Kathimerini.gr
«Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν συγχωρεί και δεν ξεχνά εύκολα». Καθώς οι Ρεπουμπλικανοί σύμμαχοι του Τραμπ στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών μπλοκάρουν τη στρατιωτική βοήθεια που, κατά τον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι, το Κίεβο χρειάζεται απεγνωσμένα για να αποφύγει την ήττα στον πόλεμό του με τις ρωσικές δυνάμεις, «είναι σαφές ότι η κακή προδιάθεση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ προς την Ουκρανία έχει βαθιές ρίζες» σχολιάζει το Politico.
Ηταν, άλλωστε, ένα τηλεφώνημα με τον Ζελένσκι που οδήγησε στην πρώτη παραπομπή του Τραμπ τον Δεκέμβριο του 2019, αφού κατηγορήθηκε ότι επεδίωκε να επηρεάσει τις εκλογές του 2020 βασιζόμενος στον Ουκρανό ηγέτη, για να ερευνήσει τον σημερινό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον γιο του Χάντερ.
«Υπάρχουν όλες οι ενδείξεις πως η Ουκρανία εξακολουθεί να βρίσκεται στο μυαλό του Τραμπ». Οταν το Κογκρέσο ενέκρινε εκ νέου τη νομοθεσία που διέπει την παρακολούθηση ύποπτων σε διεθνές επίπεδο (FISA), ο Τραμπ διαμαρτυρήθηκε εντόνως στα κοινωνικά δίκτυα. «Ακυρώστε τη FISA», έγραψε στην πλατφόρμα του Truth Social, γράφοντας με κεφαλαία. «Χρησιμοποιήθηκε εναντίον μου και εναντίον πολλών άλλων».
«Το γεγονός ότι ο Τραμπ αναφερόταν πιθανότατα στην παρακολούθηση του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του εκστρατείας, Πολ Μάναφορτ, αποκλείεται να περάσει απαρατήρητο στην Ουκρανία, όπου οι αξιωματούχοι παρακολουθούν την προεκλογική εκστρατεία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, για όλα όσα μπορούν να επηρεάσουν την πολεμική τους προσπάθεια», σημειώνει το Politico, εκτιμώντας πως η υποψηφιότητα του Τραμπ «έχει ήδη προκαλέσει φόβο στο Κίεβο». Η ανησυχία του Κιέβου εδράζεται στο γεγονός ότι ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ καυχιέται ότι θα μπορούσε να τερματίσει τον πόλεμο σε 24 ώρες και ελπίζει η σύρραξη να τελειώσει πριν αναγκαστεί να αποφασίσει αν θα «παραδώσει» την Ουκρανία στη Ρωσία.
Η αναφορά στον Μάναφορτ, όσο έμμεση και αν ήταν, θα εντείνει τις ανησυχίες στην Ουκρανία ότι ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να «κρατάει κακία» σε μια χώρα που θεωρεί ότι εμπλέκεται άμεσα στην απονομιμοποίηση της προεδρίας του – από τα πρώτα υπονοούμενα για ρωσική ανάμειξη στην αμερικανική προεδρική εκστρατεία του 2016, έως την έρευνα από ειδικό εισαγγελέα και την παραπομπή του Τραμπ το 2019, όλα φαίνεται να συνδέονται με το Κίεβο.
«Ο Τραμπ μισεί την Ουκρανία», δήλωσε ο Λεβ Πάρνας, ένας Ουκρανοαμερικανός επιχειρηματίας που κάποτε συνεργάσθηκε στην Ουκρανία με τον δικηγόρο του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, και αργότερα στράφηκε εναντίον του πρώην προέδρου. «Αυτός και οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του πιστεύουν ότι η Ουκρανία ήταν η αιτία όλων των προβλημάτων του Τραμπ».
Το γραφείο της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ δεν ανταποκρίθηκε στις κρούσεις για κάποιο σχόλιο.
Ο Πολ Μάναφορτ και το «μαύρο βιβλίο»
Η εμπλοκή του Τραμπ με την Ουκρανία ξεκίνησε από τις στάχτες του ουκρανικού κύματος διαδηλώσεων και λαϊκών κινητοποιήσεων «Euromaidan».
Προτού ο Μάναφορτ γίνει διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ είχε εργαστεί στην Ουκρανία για τον πρώην πρόεδρο Βίκτορ Γιανουκόβιτς, έναν φιλορώσο πολιτικό που εγκατέλειψε τη χώρα το 2014, αφότου εκδιώχθηκε έπειτα από πανεθνικές διαδηλώσεις εναντίον της απόφασής του να κατευθύνει την Ουκρανία μακριά από την Ευρωπαϊκή Ενωση και προς τη Μόσχα.
Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων τα κεντρικά γραφεία του κόμματος του Γιανουκόβιτς πυρπολήθηκαν, και ένας Ουκρανός ακτιβιστής και πρώην βουλευτής βρήκε στο εσωτερικό τους μία λίστα που έγινε γνωστή ως το «μαύρο βιβλίο».
Η λίστα απαριθμούσε μία σειρά από μυστικές πληρωμές από το κόμμα του Γιανουκόβιτς σε Ουκρανούς αξιωματούχους, τηλεπαρουσιαστές, βουλευτές και δημοσιογράφους. Σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Ουκρανίας, το επώνυμο του Μάναφορτ εμφανιζόταν τουλάχιστον 22 φορές ως αποδέκτης περίπου 12,7 εκατομμυρίων δολαρίων. Το γραφείο επισήμανε ότι η συμπερίληψη του ονόματός του στο βιβλίο δεν σήμαινε απαραίτητα ότι του δόθηκαν τα αναφερόμενα ποσά, με τον Μάναφορτ να αρνείται πως έλαβε οτιδήποτε.
Η συμπερίληψη του Μάναφορτ στο «Μαύρο βιβλίο» αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τους New York Times τον Αύγουστο του 2016, λίγους μήνες πριν ο Τραμπ αναμετρηθεί με τη Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία. Ηταν μία από τις πρώτες ιστορίες που συνέδεαν τον Τραμπ με την Ουκρανία και πιθανώς με τη Ρωσία και τους συμμάχους της, «ζήτημα που θα τον ταλαιπωρούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του».
Οι σύμμαχοι του Τραμπ παρουσίασαν τη λίστα ως πλαστή και κατασκευασμένη, υποστηρίζοντας πως ήταν προϊόν πλεκτάνης του Δημοκρατικού Κόμματος για να υπονομεύσει τους αντιπάλους του.
«Ηταν αδύνατο να αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής του δίπλα στο όνομα του Μάναφορτ στο βιβλίο», είχε πει ο πρώην γενικός εισαγγελέας Γιούρι Λουτσένκο, ο οποίος για ένα διάστημα είχε στηρίξει τις προσπάθειες του Τραμπ να ξεκινήσει έρευνα για διαφθορά κατά του Χάντερ Μπάιντεν. «Ποιος θα έβαζε ανοιχτά την υπογραφή του κάτω από μυστικές πληρωμές σε μετρητά;» προσέθετε ο Λουτσένκο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε ελέγξει αυτοπροσώπως τη λίστα, την οποία η Ουκρανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ως απόρρητο έγγραφο.
Το 2019 ο Τζουλιάνι είχε χαρακτηρίσει τη λίστα πλαστή, τονίζοντας πως δεν χρησιμοποιήθηκε ως ενοχοποιητικό στοιχείο. Στον Μάναφορτ απαγγέλθηκαν τελικά 12 κατηγορίες, μεταξύ άλλων για ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή και παραβάσεις στους κανόνες λόμπινγκ, το 2017. Οι κατηγορίες δεν σχετίζονταν με το «μαύρο βιβλίο» το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε εναντίον του.
Το κυνήγι του Τραμπ για έναν σέρβερ των Δημοκρατικών
Η αντιπάθεια του Τραμπ για την Ουκρανία στηρίζεται επίσης στην εντύπωση που διατηρεί, πως η Ουκρανία (και όχι η Ρωσία) ήταν αυτή που είχε παρέμβει στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, λέει ο Πάρνας.
«Ξεκίνησε μαζί με το Russiagate», λέει ο Πάρνας, αναφερόμενος στην υπόθεση περί «ρωσικού χακαρίσματος» των εκλογών που θα έφτανε τελικά στον ειδικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ. «Ανθρωποι στην εκστρατεία του Τραμπ, του είπαν ότι ήταν Ουκρανοί και όχι Ρώσοι που παρενέβαιναν στις εκλογές».
Η εκλογική νίκη του Τραμπ αμαυρώθηκε από τις κατηγορίες, που αργότερα επιβεβαιώθηκαν από αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, ιδιωτικές εταιρείες πληροφοριών αλλά και ομοσπονδιακούς ερευνητές, ότι η Ρωσία είχε παραβιάσει τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών, του στρατηγικού και χρηματοδοτικού βραχίονα του κόμματος, και τα δημοσιοποίησε το 2016 για να δυσφημίσει την αντίπαλο του Τραμπ, Χίλαρι Κλίντον.
«Ο Τραμπ υποστήριζε σθεναρά τη θεωρία συνωμοσίας ότι η Ουκρανία ήταν αυτή που είχε χακάρει τους διακομιστές, προκειμένου να ενοχοποιήσει τη Ρωσία, και ότι εξακολουθούσε να αποκρύπτει έναν σέρβερ με δεδομένα», σημειώνει το Politico.
Το τηλεφώνημα με τον Ζελένσκι
Ο Τραμπ προφανώς διατήρησε αυτή την πεποίθηση και κατά τη διάρκεια της προεδρίας του, θίγοντας το ζήτημα κατά τη διάρκεια μιας «τέλειας», κατά τον ίδιο, τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με τον Ζελένσκι τον Ιούλιο του 2019. Το περιεχόμενο της επικοινωνίας οδήγησε τελικά σε παραπομπή του σε δίκη.
«Θα ήθελα, όμως, να μας κάνετε μια χάρη, επειδή η χώρα μας έχει περάσει πολλά και η Ουκρανία γνωρίζει πολλά για αυτό», είχε πει ο Τραμπ στον Ζελένσκι. «Λένε ότι η Ουκρανία έχει τον σέρβερ».
Εκείνη τη χρόνια ο Τραμπ υπερασπίστηκε την απόφασή του να «παγώσει» τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, αποδίδοντάς την εν μέρει στις υποψίες του ότι «μια ουκρανική εταιρεία» είχε στην κατοχή της τον διακομιστή.
«Εξακολουθώ να θέλω να δω αυτόν τον σέρβερ» είχε υποστηρίξει στην εκπομπή Fox & Friends. «Το FBI δεν έλεγξε ποτέ αυτόν τον διακομιστή. Αυτό είναι ένα μεγάλο κομμάτι της όλης υπόθεσης».
Το 2018, ο ειδικός εισαγγελέας Μιούλερ είχε απαγγείλει κατηγορίες σε 12 Ρώσους, για παραβίαση των υπολογιστών του Δημοκρατικού Κόμματος δύο χρόνια νωρίτερα.
Το 2022, ο Ρώσος πολέμαρχος της ομάδας Βάγκνερ, Γιεβγκένι Πριγκόζιν παραδέχθηκε ότι η Ρωσία είχε παρέμβει στη δημοκρατική διαδικασία των ΗΠΑ. «Εχουμε παρέμβει (στις αμερικανικές εκλογές), παρεμβαίνουμε και θα συνεχίσουμε να παρεμβαίνουμε» είχε πει. «Προσεκτικά, με ακρίβεια, χειρουργικά και με τον δικό μας τρόπο, όπως ξέρουμε να κάνουμε».
Ο Ζελένσκι και το τέλειο τηλεφώνημα
Το επίμαχο τηλεφώνημα του Τραμπ στον Ζελένσκι τον Ιούλιο του 2019, θα έπαιζε κεντρικό ρόλο σε ένα από τα πιο ντροπιαστικά επεισόδια της πολιτικής του καριέρας: την πρώτη του παραπομπή, εξαιτίας της προσπάθειάς του να πιέσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας να ξεκινήσει έρευνα για τον Μπάιντεν.
Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής συζήτησης, ο Τραμπ είχε προτρέψει τον Ζελένσκι να ξεκινήσει έρευνα, λέγοντας ότι θα τον έφερνε σε επαφή με τον Τζουλιάνι και τον υπουργό Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ. «Θα βρούμε την άκρη του νήματος», είχε πει ο Αμερικανός πρόεδρος στον Ουκρανό ομόλογό του.
Ο Πάρνας, ο οποίος εργάστηκε για την προώθηση της έρευνας, είπε ότι ο Τζουλιάνι ενδιαφέρθηκε για πρώτη φορά για το θέμα το 2018.
Καταλυτικό ρόλο είχε διαδραματίσει ένα βίντεο στο οποίο ο τότε αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν περιέγραφε πώς το 2016 είχε απειλήσει τον τότε πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο να παρακρατήσει κονδύλια, αν το Κίεβο δεν απέλυε έναν εισαγγελέα. Εκείνη την εποχή η Ρωσία είχε ήδη εισβάλει στην Κριμαία και σε τμήματα της Ανατολικής Ουκρανίας.
Ο Τζιουλιάνι πίστευε ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί πως ο Τζο Μπάιντεν πίεσε για να απολυθεί ο εισαγγελέας Βίκτορ Σόκιν, επειδή ερευνούσε τον Χάντερ, ο οποίος είχε πιάσει δουλειά στην Burisma, μια ουκρανική εταιρεία φυσικού αερίου που ήταν αντικείμενο έρευνας για διαφθορά. «Δύο εβδομάδες αργότερα δείξαμε το βίντεο στον Τραμπ», θυμάται ο Πάρνας. «Υστερα από αυτό, η Ουκρανία ήταν στο μυαλό του. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι η Ουκρανία ήταν “τελειωμένη”».