
ΚΥΠΕ
Απορρίφθηκε την Τετάρτη από το Εφετείο Κύπρου η έφεση του δικηγόρου Αντρέα Πιττάτζιη, που αφορούσε στο πρόστιμο των 4 χιλιάδων ευρώ, που του επιβλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, σε σχέση με ανάρτηση σε Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης, η οποία θεωρήθηκε ότι είναι ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου και παραβίαζε την υποχρέωση του να προσηλώνεται στις βασικές αρχές του επαγγέλματος.
Ο εφεσείων είχε αντιμετωπίσει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων κατηγορητήριο, που περιλάμβανε πέντε κατηγορίες για ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου, με το Πειθαρχικό να τον βρίσκει ένοχο στις δύο από τις πέντε πειθαρχικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων εξέδωσε την κατά πλειοψηφία απόφασή του, στις 30 Μαΐου του 2022, καταλήγοντας υπό τις περιστάσεις ότι η ενδεικνυόμενη ποινή την οποία και επέβαλε, ήταν αυτή του προστίμου, το οποίο καθόρισε στο ποσό των €4.000.
Στις 21 Ιανουαρίου του 2021, ο εφεσίων είχε αναρτήσει στην προσωπική του σελίδα στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Facebook δημοσίευση, η οποία -σύμφωνα πάντα με τις κατηγορίες του ΠΣΔ- «δεν αρμόζει στον σεβασμό και αξιοπρέπεια του επαγγέλματος του δικηγόρου ως συλλειτουργού της δικαιοσύνης».
Στην ουσία, αποδιδόταν στον εφεσείοντα ότι με το επίδικο δημοσίευμα είχε καταφερθεί κατά τρόπο περιφρονητικό εναντίον τρίτων προσώπων, αποκαλύπτοντας μέσω της ανάρτησης του στο κοινό πληροφορίες σχετικές με λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους ως επίσης αποκαλύπτοντας την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων, χωρίς προηγουμένως να αποταθεί στις αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές.
Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία, για την οποία κρίθηκε ένοχος, αναφέρει ότι ο εφεσείων με το εν λόγω δημοσίευμα «ενήργησε με τρόπο που αντίκειται στην υποχρέωση προσήλωσης του στις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος».
Η απόφαση αμφισβητήθηκε με 5 λόγους έφεσης
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, οι λόγοι έφεσης αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία κατά τον εφεσείοντα ήταν «παράνομη και ελαττωματική», στη μη απόδειξη συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ειδικά την παράλειψη του εφεσείοντα να ενημερώσει πρώτα τις Αστυνομικές Αρχές, και ότι η πλειοψηφία του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων δεν εφάρμοσε ή ερμήνευσε σωστά τη νομοθεσία και τους κανονισμούς και απέδωσαν λανθασμένη ερμηνεία στα γεγονότα και τις πληροφορίες που περιέχοντο στην επίδικη ανάρτηση του εφεσείοντα και λανθασμένα κατέληξαν ότι συνιστούσαν συμπεριφορά ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του δικηγόρου και επονείδιστη.
Το Εφετείο αναφέρει στην απόφαση του ότι «η θέση του εφεσείοντα ότι ‘ίσως μία επίπληξη να ήταν και σκληρή ποινή υπό τις περιστάσεις’, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται με βάση τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώθηκε η συμπεριφορά του εφεσείοντα, η οποία δικαιολογημένα κρίθηκε ως ασυμβίβαστη ως προς το επάγγελμα του δικηγόρου».
Σε σχέση με το πρόστιμο που του επιβλήθηκε, σημειώνει ότι το μέγιστο προβλεπόμενο ποσό προστίμου στη βάση του άρθρου 17 (1)(γ) είναι το ποσό των €20.000 και επομένως προσθέτει δεν θεωρεί ότι «η επιβολή προστίμου €4.000 (που είναι το 1/5 του μέγιστου προβλεπόμενου προστίμου) μπορεί να θεωρηθεί ως βαρύ πρόστιμο».
Το Εφετείο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση στην ολότητα της.