άλλων η ΕΥ αναφέρει ότι η Έφορος απάντησε προς το δικηγορικό γραφείο της καταγγέλλουσας εταιρείας ότι η συμμετοχή του εν λόγω λειτουργού στο Συμβούλιο Θεώρησης Ποιότητας του έργου ζητήθηκε από τη διευθύντρια του έργου, ότι ο λειτουργός λαμβάνει μέρος στο εν λόγω Συμβούλιο υπό το καθεστώς Παρατηρητή, χωρίς οποιαδήποτε εκτελεστική ιδιότητα ή δικαίωμα ψήφου.
Ανέφερε ακόμη ότι η Υπηρεσία λειτούργησε στα πλαίσια της νομοθεσίας της και δεν έχει παραβιαστεί η πάγια τακτική της, καθώς και ότι η ο λειτουργός ακολούθησε αυτή τη διαδικασία.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ΕΥ απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών υπό τον ιδιότητά του ως Προέδρου του Συμβουλίου Εσωτερικού Ελέγχου, ημερ. 16.8.2023, με τη οποία τον ενημέρωσε για το θέμα, εκφράζοντας «την έκπληξή της από τον χειρισμό που έτυχε η συγκεκριμένη καταγγελία από την Έφορο, η οποία, θεωρούμε ότι, όφειλε να προωθήσει, χωρίς καθυστέρηση, την πειθαρχική διερεύνηση της υποβληθείσας καταγγελίας κατά του λειτουργού της, που συνοψίζεται στο ότι, χρησιμοποιώντας ως βιτρίνα τη σύζυγό του, κατέχει και διευθύνει ιδιωτική εταιρεία με τεράστιο κύκλο εργασιών».
«Τούτο, θα ήταν υποχρέωση της Εφόρου να πράξει εάν προΐστατο οποιασδήποτε υπηρεσίας, πόσο μάλλον της ΥΕΕ που αναμένεται να τηρεί πολύ πιο αυστηρά πρότυπα ηθικής δεοντολογίας. Αντί τούτου, υποβάθμισε το θέμα κατά ένα απαράδεκτο τρόπο, συμπεριφορά που θα έπρεπε να διερευνηθεί κατά πόσο αρμόζει στο αξίωμα που κατέχει ή κατά πόσο συνιστά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της», αναφέρεται.
Σύμφωνα με την ΕΥ, μετά την πιο πάνω επιστολή της, και αφού στο μεταξύ στις 31.10.2023 ο αρμόδιος Υφυπουργός ενημέρωσε την Έφορο ότι δεν επιθυμεί την περαιτέρω εμπλοκή του εν λόγω λειτουργού στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στα έργα του Υφυπουργείου του, «η Έφορος αποφάσισε να μην αναθέτει στον υπό αναφορά λειτουργό την παροχή τέτοιων συμβουλευτικών υπηρεσιών ούτε και σε άλλα Τμήματα και Υπηρεσίες».
Με βάση την έκθεση, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, σε σχετική απάντησή του ενημέρωσε την ΕΥ ότι ο διορισμός της Εφόρου διενεργείται από το ΥΣ και ότι η πρόνοια στη σχετική νομοθεσία αφορά την παύση της μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ πληροφόρησε την ΕΥ ότι «το Υπουργείο Οικονομικών δεν συμμερίζεται τη θέση μας ότι ο χειρισμός του θέματος από την Έφορο συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, ούτε και την άποψή μας ότι θα πρέπει να διερευνηθεί πειθαρχικά για ανάρμοστη συμπεριφορά».
«Η Υπηρεσία μας παραμένει στη θέση ότι το θέμα θα έπρεπε να αχθεί από το Υπουργείο Οικονομικών ενώπιον του κατά νόμο αρμόδιου οργάνου, που είναι το ΥΣ, για περαιτέρω διερεύνηση ενδεχόμενης επίδειξης ανάρμοστης συμπεριφοράς ή αμέλειας, εκ μέρους της Εφόρου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της», αναφέρει η ΕΥ.
Στα γενικά της συμπεράσματα, η ΕΥ σημειώνει ότι για τον έλεγχο των οικονομικών συναλλαγών δεν προέκυψε κάποιο ουσιαστικό εύρημα.
«Ωστόσο, από συγκεκριμένο συμβάν που αφορούσε εξωυπηρεσιακή δράση λειτουργού της ΥΕΕ και από τον τρόπο που αυτό έτυχε χειρισμού από την Έφορο όταν τέθηκε υπόψη της, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Υπηρεσία δεν ακολουθεί τα επιβαλλόμενα υψηλά πρότυπα ηθικής δεοντολογίας», καταλήγει.