ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την Παρασκευή έφεση του Πανεπιστημίου Κύπρου κατά απόφασης με την οποία είχε επιστραφεί ειδικό επίδομα το οποίο είχε αποκοπεί τον Ιούλιο του 2013 σε 22 ακαδημαϊκούς, αναφέροντας ότι το ειδικό επίδομα συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα/περιουσία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος.
Η υπόθεση αφορά μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου που το 2013 κατείχαν τη βαθμίδα καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή και οι οποίοι είχαν αποδεχτεί διορισμό, στον οποίο υπήρχε ρητή πρόνοια ότι θα λάμβαναν, πέραν των μηνιαίων απολαβών τους και ειδικό επίδομα, επί μηνιαίας βάσης, καθορισμένου ποσού.
Πρόβλεψη δαπανών για τα πιο πάνω ειδικά επιδόματα γινόταν διαχρονικά και αδιάλειπτα στους εκάστοτε ετήσιους προϋπολογισμούς και καταβαλλόταν ανελλιπώς στους εφεσίβλητους, μέχρι και τον Ιούνιο του 2013, που ψηφίστηκε ο Προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου Κύπρου, με τον οποίο τερματίστηκε η καταβολή του ειδικού επιδόματος.
Οι καθηγητές προσέβαλαν την αποκοπή του ειδικού επιδόματος που απολάμβαναν μέχρι τότε, με προσφυγή που τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο έκανε αποδεκτή την προσφυγή, κάνοντας δεχτή τη θέση των ακαδημαϊκών, ότι το ειδικό επίδομα συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα/περιουσία, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος.
Το Πανεπιστήμιο, μετά την έκδοση απόφασης στην πιο πάνω προσφυγή, κατέβαλε σε όλους τους δικαιούχους τα ειδικά επιδόματα που τους αναλογούσαν, αλλά άσκησε έφεση κατά της υπόθεσης, ενώ είχε παραμείνει υπό αμφισβήτηση ποσοστό 15% του επιδόματος για το οποίο εκκρεμούσε νέα προσφυγή.
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το άρθρο 23 του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα της κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας, ενώ αποτελεί κοινό έδαφος ότι στον όρο ‘ιδιοκτησία’ περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων και τα επίδικα ειδικά επιδόματα.
Το δικαίωμα ιδιοκτησίας που διασφαλίζεται από το πιο πάνω άρθρο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να επιβληθούν σε αυτό στερήσεις ή περιορισμοί, αναφέρεται. Ωστόσο, αυτοί οι περιορισμοί μπορούν να συντελεστούν μόνο για τους λόγους που καθορίζονται με ρητό τρόπο στην παράγραφο 3 του άρθρου, οι οποίοι περιλαμβάνουν « … προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων». Επομένως, η εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους του Πανεπιστημίου ότι το άρθρο 23 του Συντάγματος επιτρέπει περιορισμούς/στερήσεις για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι το ειδικό επίδομα αποτελούσε σημαντικό ποσοστό των απολαβών των ακαδημαϊκών (12,5%) και σε καμιά περίπτωση η περικοπή μπορούσε να θεωρηθεί «αμελητέα και ή ασήμαντη», καθώς και το γεγονός ότι λόγοι που επιτρέπουν τον περιορισμό ή τη στέρηση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος δεν συνέτρεχαν στην παρούσα υπόθεση, κατέληξε ότι ο τερματισμός του ειδικού επιδόματος ήταν ανεπίτρεπτος.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο συμφώνησε με την πιο πάνω κρίση, καθώς και με το ότι οι πρόνοιες του Νόμου με τις οποίες διαγράφηκε το μέρος του κονδυλίου που αφορούσε τα ειδικά επιδόματα του ακαδημαϊκού προσωπικού ήταν αντισυνταγματικές.
Για αυτό, έκρινε ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται και επιδίκασε €3.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των ακαδημαϊκών και εναντίον του Πανεπιστημίου.