ΚΥΠΕ
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, ομόφωνα απέρριψε πολιτική έφεση Ρώσου και διέταξε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου προχωρήσει η έκδοσή του για την Ρωσία.
Οπως αναφέρεται στην απόφαση, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 19/5/2023 «διέταξε την έκδοση του Εφεσείοντα» και παράλληλα διέταξε όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, προκειμένου να δικαστεί για το έγκλημα της Κλοπής από τον Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρέχοντας εν γνώσει του ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες κατά την ανάκτηση αποζημιώσεων σε σχέση με υλικές ζημιές που προέκυψαν από το γνωστό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ.
O Εφεσείων, ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/1970, καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Αίτηση με αρ. 63/2023 για την έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησής του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού εξέτασε τα παράπονα του Εφεσείοντα, τα έκρινε ανεδαφικά και τα απέρριψε.
Με την παρούσα Έφεση ο Εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης Απόφασης προωθώντας, συνολικά, τρεις λόγους έφεσης. Οπως αναφέρεται στην απόφαση, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση του Εφεσείοντα περί μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του 95/1970, ήταν ορθή και ως εκ τούτου απορρίπτει τον πρώτο λόγο έφεσης.
Επίσης, αναφέρει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη στοιχειοθέτησης εκ μέρους του Εφεσείοντα πραγματικού κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης ή παράβασης ανθρωπίνου δικαιώματος σε περίπτωση έκδοσης του, καθιστούσε άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι όποιες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία πως αυτός δεν θα τύχει δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικές.
«Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί δυσμενή μεταχείριση ή παράβαση ανθρώπινου δικαιώματος του ή ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό που να καταδεικνύει οποιοδήποτε κίνδυνο να παραβιασθούν οποιαδήποτε δικαιώματα του εάν παραδοθεί στην πατρίδα του», αναφέρεται.
Δεν επικαλέστηκε, προστίθεται, «ότι η απόδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία ενέχει πραγματικό κίνδυνο δυσμενούς μεταχείρισης ή παραβίασης ανθρώπινου δικαιώματος».
Η δε επίκληση από τον ίδιο του γεγονότος ότι οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία δεν επαρκούν «στην εξάλειψη του αυξημένου κινδύνου που διατρέχει σε περίπτωση έκδοσης του σε υποβολή του σε μεταχείριση αντίθετη με την ΕΣΔΑ και μάλιστα χωρίς να δύναται να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας», αναντίρρητα υπολείπετο της στοιχειοθέτησης, εκ μέρους του, πραγματικού κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση».
Υπό το φως των πιο πάνω, αποφαίνεται το Ανώτατο, «είναι ορθή, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενικευμένη προσέγγιση που ο Εφεσείων εισηγήθηκε, θα είχε, ως αποτέλεσμα, την a priori εξουδετέρωση της υφιστάμενης Ευρωπαϊκής Σύμβασης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας καθ’ ην στιγμή η εν λόγω Σύμβαση έχει εξαιρεθεί από το σύνολο των κυρώσεων που επέβαλε το Συμβούλιο της Ευρώπης στη Ρωσική Ομοσπονδία και παρέμεινε σε ισχύ».
«Όπως δε ευστόχως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, "Άλλως πως το ευρωπαϊκό έδαφος θα απέληγε σε έδαφος ασυλίας για καταδικασθέντες εγκληματίες ή καταζητούμενους για εγκλήματα στη Ρωσία, οι οποίοι δεν έχουν καταδείξει κανένα λόγο από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη δική τους συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί δεν θα πρέπει να αποδοθούν στην χώρα τους ώστε να εκτίσουν την ποινή τους ή να δικαστούν. Και αντιστρόφως"».
Ούτε, συνεχίζει η απόφαση, «στην υπό συζήτηση περίπτωση, αποτέλεσε ποτέ η θέση του Εφεσείοντα ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι τέτοια, ώστε να δικαιολογείτο μια προσέγγιση προς την κατεύθυνση γενικότερης απαγόρευσης εκδόσεων προς τη χώρα αυτή επί τη βάσει του κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκζητουμένων».
Υπό αυτά τα δεδομένα, σημειώνει το Ανώτατο, «η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη στοιχειοθέτησης εκ μέρους του Εφεσείοντα πραγματικού κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης ή παράβασης ανθρωπίνου δικαιώματος σε περίπτωση έκδοσης του, καθιστούσε άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι όποιες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία πως αυτός δεν θα τύχει δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικές».
Μέσω του τρίτου λόγου έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα έκδοσης χωρίς να έχει τέτοια εξουσία, δεν ακύρωσε την Απόφαση του, ως όφειλε, αλλά συνέχισε εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης. Μετά από ενδελεχή ανάλυση, το Δικαστήριο αναφέρει ότι και ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
«Εν κατακλείδι είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε εν εκτάσει τους προβληθέντες ισχυρισμούς και όλα τα εγερθέντα ζητήματα σε συνάρτηση με τα ενώπιον του στοιχεία, εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στις περιστάσεις της υπόθεσης» αναφέρει στην ομόφωνή του απόφαση.
Το Δικαστήριο απορρίπτει την Έφεση και διατάσσει όπως ο Εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου προχωρήσει η έκδοσή του.