ΚΥΠΕ
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απέρριψε την Τρίτη την προδικαστική ένσταση που είχε εγείρει ο δικηγόρος της κατηγορούμενης Γερμανίδας υπηκόου για σφετερισμό ε/κ γης στα κατεχόμενα. Η διαδικασία θα συνεχιστεί την Πέμπτη, 17 Οκτωβρίου, στις 10:00.
Στην απόφαση, την οποία ανέγνωσε ο Πρόεδρος του δικαστηρίου, αναφέρεται ότι απορρίφθηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις της υπεράσπισης επί της βάσης ότι η κατηγορούμενη δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω μεροληψίας, σημειώνοντας ότι τα όσα είχαν εγερθεί από τον δικηγόρο της κατηγορούμενης αναφορικά με την αμεροληψία ήταν «γενικά, αόριστα και χωρίς να αποσαφηνιστεί ποια ιδιότητα ή συμπεριφορά του Δικαστηρίου δημιουργεί εντύπωση ύπαρξης προκατάληψης».
Εν συνεχεία, η υπεράσπιση διατύπωσε περαιτέρω ενστάσεις αναφορικά με σημεία του κατηγορητηρίου και ζητήματα σύγκρουσης διατάξεων του εθνικού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επικαλούμενη απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλου.
Συνεπεία των ανωτέρω, η κατηγορούσα αρχή ζήτησε νέα προθεσμία για την εξέταση των ενστάσεων και διαβούλευση μεταξύ των μελών της Νομικής Υπηρεσίας προς απάντηση των ενστάσεων, με το δικαστήριο να ορίζει την 17η Οκτωβρίου για ακρόαση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης επί των προδικαστικών ενστάσεων, αναφέρεται πως η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει 44 συνολικά κατηγορίες για αδικήματα που αφορούν στη δόλια συναλλαγή σε ακίνητη περιουσία, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την παράνομη νομή και χρήση γης και την παράνομη κατοχή γης, τα οποία, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, διαπράχθηκαν τα έτη 2023 - 2024 στην Επαρχία Κερύνειας.
Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης εισηγήθηκε πως στην υπόθεση αυτή εγείρονται ζητήματα τα οποία θα πρέπει να ακουστούν προδικαστικώς, με τις ενστάσεις του να στηρίζονται σε εισηγήσεις για παραβίαση διαφόρων πτυχών του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη και εισηγήσεις για παραβίαση της αρχής της διάκρισης εξουσιών.
Προστίθεται ότι στο πλαίσιο της θέσης του για μη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης διεφάνη πως ο συνήγορος υπεράσπισης έθετε και θέμα μεροληψίας του Δικαστηρίου, η οποία, όπως τονίζεται, κρίθηκε για σκοπούς τάξης ότι θα πρέπει να εξεταστεί πριν από οτιδήποτε και για την οποία και κλήθηκε ο ίδιος να αγορεύσει.
Συμπληρώνεται ότι ένας εκ των αξόνων της εισήγησής του ήταν ότι εάν επιχειρήσει η υπεράσπιση να φέρει μάρτυρες «από οποιεσδήποτε υπηρεσίες της άλλης μεριάς», αυτοί θα συλληφθούν, ενώ έθεσε τον προβληματισμό ότι έγγραφα τα οποία θα επιχειρήσει να παρουσιάσει δεν θα γίνουν δεκτά από την κατηγορούσα αρχή και το δικαστήριο, καταλήγοντας στη δήλωση ότι η διαδικασία ξεκινά με τη θέση «ότι η Κατηγορούμενη είναι ένοχη και θα προσπαθήσουμε εμείς να το αντιστρέψουμε».
Ανέφερε ακόμη ότι η μαρτυρία που θα επιχειρήσει να προσκομίσει από «λειτουργούς» της «διοίκησης» - όπως το έθεσε ο συνήγορος - του κατεχόμενου μέρους της Κύπρου, είναι καταδικασμένη σε μη αποδοχή και πως τα πρόσωπα αυτά κινδυνεύουν, ήταν η θέση του, με σύλληψη.
Εισηγήθηκε επίσης ότι δεν υπάρχει περίπτωση Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας να αθωώσει την κατηγορούμενη καθώς «με αυτόν τον τρόπο βάζει βούλα και προηγούμενο στο να ξεπουλούνται οι κυπριακές περιουσίες σε μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές», κάτι που συνεπάγεται, κατά τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να εκδικάσει την υπόθεση αμερόληπτα και η κατηγορούμενη δεν θα τύχει δίκαιης δίκης.
Ακόμα προτάχθηκε γενικώς και αορίστως η άσκηση πολιτικής πίεσης προς το δικαστήριο σε σχέση με την όλη υπόθεση.
Από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής, σημειώνεται ότι υποστηρίχθηκε με αναφορά σε κυπριακή νομολογία πως τα όσα λέχθηκαν από την υπεράσπιση ήταν γενικά, αόριστα και δεν στοιχειοθετούν μεροληψία του δικαστηρίου. Επίσης αναφέρθηκε στο καθήκον που έχει το δικαστήριο να εκδικάζει την υπόθεση, «καθήκον που υπέχει η δικαστική και καμιά άλλη εξουσία».
Αναφορικά με το ζήτημα της αμεροληψίας του δικαστηρίου και την υποκειμενική αμεροληψία, σημειώνεται πως δεν ηγέρθη κάτι ειδικώς που να αφορά προσωπικά οιονδήποτε εκ των μελών του Κακουργιοδικείου, ώστε να αποφανθεί σχετικώς.
Προστίθεται ότι η Υπεράσπιση παρέπεμψε σε σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ για να στοιχειοθετήσει τη θέση της περί μεροληψίας, διάκρισης εξουσιών και μη δίκαιης δίκης, με θέση του δικαστηρίου να αποτελεί ότι οι αποφάσεις που περιέχονται στο κείμενο που παρουσιάστηκε κάθε άλλο παρά υποστηρίζουν τα επιχειρήματά της.
Συμπληρώνεται ακόμη ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συγκεκριμενοποιήθηκε η όποια συμπεριφορά, ιδιότητα ή ουσιώδες γεγονός που να στοιχειοθετεί τέτοιους ισχυρισμούς περί μεροληψίας. «Εικασίες δεν δύναται να καταδείξουν μεροληψία και ότι ένα Δικαστήριο δεν θα επιτελέσει το καθήκον του. Δεν νοείται η εξαίρεση δικαστών, μόνο και μόνο, γιατί κατηγορίες άπτονται περιουσίας σε κατεχόμενες περιοχές», σημειώνεται σχετικά.
«Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω τα όσα είχαν εγερθεί από τον δικηγόρο της Κατηγορούμενης, αναφορικά με την αμεροληψία, ήταν γενικά, αόριστα και χωρίς να αποσαφηνιστεί ποια ιδιότητα ή συμπεριφορά του Δικαστηρίου δημιουργεί εντύπωση ύπαρξης προκατάληψης. Καταληκτικά η προδικαστική ένσταση επί της βάσης ότι η Κατηγορούμενη δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω μεροληψίας όπως έχει τεθεί, δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται», καταλήγει το κείμενο της απόφασης.
Ακολούθως, ο συνήγορος υπεράσπισης διατύπωσε περαιτέρω ενστάσεις αναφορικά με σημεία του κατηγορητηρίου και ζητήματα σύγκρουσης διατάξεων του εθνικού δικαίου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επικαλούμενος απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλου.
Συγκεκριμένα, επικαλέστηκε απόφαση του ΕΔΑΔ η οποία, όπως υποστήριξε, «δυστυχώς αναγνωρίζει δικαιώματα στους χρήστες» των περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές, προσθέτοντας ότι το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον συγκρούεται το εθνικό δίκαιο με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως εξηγείται στην απόφαση της υπόθεσης Δημόπουλος.
Ζήτησε επίσης διευκρινίσεις από την κατηγορούσα αρχή σχετικά με τις κατηγορίες για διαφήμιση πωλήσεων και παράνομη νομή και χρήση περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές, υποστηρίζοντας ότι η πελάτισσά του δεν πούλησε ούτε διαφήμισε καμία περιουσία και πως δεν γίνεται να ισχύουν και οι δύο κατηγορίες.
Σε συνέχεια των ανωτέρω, η κατηγορούσα αρχή ζήτησε νέα προθεσμία για την εξέταση των ενστάσεων και διαβούλευση μεταξύ των μελών της Νομικής Υπηρεσίας για προετοιμασία και απάντηση επί των επιμέρους σημείων.
Το δικαστήριο αποφάσισε να ορίσει την 17η Οκτωβρίου για ακρόαση, προσθέτοντας ότι η κατηγορούμενη θα παραμείνει έως τότε υπό κράτηση για σκοπούς εμπόδισης προσπάθειας φυγοδικίας.
Κάλεσε επίσης την υπεράσπιση να υποβάλει γραπτώς έγγραφα με τα οποία θεωρεί πως καταδεικνύεται διαφοροποίηση των συνθηκών που επιβάλλουν την κράτηση της κατηγορουμένης και τα οποία θα εξεταστούν επίσης τις 17 Οκτωβρίου.