ΚΥΠΕ
Εφέσεις κατά πρωτόδικης απόφασης που ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με την οποία είχε προαχθεί στις 15 Ιουλίου 2019 η Μαρία Κυρατζή στη μόνιμη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας έναντι του Ευτύχιου Χατζηχριστοδούλου απέτυχαν σύμφωνα με την απόφαση που έλαβε το Εφετείο, στις 3 Ιουλίου, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του.
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, κατά προτεραιότητα, τους λόγους ακύρωσης που προωθήθηκαν σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή (η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), η οποία είχε δοθεί υπέρ της κ. Κυρατζή και έκρινε, καταρχάς, ότι, προκύπτει ισοδυναμία μεταξύ των διαδίκων στο κριτήριο της βαθμολογημένης αξίας (με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία πέντε χρόνια).
Συμπληρώνεται ότι κατόπιν, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό του προσφεύγοντα ότι, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, ενώ ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα στη βάση σειράς σεμιναρίων που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, και, αφού παρέθεσε τη σχετική νομολογία, κατέληξε ότι, ως προς τα προσόντα οι διάδικοι παρουσιάζονται ουσιαστικά ίσοι.
Περαιτέρω, αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο προσφεύγων υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 3 χρόνια και 8 ½ μήνες σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται σε υπηρεσία στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτής του Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών και επικαλούμενο, μετέπειτα, νομολογία ότι, σε περίπτωση ισοβαθμίας σε αξία και προσόντα, η αρχαιότητα αποκτά αυξημένη σημασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτητής υπερέχει σαφώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στην αρχαιότητα (καθώς και σε πείρα που συνοδεύει αυτή και προσθέτει στην αξία του) και, συνακόλουθα, κατέληξε ότι, η σύσταση του Διευθυντή αντιμάχεται των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αφού τέτοια παράνομη σύσταση λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Επισημαίνεται ότι αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων του δεν μπορεί να τύχει επίκλησης ο ισχυρισμός περί ανάγκης απόδειξης έκδηλης υπεροχής, αφού η διαδικασία παραγωγής της ίδιας της επίδικης πράξης δεν υπήρξε νόμιμη, κατέληξε ως ότι «η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει ως πεπλανημένη και/ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων, εφόσον παραγνωρίστηκε η σαφέστατη υπεροχή του αιτητή έναντι του Ε.Μ. σε αρχαιότητα και η εξ αυτής της αρχαιότητας απορρέουσα πείρα, η οποία προσθέτει στην αξία, ενώ στα λοιπά στοιχεία κρίσης οι δυο υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι».
«Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της παρούσας προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση, πλέον ΦΠΑ», συμπληρώνεται.
Ακολούθως, αναφέρεται ότι όλοι οι διάδικοι στην Προσφυγή Αρ. 1479/2019 άσκησαν εφέσεις εναντίον της ως άνω δικαστικής απόφασης, με το πρωτόδικα ενδιαφερόμενο μέρος να προωθεί τέσσερις λόγους έφεσης, περιγραφικά ότι α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη ή έλαβε σε βαθμό που επηρέασε την κρίση της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία κρίθηκε ως πεπλανημένη και/ή ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως πεπλανημένη και/ή ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων τη δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή και έκρινε ότι, αυτή συμπαρασύρει την επίδικη απόφαση σε ακυρότητα, γ) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, η προφορική εξέταση διενεργήθηκε μετά την υποβολή της σύστασης του Γενικού Διευθυντή και, ως εκ τούτου, λανθασμένα έκρινε ότι είναι αδιάφορο, κατά πόσον το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε του προσφεύγοντος στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και δ) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, κατά πόσο ο προσφεύγων απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, για να μπορούσε να είναι εφικτή η ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Προστίθεται επίσης ότι με δύο λόγους έφεσης, η πλευρά του (επιτυχόντος) προσφεύγοντος αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση με την Έφεση Αρ. 17/2023 και, συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται αμάχητο τεκμήριο κατοχής των απαιτούμενων προσόντων του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας από το ενδιαφερόμενο μέρος, με δεδομένη την επαναδιερεύνηση των προσόντων του από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους ακυρότητας που ήγειρε πρωτόδικα ο προσφεύγων.
Τέλος, αναφέρεται ότι η πλευρά της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την Έφεση Αρ. 18/23 αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση με τρεις λόγους έφεσης, ήτοι ότι α) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι ασύμβατη με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, λόγω υπεροχής του προσφεύγοντος στο στοιχείο της αρχαιότητας, ενόψει και της υψηλής στην ιεραρχία επίδικης θέσης, για την οποία η αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία, β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, η προφορική εξέταση διενεργήθηκε μετά την υποβολή της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, ο έλεγχος νομιμότητας της οποίας προηγείται, αφού η διεξαγωγή της προφορικής συνέντευξης προηγήθηκε της σύστασης και το αποτέλεσμα επαυξάνει την αξία του ενδιαφερόμενου μέρους και γ) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, αφού η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στην (κριθείσα ως) πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή οφείλει να ακυρωθεί.
«Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις των συνήγορων και το πραγματικό υλικό, το Εφετείο αναφέρει επεξηγώντας το σκεπτικό της απόφασής του ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί καθώς δεν προκύπτει από τα επίδικα πρακτικά, ούτε μπορεί, βάσει του πραγματικού υλικού, να στοιχειοθετηθεί η θέση ή να υπάρξει δικαστική εκτίμηση ότι, η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας θα ήταν η ίδια, χωρίς την σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ της επιλεγείσας ή, ακόμα και στην περίπτωση που αυτή δινόταν υπέρ του προσφεύγοντος», αναφέρει στη συνέχεια το Εφετείο, προσθέτοντας όσον αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι σύμφωνα με την κρίση του ούτε αυτός ευσταθεί καθώς δεν το Εφετείο δεν εντοπίζει «ούτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το συμπέρασμα του ότι, προσφεύγων και ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζουν ουσιαστική ισοδυναμία σε βαθμολογημένη αξία και προσόντα».
Περαιτέρω, το Εφετείο σημειώνει ότι δεν διακρίνει σφάλμα ούτε και στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την υπεροχή σε αρχαιότητα του προσφεύγοντος κατά 3 χρόνια και 8 ½ μήνες σε αρχαιότητα, η οποία ανάγεται σε υπηρεσία στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτής του Πρώτου Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, προσθέτοντας ότι ο επιχείρημα πως η αρχαιότητα δεν είναι καθοριστική όταν η θέση, ως η επίδικη, είναι ψηλά στην ιεραρχία, δεν ευσταθεί.
Ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί, συνεχίζει το Εφετείο, σημειώνοντας ότι είναι αδιάφορο για την κρίση περί νομιμότητας ή μη της δοθείσας σύστασης το κατά πόσο προηγήθηκε ή μη αυτής η προφορική εξέταση των υποψηφίων, και αυτό γιατί, κατά πάγια νομολογία, ο Διευθυντής δεν λαμβάνει υπόψη για σκοπούς της σύστασής του την (επακόλουθη, εν πάση περιπτώσει) της σύστασης του αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στην υπόδειξη αυτού αποσκοπούσαν οι σχετικές παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ δεν λαμβάνεται, επίσης, υπόψη η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τον ίδιο τον συστήνοντα Διευθυντή σε σχέση με τη σύστασή του αλλά, μόνο το περιεχόμενο των φακέλων, σε σχέση με τα θεσμοθετημένα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, ως προς αυτή.
Τέλος, όσον αφορά στον τέταρτο λόγο έφεσης, το Εφετείο αποφαίνεται ότι ούτε αυτός ευσταθεί, καθώς με δεδομένη την κρίση του Δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε ως πεπλανημένη και/ή συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων και αυτή λανθασμένα εκλήφθηκε ως έγκυρη και συνυπολογίστηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, το υπόβαθρο των ουσιωδών πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη έχει, ως προς τη νομιμότητα του, ανατραπεί.
«Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, καμία εκ των Εφέσεων δεν ευσταθεί και απορρίπτονται. Ενόψει του αποτελέσματος, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα», καταλήγει το κείμενο της απόφασης.