Γιώργος Τζογόπουλος*
O θάνατος του Σίλβιο Μπερλουσκόνι σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής για την ιταλική πολιτική. Ο «καβαλιέρε» διετέλεσε πρωθυπουργός σε τέσσερις κυβερνήσεις, από το 1994 έως το 1995, από το 2001 έως το 2006 και από το 2008 έως το 2011. Η προσωπικότητά του ήταν τέτοια, που ευρισκόμενος είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση άφηνε πάντα το αποτύπωμά του, θετικό ή αρνητικό. Ακόμα και στη σημερινή ιταλική κυβέρνηση, το Forza Italia -έστω και με ποσοστό κάτω του 8%, πλέον- εγγυάται, κατά κάποιον τρόπο, τη συνοχή του δεξιού συνασπισμού του οποίου ηγείται το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας και συμμετέχει η Λέγκα.
Τα περισσότερα από όσα γράφονται για τον Μπερλουσκόνι εστιάζουν στις υποθέσεις διαφθοράς όπου ενεπλάκη, στις περιπέτειές του με γυναίκες, στην προσωπική του σχέση με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και στην έλλειψη πολιτικής ορθότητας.
Πέρα από αυτά, η προσωπική πολιτική επιτυχία του «καβαλιέρε» είναι αδιαμφισβήτητη. Ενας πανέξυπνος επιχειρηματίας, ο οποίος, ως ιδιοκτήτης της Μίλαν, συνεισέφερε σε μαγικές ποδοσφαιρικές στιγμές, όπως είχε κάνει ο Σαντιάγκο Μπερναμπέου με τη Ρεάλ Μαδρίτης, αποφάσισε να εισέλθει στην πολιτική τη δεκαετία του 1990.
Ηταν μια εποχή που το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία αναδιατασσόταν. Ιδρύοντας το Forza Italia, όχι μόνο βρήκε πολιτικό χώρο γι’ αυτό, αλλά κάλυψε πρακτικά το μεγαλύτερο φάσμα της κεντροδεξιάς για περίπου είκοσι χρόνια. Προφανώς στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στα ΜΜΕ τα οποία είχε στην κατοχή του, αλλά και αυτό ήταν δικό του επίτευγμα.
Η εξωτερική του πολιτική
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής θα θυμόμαστε τον Μπερλουσκόνι για τις άριστες σχέσεις του με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Το 2003, άλλωστε, η Ρώμη στήριξε ενεργά την Ουάσιγκτον στην προσπάθεια της τελευταίας να ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιρακ.
Η οικονομική διαχείριση του Μπερλουσκόνι τη δεκαετία του 2000 ήταν αντίστοιχη αυτής πολλών ευρωπαϊκών χωρών του περίφημου Νότου. Τη χαρακτήρισαν λίγες μεταρρυθμίσεις, πολλές δημόσιες δαπάνες, μείωση της ανταγωνιστικότητας και αποφυγή δύσκολων αποφάσεων. Προφανώς, πολλοί Ιταλοί περνούσαν καλά εκείνη την εποχή απολαμβάνοντας τις κρατικές παροχές, χωρίς να μπορούν να φανταστούν τι θα επακολουθούσε.
Τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο κόμπος έφτασε στο χτένι και η κρίση χρέους απειλούσε τον πυρήνα της Ευρωζώνης, εκτός από την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ο Μπερλουσκόνι αναγκάστηκε να παραδώσει τα κλειδιά της Ιταλίας στον πρώην Ευρωπαίο επίτροπο Μάριο Μόντι, ώστε η χώρα να αποφύγει τα χειρότερα. Ηταν η τελευταία φορά που αποχώρησε από το Παλάτσο Κίτζι, το αντίστοιχο Μέγαρο Μαξίμου στην Ιταλία, ως πρωθυπουργός.
Μετά το 2011, η δημοτικότητα του Μπερλουσκόνι άρχισε σταδιακά να φθίνει, αλλά ο ίδιος εξακολούθησε να είναι βασικός παίχτης στην πολιτική σκηνή. Στις εκλογές του 2013 το κόμμα του πήρε 21,6% και σε αυτές του 2018 έπεσε στο 14%. Λόγω της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης άρχισαν να ενισχύονται κόμματα όπως η Λέγκα και αργότερα τα Αδέλφια της Ιταλίας της σημερινής πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, τα οποία άντλησαν ψηφοφόρους από το Forza Italia. Το Forza Italia, όμως, εξακολουθεί σήμερα να αποτελεί την παραδοσιακή ιταλική κεντροδεξιά παράταξη και να εκπροσωπεί τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.
Τι μέλλει γενέσθαι για το Forza Italia;
Το μέλλον του Forza Italia δεν μπορεί να προδιαγραφεί, καθώς δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε υπό τον «καβαλιέρε», και δεν υπάρχει προηγούμενο για την πορεία του χωρίς αυτόν. Ενδεχομένως να αναλάβει την προεδρία ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών, Αντόνιο Ταγιάνι.
Για τη Μελόνι, η επόμενη μέρα είναι δύσκολη, όχι μόνο γιατί θα λείψει το πολιτικό μέγεθός του Μπερλουσκόνι από τις εσωτερικές διεργασίες στον κυβερνώντα συνασπισμό, αλλά επειδή αρχίζουν να εμφανίζονται οικονομικά προβλήματα, όπως η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυτή τη στιγμή, το Δημοκρατικό Κόμμα, του οποίου ηγείται μια νέα πολιτικός, η Ελι Σλέιν, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό του σε μία Ιταλία που αλλάζει σελίδα. Οι επόμενοι μήνες θα έχουν ενδιαφέρον.
*Ο Δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και στο Κέντρο Μπέγκιν Σαντάτ του Ισραήλ και λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο (Cife). Την τρέχουσα περίοδο διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης.