
ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα να αφεθεί ελεύθερος με χρήση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum αιτητής διεθνούς προστασίας, ο οποίος είχε ομολογήσει σε αστυνομικό της Υπηρεσίας Ασύλου και Μετανάστευσης τη δολοφονία γυναικών το 2021 και τη διάπραξη εγκληματικών ενεργειών στη χώρα καταγωγής του ως μέλος μυστικής οργάνωσης.
Σε ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, αναφέρεται ότι το Ανώτατο παρέπεμψε σε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η κράτηση αιτητή ασύλου ή αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας επιτρέπεται μόνον εάν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους ή την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων και της δημόσιας τάξης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως σημειώνεται, ο αιτητής, που φέρεται να έχει εισέλθει παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές μέσω κατεχομένων, ζήτησε την έκδοση του προνομιακού αυτού εντάλματος προβάλλοντας ως ισχυρισμό την «αδικαιολόγητα μακρά περίοδο κράτησής του», η οποία ωστόσο αποτελεί απότοκο διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του από τη Διοίκηση για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, λόγω της φύσης και σοβαρότητας όσων ο ίδιος εξιστόρησε.
Όπως το Δικαστήριο πρόσθετα επισημαίνει «το δικαίωμα του αιτητή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας του Κράτους, και η κράτηση ενός προσώπου όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης είναι μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου επιβάλλει […] για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι που καθορίζονται […]».
Στην υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν έχει διαφανεί ότι οι αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας ενεργούν κακόπιστα ή έχουν εγκαταλείψει τον σκοπό για τον οποίο ο αιτητής τελεί υπό κράτηση, που είναι η προστασία της δημόσιας τάξης. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που φέρει ότι η διάρκεια της κράτησής του δεν είναι εύλογη και ότι αυτή κατέστη παράνομη.
Σημειώνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου έχει παράλληλα αποκλείσει τον αιτητή από το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, καθώς θεωρείται ότι έχει διαπράξει σοβαρά εγκλήματα (συνωμοσία για φόνο, περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, φόνο εκ προμελέτης, αρπαγή ή απαγωγή ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό να φονευθεί εκ προμελέτης, και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση).
Εναντίον της απόφασης αποκλεισμού του από το καθεστώτος του πρόσφυγα, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή εναντίον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εκκρεμεί στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Στο μεταξύ, η Διοίκηση επανεξετάζει ανά τακτά διαστήματα την κράτησή του αιτητή και προβαίνει σε προκαταρκτικές ενέργειες εξεύρεσης χώρας για απέλασή του όταν η εν λόγω υπόθεση τελεσιδικήσει.
Την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας χειρίστηκαν η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κα Γιάννα Χατζηχάννα και η Δικηγόρος κα Αφροδίτη Αναστασιάδη.