Kathimerini.gr
Γιάννης Παλαιολόγος
Ο Μάρτιν Γουλφ είναι απαισιόδοξος. Την περασμένη εβδομάδα βρέθηκε στην Αθήνα ως προσκεκλημένος του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης για να εκφωνήσει την πρώτη ετήσια διάλεξη στη μνήμη του ιδρυτή του ΜΙΕΤ, Γεωργίου Μαύρου. Εκλήθη να απαντήσει στο ερώτημα αν έχει μέλλον η δημοκρατία. «Το ελπίζω», είπε στην αρχή της ομιλίας του, δείχνοντας κάθε άλλο παρά πεπεισμένος.
Λίγο νωρίτερα, είχαμε συναντηθεί προκειμένου να συζητήσουμε για τα κεφαλαιώδη ζητήματα που πραγματεύεται εδώ και δεκαετίες, από τη στήλη του στους Financial Times, όπου είναι ο επικεφαλής οικονομικός αρθρογράφος, αλλά και με τα πάντα διεισδυτικά του βιβλία. Στα 78 του, η αγωνία του για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας ήταν προφανής. Μεγάλο μέρος της κουβέντας μας, αναπόδραστα, αφιερώθηκε στις πρόσφατες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Η πρόβλεψή μου είναι ότι θα υπάρξει διολίσθηση προς τον αυταρχισμό», λέει ο Γουλφ. «Σε αυτό πιστεύει ο ίδιος ο Τραμπ αλλά και οι άνθρωποι κοντά του. Και είναι ο μόνος τρόπος που μπορούν να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. […] Εχει το Κογκρέσο, πολλά από τα μέλη του οποίου φοβούνται τους υποστηρικτές του. Θα ελέγχει τους μηχανισμούς του κράτους, θα διορίσει πιστούς οπαδούς του σε όλες τις κρίσιμες θέσεις στη γραφειοκρατία. Η αμερικανική προεδρία, ειδικά όταν δεν λειτουργούν το Κογκρέσο ή το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντίβαρα, του επιτρέπει να κάνει ό,τι θέλει. Είδα ότι ο άνθρωπος που θα ηγηθεί του προγράμματος μαζικών απελάσεων, απευθυνόμενος στους Δημοκρατικούς κυβερνήτες, είπε ότι δεν έχουν δικαίωμα να το σταματήσουν. Είναι ξεκάθαρη ένδειξη ότι πιστεύουν ότι έχουν την εντολή για αυταρχική διακυβέρνηση. Και θεωρώ ότι είναι ανοιχτό το ερώτημα αν θα υπάρξουν ξανά δίκαιες εκλογές στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Παρότι «το τελικό περιθώριο νίκης είναι αρκετά μικρό», για τον Γουλφ «το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί ο Τραμπ ήταν ανταγωνιστικός» ως υποψήφιος. Στην ανάλυσή του επ’ αυτού, που περιλαμβάνεται στο πιο πρόσφατο βιβλίο του («The Crisis of Democratic Capitalism», εκδ. Penguin, 2023), ξεκινάει από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, στον απόηχο της οποίας «ήταν αδύνατο πλέον να βρει απήχηση μεταξύ των συντηρητικών ψηφοφόρων ο Ρεϊγκανισμός σε οποιαδήποτε μορφή του. Χρειαζόταν κάποιος που θα πρέσβευσε μία δεξιά πολιτική διαφορετικού τύπου –πιο εθνικιστική, κάπως ρατσιστική και κοινωνικά συντηρητική– σε συνδυασμό με έναν αποτελεσματικό δημαγωγό. Αρα η ανάδυση του Τραμπ δεν αποτελεί επ’ ουδενί έκπληξη».
Παράλληλα, «τα οικονομικά των τελευταίων περίπου 40 ετών δεν έχουν υπάρξει ευνοϊκά, όσον αφορά τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και τις αποδοχές, για την αμερικανική εργατική τάξη – ειδικά τους άνδρες», εξαιτίας των γνωστών παραγόντων: αποβιομηχάνιση, αυτοματοποίηση, αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων, ενίσχυση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα και παγκοσμιοποίηση.
Το τρίτο στοιχείο που αναδεικνύει, το οποίο προέκυψε παράλληλα με την επιδείνωση των προοπτικών της εργατικής τάξης, ήταν η άνοδος της τάξης της προοδευτικής ιντελιγκέντσια, με πολύ έντονη την παρουσία των γυναικών, η οποία έγινε «η κυρίαρχη ομάδα συμφερόντων και η διανοητική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος». Το γεγονός αυτό, σημειώνει, συνέβαλε στην «αποξένωση της εργατικής τάξης» από τους Δημοκρατικούς.
Αυτό σημαίνει ότι συμφωνεί με τη διάγνωση του Μπέρνι Σάντερς ότι οι Δημοκρατικοί εγκατέλειψαν την εργατική τάξη και τώρα η εργατική τάξη εγκαταλείπει το κόμμα;
«Θεωρώ ότι η κατάκτηση της εξουσίας για σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις –παντού, όχι απλώς στις Ηνωμένες Πολιτείες– προϋποθέτει την προσέλκυση ψήφων σημαντικού μέρους της εργατικής τάξης. Οταν έγραφα το βιβλίο, ήμουν αισιόδοξος ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα θα μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη της εργατικής τάξης – και κάτι τέτοιο προσπάθησε να εφαρμόσει ο Μπάιντεν. Και ήταν σίγουρα ο πιο φιλεργατικός υποψήφιος που μπορώ να φανταστώ να επιλέγουν οι Δημοκρατικοί. Είναι πολύ ενδιαφέρον ερώτημα αν η εκλογική αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής οφείλεται σε κακή τύχη, σε λάθη πολιτικής ή στο ότι δεν ήταν αρκετά ριζοσπαστική (αυτή ήταν η άποψη του Μπέρνι). Προσωπικά δεν βρίσκω πειστικό το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι Αμερικανοί ψήφισαν τον Τραμπ γιατί έχουν απηυδήσει με την ανισότητα και την αδικία και επιθυμούν τη ριζική αναδιανομή του πλούτου. Αλλωστε ο Τραμπ δεν έκανε καμία νύξη σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο Τραμπ θέλει να ενισχύσει τα εισοδήματα των δισεκατομμυριούχων φίλων του και για τους υπόλοιπους, έστω ανέντιμα, υπόσχεται καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας – το οποίο είναι αυτό που παγίως επιθυμούν οι Αμερικανοί εργάτες. Αν σε κάτι απέτυχαν οι Δημοκρατικοί, δεν ήταν ότι δεν επιχείρησαν να αναβιώσουν το πνεύμα του Φραγκλίνου Ρούζβελτ· ήταν ότι δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν αρκετές καλά αμειβόμενες δουλειές, παρότι έκαναν ό,τι μπορούσαν σε αυτό το μέτωπο».
Θα επιβιώσει όμως αυτός ο παράδοξος συνασπισμός της οικονομικής ολιγαρχίας και της εργατικής τάξης αν ο Τραμπ ξανά –όπως στην πρώτη του θητεία– αγνοήσει τις ανάγκες των πολλών για να εξυπηρετήσει τους λίγους; «Ετσι ακριβώς λειτούργησε ο Νότος πριν από τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ηταν η πιο άνιση περιοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες, με μία πολύ μικρή πλουτοκρατική τάξη, η οποία έπεισε, ή ανάγκασε, έναν τεράστιο αριθμό φτωχών λευκών στρατιωτών, που δεν είχαν δούλους, να πολεμήσουν για την υπεράσπισή της». Ο Τραμπ «δεν έχει κάποια συνεκτική ιδεολογία, προς Θεού», λέει. «Εχει όμως εδραιωθεί στο μυαλό μεγάλου μέρους του πληθυσμού ως “Ο Ηγέτης”. Κι αυτό σημαίνει ότι θα τον ακολουθήσουν ό,τι κι αν κάνει. Ετσι λειτουργεί ο φασισμός».
«Ο Πλάτων είχε δίκιο»
Είναι, συνεπώς, το δημοκρατικό φρόνημα είδος πολυτελείας; Υφίσταται μόνο υπό τον όρο της συνεχούς βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου;
«Είκοσι χρόνια πριν, δεν το πίστευα αυτό. Ημουν αφελής. Ολοι ξέρουμε τι συνέβη στον Μεσοπόλεμο. Τότε όμως η δημοκρατία ήταν κάτι καινούργιο, άρα πολύ ευάλωτο. Αυτό που υπέθετα ήταν ότι σε φιλελεύθερες δημοκρατίες με διάρκεια στον χρόνο, με υψηλό επίπεδο διαβίωσης και χωρίς εμπειρίες οικονομικής καταστροφής, θα ήταν απίθανο ο λαός να στραφεί κατά [του πολιτεύματος]. Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: η αφοσίωση των πολιτών, όχι μόνο της εργατικής αλλά και της ανώτερης τάξης, στη δημοκρατία αποδεικνύεται εξαιρετικά ασθενής. Οι δημοκρατίες συμπεριφέρονται όπως προέβλεψε ο Πλάτων στην “Πολιτεία”. Είχε δίκιο κι εμείς είχαμε άδικο».
Η Ευρώπη και η άβυσσος
Η Ε.Ε., όπως το αποτύπωσε ο Μάριο Ντράγκι στην πρόσφατη έκθεσή του, βρισκόταν ήδη σε τροχιά σχετικής οικονομικής εξασθένησης πριν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Θα βρει τώρα την αναγκαία πολιτική βούληση για τις αλλαγές που θα της επιτρέψουν να παραμείνει ανταγωνιστική διεθνώς στους τομείς του μέλλοντος;
«Η εφαρμογή των συστάσεων του Μάριο είναι ένα μεγάλο εγχείρημα – και δεν θα προκύψουν αποτελέσματα για τουλάχιστον 4-5 χρόνια. Δεν είμαστε σαν την Κίνα το 1978· δεν ξεκινάμε από το μηδέν. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία συστάδα από σφοδρές κρίσεις: η ευρύτερη γειτονιά είναι στις φλόγες, η συμμαχία [με τις ΗΠΑ] καταρρέει, το εμπορικό καθεστώς στο οποίο βασίστηκε επίσης καταρρέει, είναι εξαιρετικά αδύναμη σε θέματα άμυνας και ασφάλειας, έχει τεράστια εσωτερικά προβλήματα στη διαχείριση της μετανάστευσης, η μεγέθυνση του ΑΕΠ είναι αναιμική, τα δημοσιονομικά προβλήματα τεράστια… Αν δεν αντιδράσουν τώρα, πότε θα αντιδράσουν; Αυτή είναι η αισιόδοξη ερμηνεία: [Οι Ευρωπαίοι] κοιτάζουν μέσα στην κάννη του όπλου και πρέπει να αντιδράσουν για να επιβιώσουν. Σίγουρα, όταν ήμουν 20άρης, δεν περίμενα ότι θα βασιζόμασταν στους Γερμανούς για να σώσουν τη δημοκρατία».
Ενα ερώτημα τον στοιχειώνει, το οποίο επαναλαμβάνει στη συζήτησή μας σχεδόν σαν να μονολογεί: Ποιοι είναι οι ηγέτες που θα συνεργαστούν, θα πείσουν τον λαό τους και θα ωθήσουν την Ευρώπη μπροστά; Μιλάει για τον ιστορικό ρόλο του Περικλή, του Ρούζβελτ, του Τσώρτσιλ, του Αντενάουερ, του Ντενγκ – και παρατηρεί ότι δεν βλέπει ηγέτες αυτού του βεληνεκούς σήμερα στον δημοκρατικό κόσμο. «Δεν ξέρω αν φταίνε τα media ή ότι απολαμβάνουμε συνθήκες ειρήνης εδώ και πολύ καιρό, αλλά οι πολίτες έχουν γίνει τρομερά κυνικοί απέναντι στους πολιτικούς».
Ελληνικά διδάγματα
Κλείνοντας, μιλήσαμε για την Ελλάδα. Τι διδάγματα αντλεί ο ίδιος από την ελληνική εμπειρία των τελευταίων 15 ετών; Πόσο ευάλωτη θεωρεί την ελληνική ανάκαμψη;
«Οταν κοιτάζω πίσω στα γραπτά μου για την Ελλάδα –και δεν έχω ασχοληθεί τόσο πολύ με μία μικρή χώρα σε ολόκληρη την καριέρα μου–, το γεγονός ότι ο Τσίπρας έφτασε στο χείλος του γκρεμού και έκανε πίσω, το γεγονός ότι οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι έπρεπε να τραβήξουν τους Ελληνες πίσω, το ότι ο ελληνικός λαός εξήλθε από αυτήν τη συντριπτική καταστροφή πάνω-κάτω αλώβητος, ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί επιβίωσαν, ότι το φασιστικό κίνημα είναι ξανά στο περιθώριο, όλα αυτά είναι πολύ εντυπωσιακά – ειδικά όταν βλέπουμε τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο. Η οικονομία όντως ανακάμπτει, αλλά παραμένει πολύ εξαρτημένη από τον τουρισμό και το real estate. Ο Μητσοτάκης επιδιώκει τη δημιουργία ενός ισχυρού τεχνολογικού κλάδου, που δεν έχει ακόμα γίνει πραγματικότητα – αλλά οι Ελληνες είναι αρκετά ευφυείς ώστε να το πετύχουν, να έχουν μία οικονομία των startups όπως στο Ισραήλ. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία 40-50 χρόνια, η Ελλάδα αποδίδει κάτω από τις δυνατότητές της. Εχει μία κυβέρνηση που εργάζεται με επαγγελματισμό, σχετικά μιλώντας, αλλά έχει αδυναμίες. Ελπίζω να τις ξεπεράσει, αλλά θα ήταν ασύνετο να τις αγνοήσει».