Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Τον Οκτώβριο του 1962 η ανθρωπότητα βρέθηκε πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στο ενδεχόμενο πυρηνικού ολοκαυτώματος με την κρίση των πυραύλων, στην Κούβα. Υστερα από 13 ημέρες διεθνούς αγωνίας, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ έκαναν από ένα βήμα πίσω, επιλέγοντας να συνεχίσουν τον Ψυχρό Πόλεμο χωρίς να τον μετατρέψουν σε θερμό. Εδώ και τρεις εβδομάδες, μια δεύτερη «κρίση των πυραύλων» κυριαρχεί στη διεθνή σκηνή, με πρωταγωνιστές το Ισραήλ και το Ιράν. Η αρχή έγινε με τη φονική επιδρομή των Ισραηλινών εναντίον του ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό, κλιμακώθηκε με τη θεαματική, αλλά ατελέσφορη απάντηση των Ιρανών, που εκτόξευσαν πάνω από 300 drones, Κρουζ και βαλλιστικούς πυραύλους εναντίον του Ισραήλ και συνεχίστηκε προχθές με τα περιορισμένα ισραηλινά πλήγματα στο Ισφαχάν, στην Ταυρίδα και στη Συρία. Αν προσθέσει κανείς ότι από τις δύο αντίπαλες πλευρές η μία, το Ισραήλ, κατέχει πυρηνικά όπλα και η άλλη, το Ιράν, διεξάγει ένα αμφιλεγόμενο πυρηνικό πρόγραμμα, η αναλογία με τα του 1962 χάνει κάτι από την υπερβολή της.
Παρότι είναι νωρίς για τελικά συμπεράσματα, η υποβάθμιση της ισραηλινής ανταπάντησης και από τα δύο στρατόπεδα μάλλον δείχνει ότι επιθυμούν να ρίξουν τους τόνους ώστε να αποφύγουν τον επαπειλούμενο περιφερειακό πόλεμο. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση των 19 ημερών θα αφήσει πίσω της μια εκρηκτικά ασταθή Μέση Ανατολή, έχοντας ήδη ακυρώσει όλους τους κανόνες και τις ασφαλιστικές δικλίδες που γνωρίζαμε.
Η υποβάθμιση της ισραηλινής ανταπάντησης και από τα δύο στρατόπεδα μάλλον δείχνει ότι επιθυμούν να ρίξουν τους τόνους.
Τα ταμπού σπάνε
Μέχρι την 1η Απριλίου, το Ισραήλ βρισκόταν σε ασύμμετρο πόλεμο χαμηλής έντασης κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας, με δολοφονίες στρατιωτικών και πυρηνικών επιστημόνων, έχοντας χαράξει με σαφήνεια δύο κόκκινες γραμμές, η υπέρβαση των οποίων θα οδηγούσε σε ανοιχτό πόλεμο: το να φτάσει το Ιράν στο κατώφλι της κατασκευής πυρηνικής βόμβας και το να τεθεί μείζων απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ από τους περιφερειακούς συμμάχους της Τεχεράνης. Αυτοί οι άρρητοι κανόνες διαγράφτηκαν μεμιάς με την προκλητική επίθεση της 1ης Απριλίου εναντίον του ιρανικού προξενείου, δηλαδή εδάφους της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Από την πλευρά του, το Ιράν ακολουθούσε τη «στρατηγική της υπομονής» που είχε χαράξει ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, περιοριζόμενο σε πλήγματα μέσω αντιπροσώπων, κυρίως των τριών «Χ» (Χεζμπολάχ, Χαμάς, Χούθι). Οι δικές του άρρητες κόκκινες γραμμές ήταν δύο: να μην εξαπολύσει το Ισραήλ πλήγματα εναντίον στρατηγικών στόχων στο εσωτερικό του (στρατιωτικές βάσεις, πυρηνικό πρόγραμμα, διυλιστήρια) και να μην κινδυνέψει με εξαφάνιση το βασικό του στήριγμα στο εξωτερικό, η Χεζμπολάχ. Ολα αυτά, όμως, τινάχτηκαν στον αέρα με τη ριψοκίνδυνη απάντηση της 13ης – 14ης Απριλίου. Επιλέγοντας ως άμεση προτεραιότητα να πείσει φίλους και εχθρούς ότι δεν είναι «χάρτινη τίγρη», η Τεχεράνη βομβάρδισε μια αεροπορική βάση του Ισραήλ στο Νεβατίμ, στην έρημο Νεγκέβ, μόλις 30 χιλιόμετρα από τον πυρηνικό αντιδραστήρα της Ντιμόνα, ενώ ο ουρανός της Ιερουσαλήμ φωτιζόταν από τα εχθρικά βλήματα και τους αμυντικούς πυραύλους, με τους κατοίκους της να τρέχουν πανικόβλητοι στα υπόγεια καταφύγια.
Μπορεί το Ιράν να είχε ειδοποιήσει μέσω αραβικών κρατών για την επικείμενη επίθεση 72 ώρες νωρίτερα (με πόσες λεπτομέρειες δεν έχει γίνει σαφές). Μπορεί η επίθεσή του να μην προκάλεσε κανένα θύμα, ούτε ιδιαίτερα σοβαρές ζημιές, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των βλημάτων αναχαιτίστηκε από την ισραηλινή αεράμυνα, με τη βοήθεια ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας και Ιορδανίας. Ωστόσο το μήνυμα είχε σταλεί και το Ισραήλ δεν μπορούσε παρά να αντιδράσει.
Παρέμβαση Μπάιντεν
Οπως γράφτηκε στον διεθνή Τύπο, στο πρώτο πολεμικό συμβούλιο του Ισραήλ, ενώ η επίθεση του Ιράν βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, όλοι οι στρατηγοί (ο υπουργός Αμυνας Γιόαβ Γκάλαντ από το Λικούντ, αλλά και οι κεντρώοι Μπένι Γκαντς και Γκάζι Αϊζενκοτ) ζητούσαν άμεση και δυναμική στρατιωτική απάντηση. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου εκείνος που είχε πιο κρύο αίμα (κάτι στο οποίο θα βοήθησε και η 25λεπτη τηλεφωνική συνομιλία του με τον Τζο Μπάιντεν), δικαιώνοντας τον αφορισμό του Κλεμανσό ότι «ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να τον εμπιστευόμαστε στους στρατιωτικούς». Παραδόξως, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός βρήκε στήριγμα στον ηγέτη του υπερορθόδοξου κόμματος Σας, Αριε Ντέρι.
Αν και περιορισμένη, η απάντηση του Ισραήλ την Παρασκευή ήταν απολύτως συμμετρική: έπληξε μια σημαντική αεροπορική βάση του Ιράν στο Ισφαχάν, κοντά σε εγκαταστάσεις του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος, χωρίς να προκαλέσει θανάτους ή μεγάλες καταστροφές. Ταυτόχρονα, έπληξε ιρανικούς στόχους στη Συρία και, το κυριότερο, στην Ταυρίδα του ιρανικού Αζερμπαϊτζάν. Σημειωτέον ότι το Ιράν αντιμετωπίζει αυτονομιστικά κινήματα στις περιοχές των Αζέρων (όπως και των Κούρδων), ενώ το Ισραήλ έχει αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις με το κράτος του Αζερμπαϊτζάν, το οποίο στήριξε στρατιωτικά στην πρόσφατη σύγκρουση με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, κάτι που δείχνει ότι η σύγκρουση Ιράν – Ισραήλ απειλεί να αποσταθεροποιήσει όχι μόνο την ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και τον Καύκασο.
Σε έναν πρώτο απολογισμό, οι πρωταγωνιστές της σύγκρουσης –δύο ανασφαλή καθεστώτα, υπό εσωτερική και διεθνή πίεση, που ωθούνται σε ολοένα και πιο ακραίες θέσεις– έχουν λόγους να αισθάνονται ικανοποιημένοι.
Ο Νετανιάχου γιατί η Γάζα, που εξελίσσεται σε διπλωματικό και πολιτικό Βατερλώ, φεύγει προσωρινά έστω από το προσκήνιο, ενώ η σύγκρουση με την Τεχεράνη του χαρίζει τη στήριξη της Δύσης και δημιουργεί ελπίδες ότι το αμερικανοϊσραηλινό σχέδιο για ένα «αραβικό ΝΑΤΟ» με αιχμή εναντίον του σιιτικού Ιράν, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Από την πλευρά του, το Ιράν αποδεικνύει ότι αποτελεί βασικό γεωπολιτικό παίκτη στην περιοχή και ελπίζει ότι θα διαπραγματευτεί εκ νέου, από ενισχυμένη θέση, με τις ΗΠΑ για το πυρηνικό του πρόγραμμα και τις κυρώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη βδομάδα απείλησε για πρώτη φορά δημόσια ότι μπορεί να αλλάξει «πυρηνικό δόγμα», δηλαδή να στραφεί στην κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Η Γάζα σε δεύτερη μοίρα
Οι χαμένοι από το σπιράλ της βίας και της αντεκδίκησης είναι πολύ περισσότεροι. Πρώτα απ’ όλα οι Παλαιστίνιοι, ειδικά της Γάζας, που βλέπουν το δράμα τους να περνάει σε δεύτερο πλάνο, αν και βρίσκεται στο κέντρο όλων των κρίσεων στη Μέση Ανατολή. Επειτα, οι αραβικές χώρες, που απειλούνται να χάσουν κάθε αυτοτέλεια και να μετατραπούν σε πεδία αναμέτρησης εξωτερικών δυνάμεων (Ισραήλ, Ιράν, Τουρκία, ΗΠΑ, Ρωσία) στα δικά τους εδάφη.
Τέλος, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος ανέβηκε στην εξουσία με στρατηγική επιλογή να αποσύρει τις ΗΠΑ από τις συγκρούσεις της ευρύτερης Μέσης Ανατολής (από τη Συρία μέχρι το Αφγανιστάν) ώστε να ενισχύει τα βασικά του μέτωπα με την Κίνα και τη Ρωσία. Αντί γι’ αυτό παρασύρεται, εν μέσω μιας δύσκολης προεκλογικής περιόδου, σε καινούργιες μεσανατολικές περιπέτειες χωρίς ημερομηνία λήξης και με μεγάλο εσωτερικό πολιτικό κόστος, όπως έδειξε η βάναυση αστυνομική επιδρομή εναντίον φοιτητικής κατάληψης υπέρ της Παλαιστίνης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, που θύμισε τις ταραγμένες δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Πού εστιάζει το βλέμμα της η Αθήνα
Του Βασίλη Νέδου
Η άμεση εμπλοκή του Ιράν σε χτυπήματα κατά του Ισραήλ προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα ανησυχίας στα ούτως ή άλλως προβληματικά δεδομένα που έχει να διαχειριστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική το τελευταίο χρονικό διάστημα. Πέρα από τον προφανή κίνδυνο διάχυσης της σύγκρουσης σε περίπτωση απευθείας περαιτέρω κλιμάκωσης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, στην Αθήνα γίνονται υπολογισμοί για την πιθανότητα δευτερογενών επιπτώσεων σε οικονομικό επίπεδο, μέσω πιθανής νέας ενεργειακής κρίσης ή και μείωσης του τουρισμού.
Η Ελλάδα διατηρεί την ίδια στιγμή και κάποιες ισορροπίες πολύ συγκεκριμένες. Προφανώς η σχέση με το Ισραήλ έχει στρατηγικό χαρακτήρα, ο οποίος ξεφεύγει κατά πολύ από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή και συνδέεται με την Ανατολική Μεσόγειο και, βεβαίως, και με τις ψυχρές σχέσεις Αγκυρας – Ιερουσαλήμ σ’ αυτή τη φάση. Ωστόσο, την ίδια στιγμή στην Αθήνα δεν επιθυμούν να διαταράξουν τις επαφές που υπάρχουν με την Τεχεράνη, που παρά τα προβλήματα παραμένουν λειτουργικές. Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Ιανουάριο ο 19χρονος δόκιμος πλοίαρχος που επέβαινε σε πλοίο που κατασχέθηκε από τους Φρουρούς της Επανάστασης στον Περσικό Κόλπο, επαναπατρίστηκε ταχύτατα (εντός μιας εβδομάδας), με τις ιρανικές αρχές να είναι ιδιαίτερα συνεργάσιμες με την Αθήνα πάνω σε ένα ζήτημα ανθρωπιστικό, το οποίο ωστόσο θα μπορούσε η Τεχεράνη να είχε εκμεταλλευτεί εντελώς διαφορετικά.
Η Αθήνα προφανώς δεν συμμετείχε στη δημιουργία της ομπρέλας πάνω από τον ισραηλινό εναέριο χώρο, ωστόσο έχει μια διακριτή παρουσία στα ανοιχτά του Λιβάνου (με τη φρεγάτα «Σπέτσαι» στην επιχείρηση UNIFIL), στην Ερυθρά Θάλασσα (με τη φρεγάτα «Υδρα») και με μια πυροβολαρχία «Patriot» που προστατεύουν κρίσιμες υποδομές στη Σαουδική Αραβία. Μικρή, αλλά υψηλής αξίας είναι η παρουσία αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων στην Ιορδανία. Πρόκειται για παρουσία που αποδεικνύει έμπρακτα το ενδιαφέρον της Ελλάδας για μια περιοχή της γειτονιάς της, δίχως την ίδια στιγμή να εμπλέκεται με κάποιον τρόπο στη σύγκρουση, παρά μόνο στο πλαίσιο δραστηριοτήτων προστασίας πλοίων ή ευαίσθητων στόχων.