ΚΥΠΕ
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) δεν ήταν προετοιμασμένοι για να διαχειριστούν την παρατεταμένη πανδημία της COVID-19 η οποία αιφνιδίασε την Ευρώπη και τον κόσμο το 2019, ωστόσο προσαρμόστηκαν και η ανταπόκρισή τους ήταν τελικά ικανοποιητική, σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η οποία τονίζει πως η επόμενη πανδημία θα πρέπει να βρει την ΕΕ καλύτερα προετοιμασμένη.
«Όπως συνέβη και με πολλούς άλλους φορείς, η ορμή και η ταχύτητα με την οποία εισέβαλε στη ζωή μας η πανδημία COVID-19 υπερέβησαν κατά πολύ τις ικανότητες των οργανισμών της ΕΕ με αρμοδιότητες στον τομέα της υγείας», δήλωσε ο João Leão, το μέλος του ΕΕΣ αρμόδιο για την έκθεση.
«Τέσσερα χρόνια μετά, τα συναχθέντα διδάγματα πρέπει να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη» τόνισε.
Το ΕΕΣ ωστόσο θεωρεί πως είναι πρόωρο να διαπιστωθεί αν η ΕΕ είναι πλήρως προετοιμασμένη για να αντεπεξέλθει σε σοβαρές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας.
Σύμφωνα με την έκθεση το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) χειρίστηκαν ικανοποιητικά την κατάσταση, ωστόσο η πανδημία ανέδειξε αδυναμίες και κενά που προσπάθησε να καλύψει με πρόσφατα μέτρα της η ΕΕ.
Όπως υπενθυμίζεται, το ECDC υποτίμησε αρχικά τη σοβαρότητα της κατάστασης θεωρώντας μικρή την πιθανότητα εξάπλωσης του ιού στην ΕΕ, και αναγνώρισε την ανάγκη ανάληψης άμεσων και στοχευμένων δράσεων μόλις στις 12 Μαρτίου 2020, τρεις ημέρες δηλαδή μετά την επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας στην Ιταλία.
Το ECDC ξεκίνησε όντως να συλλέγει δεδομένα σχετικά με την πανδημία, όμως οι αριθμοί των νέων μολύνσεων που λάμβανε εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τους Ευρωπαίους ελεγκτές από τη στρατηγική κάθε κράτους μέλους σχετικά με τους διαγνωστικούς ελέγχους. Το ίδιο ίσχυε και για τους αριθμούς των θανάτων που αποδίδονταν στη νόσο COVID-19.
Το ΕΕΣ τονίζει ότι θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί εκτενέστερα περισσότερο αξιόπιστες τεχνικές, όπως η ανάλυση των συγκεντρώσεων του ιικού φορτίου στα λύματα. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις κινδύνου, η καθοδήγηση και οι πληροφορίες του ECDC δημοσιεύθηκαν πολύ αργά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η καθοδήγηση σχετικά με τη χρήση προστατευτικής μάσκας και σχετικά με την ιχνηλάτηση επαφών, που δημοσιεύθηκαν μόλις τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2020, δηλαδή προς το τέλος του πρώτου κύματος.
Το ΕΕΣ υπογραμμίζει ακόμα το γεγονός ότι αρκετές χώρες δεν έλαβαν υπόψη τις συμβουλές του ECDC, όπως καταδεικνύει η επιβολή παρατεταμένων ταξιδιωτικών περιορισμών, τους οποίους το ECDC δεν θεωρούσε αποτελεσματικούς.
Όσον αφορά τον ΕΜΑ, το ΕΕΣ επισημαίνει ότι προσαρμόστηκε γρήγορα στην κατάσταση, καθώς προσέγγισε πιθανούς φορείς ανάπτυξης εμβολίων και θεραπειών και έλαβε μέτρα για επιτάχυνση της διαδικασίας έγκρισης από τα πρώτα στάδια της πανδημίας, ενώ βοήθησε επίσης να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις σε φάρμακα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα ήταν ότι δεν κατάφερε να προωθήσει με επιτυχία τις κλινικές δοκιμές σε επίπεδο ΕΕ, σύμφωνα με τους ελεγκτές.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τα πρώτα στάδια της πανδημίας οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο να αποσαφηνίσει και να ενισχύσει την εντολή και τις αρμοδιότητες του ECDC και του ΕΜΑ, καθώς και να προωθήσει την αναθεώρηση της φαρμακευτικής νομοθεσίας ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες έγκρισης νέων φαρμάκων.
Οι Ευρωπαίοι ελεγκτές αναγνωρίζουν πως τα μέτρα καλύπτουν ορισμένες ελλείψεις στην ικανότητα απόκρισης της ΕΕ σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, αλλά πως ως αποτέλεσμα των νέων μέτρων το οργανωτικό πλαίσιο έγινε ακόμα πιο πολύπλοκο.
Σε σχέση με τη σύσταση της Αρχής Ετοιμότητας και Αντιμετώπισης Καταστάσεων Έκτακτης Υγειονομικής Ανάγκης (HERA) το 2021, η οποία θα επιβλέπει την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διανομή φαρμάκων, εμβολίων και άλλων προϊόντων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το ΕΕΣ σημειώνει πως ορισμένες αρμοδιότητες και εξουσίες της προσομοιάζουν σε εκείνες του ECDC και για αυτό οι δύο οργανισμοί θα πρέπει να συνεργαστούν στενά ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη επανάληψη εργασιών.