Ξένια Κουναλάκη
«Είναι δύσκολο για ανθρώπους που δεν έχουν ζήσει στο Λος Αντζελες να συνειδητοποιήσουν πόσο βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο έχουν εγγραφεί οι άνεμοι της Σάντα Ανα. Η πόλη που καίγεται είναι η πιο έντονη εικόνα την οποία έχει φιλοτεχνήσει το Λος Αντζελες για τον εαυτό του», έγραφε το 1969 η Αμερικανίδα συγγραφέας Τζόαν Ντίντιον.
Μισό αιώνα αργότερα οι άνεμοι Σάντα Ανα είναι και πάλι ο βασικός λόγος για τις φονικές πυρκαγιές στην πόλη. Ο συνδυασμός τους με μια εξαιρετικά ξηρή περίοδο, που είδε την πόλη να δέχεται μόλις 0,4 εκ. βροχή από τον Οκτώβριο, αποτέλεσαν γενεσιουργό αιτία για τις φωτιές. Δεν είναι μεν οι μεγαλύτερες στην ιστορία, είναι όμως οι καταστροφικότερες.
Διατρέχοντας τις καυτές ερήμους στην ενδοχώρα, οι άνεμοι προκαλούν μείωση της υγρασίας και μετατρέπουν σε καύσιμο τη χαμηλή βλάστηση, άρα ιδανικές συνθήκες ανάφλεξης. Θυμίζοντας αργοκίνητο ποτάμι, που συναντά ξαφνικό εμπόδιο και μετατρέπεται σε χείμαρρο, οι Σάντα Ανα ενισχύουν την ταχύτητά τους, περνώντας από τις στενές ορεινές χαράδρες, για να γίνουν πιο ξηροί και θερμοί καθώς ξεχύνονται στις πεδιάδες. Αν ξεκινήσει μια φωτιά, οι ριπές με ταχύτητες έως και 160 χλμ. την ώρα μπορούν να πυροδοτήσουν μια κόλαση μέσα σε λίγα λεπτά.
Η κλιματική αλλαγή καθιστά όλο και συχνότερους αυτούς τους εκρηκτικούς συνδυασμούς, αφού όπως παραδέχθηκε και ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούσομ, δεν υπάρχει πλέον η έννοια της «εποχής των πυρκαγιών». Αλλοτε η πλέον επικίνδυνη εποχή του χρόνου ήταν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο. Τώρα «υπάρχει χρονιά των πυρκαγιών».
Είναι η Καλιφόρνια απροετοίμαστη για τέτοιου είδους θεομηνίες; Η κριτική που δέχονται ο Νιούσομ και η δήμαρχος της πόλης, Κάρεν Μπας, η οποία έλειπε στην Γκάνα όταν ξέσπασαν οι φωτιές, είναι αμείλικτη. Αγγίζει τα όρια της ακροδεξιάς συνωμοσιολογίας. Fake news που εμφανίζουν τα κονδύλια που προορίζονταν για φυσικές καταστροφές να κατευθύνονται σε μετανάστες ή την προστασία ψαριών, όπως ισχυρίστηκε ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, κατέκλυσαν τα σόσιαλ μίντια.
Παράλληλα, διακομματικές ήταν οι καταγγελίες για σοβαρές περικοπές στον προϋπολογισμό της πολιτικής προστασίας, παρόλο που ιστοσελίδες όπως το Politico κατέρριψαν τις σχετικές αιτιάσεις και απέδειξαν ότι στην πραγματικότητα τα κονδύλια αυξήθηκαν κατά 50 εκατ. δολάρια μέσα σε ένα χρόνο.Οι άνεμοι Σάντα Ανα θυμίζουν αργοκίνητο ποτάμι που συναντά ξαφνικό εμπόδιο και μετατρέπεται σε χείμαρρο.
Χωρίς όρια η δόμηση
Η βασική ευθύνη των αρχών είναι πως επιτρέπουν τη διαρκή επέκταση των ορίων της πόλης, παρά τις εκκλήσεις για «πάγωμα» της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Νέες, πολυτελείς κατοικίες ξεφυτρώνουν στις παρυφές των λόφων γύρω από την ευρύτερη περιοχή, εκθέτοντας τους κατοίκους των νέων αυτών οικισμών στον κίνδυνο της φωτιάς, όταν αρχίζουν να πνέουν οι Σάντα Ανα.
Σκαρφαλωμένες σε περιοχές με στενούς δρόμους που δεν μπορούν να φτάσουν πυροσβεστικά οχήματα, οι βίλες βρίσκονται στα όρια αστικού ιστού και φυσικού περιβάλλοντος. Η έλλειψη οδών διαφυγής έγινε σαφής και στις τελευταίες πυρκαγιές όταν οι πυρόπληκτοι οδηγοί κολλημένοι στο μποτιλιάρισμα της Σάνσετ Μπούλεβαρντ υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα αυτοκίνητά τους κι άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο αριστερός ιστορικός Μάικ Ντέιβις, που έχει γράψει εκτενώς για το Λος Αντζελες και θεωρείτο «ο προφήτης της καταστροφής», ισχυριζόταν στο ομώνυμο δοκίμιό του ότι θα πρέπει «να αφήσουμε το Μαλιμπού να καεί». Το κείμενό του ξεκινάει με την υπενθύμιση ότι πριν από την έλευση των Ευρωπαίων στην περιοχή, οι αυτόχθονες Ινδιάνοι Τσούμας και Τόνγκβα συνήθιζαν να βάζουν μικρές φωτιές στους λόφους των Πασίφικ Παλισέιντς, όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη καταστροφή από τις πρόσφατες φωτιές και στο Μαλιμπού για να καθαρίσουν τους θάμνους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν καύσιμη ύλη αν αφεθούν εκεί. «Το Μαλιμπού, εν τω μεταξύ, είναι η πρωτεύουσα των πυρκαγιών της Βόρειας Αμερικής και, πιθανώς, του κόσμου. Η φωτιά εδώ έχει έναν αδυσώπητο ρυθμό, στακάτο, που ανακόπτεται από κατολισθήσεις και πλημμύρες. Η απόκρημνη ακτογραμμή μήκους 22 μιλίων μαστίζεται, κατά μέσον όρο, από μια μεγάλη πυρκαγιά (τέσσερις χιλιάδες στρέμματα και παραπάνω) κάθε δυόμισι χρόνια και ολόκληρη η επιφάνεια των δυτικών βουνών της Σάντα Μόνικα έχει καεί τρεις φορές κατά τον εικοστό αιώνα».
Κάποιοι κάτοικοι σκέφτονται να εγκαταλείψουν την πόλη. Η Σίρι Καούρ, καλλιτέχνις και φωτογράφος, κοιμάται τις τελευταίες μέρες σε ένα ξενοδοχείο με τον γιο της που πάσχει από άσθμα και υποφέρει από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Στο σπίτι της στη γειτονιά Σίλβερ Λέικ, αρκετά κοντά στις εστίες της φωτιάς, έχει μείνει ο σύζυγός της Τρόι Μόργκαν, που ειδικεύεται σε εικονογραφημένα σενάρια και εσχάτως εργάζεται στην τηλεοπτική σειρά Severance. «Εχω ζήσει στο Λος Αντζελες για 21 χρόνια και δεν έχω δει ποτέ κάτι παρόμοιο. Συνήθως, όταν ακούω για κίνδυνο πυρκαγιάς από τους ισχυρούς ανέμους της Σάντα Ανα, ανησυχώ περισσότερο για ζημιές στα πάρκα και στη φύση. Οχι πια – τώρα τεράστιες περιοχές της πόλης καταστρέφονται από τις φλόγες. Είμαστε αρκετά τυχεροί που έχουμε ακόμα το σπίτι μας, αλλά προσωπικά γνωρίζω τουλάχιστον 50 οικογένειες των οποίων τα σπίτια έχουν καταστραφεί. Το όμορφο σχολείο του γιου μας, το σχολείο Pasadena Waldorf στην Αλταντίνα, χάθηκε μαζί με μια ολόκληρη πόλη».
Κύμα αλληλεγγύης
Η Ελληνοαμερικανίδα σκηνοθέτις Φαίη Τσάκας συντονίζει μέσω σόσιαλ μίντια βοήθεια σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. «Πολλοί έχουν δημιουργήσει σελίδες στο GoFundMe για όσους έχασαν τα σπίτια τους. Δικυκλιστές διατρέχουν την πόλη και προσφέρουν βοήθεια. Εστιατόρια μαγειρεύουν δωρεάν γεύματα», εξηγεί στην «Κ», επιμένοντας ότι οι πυρκαγιές δεν έπληξαν μόνο τους πλούσιους κατοίκους της πόλης. Και η Καούρ βρίσκει κάτι αισιόδοξο να σκεφτεί: «Η θετική πλευρά είναι ότι υπάρχει πολλή υποστήριξη και αγάπη στην κοινότητά μας τώρα. Νομίζω ότι η πόλη μας, το Λος Aντζελες, σε όλη τη λαμπρή ποικιλόμορφη δόξα της θα παραμείνει τελικά πιο δυνατή από ποτέ».
Οι αριθμοί
20 χιλιάδες σπίτια κάηκαν oλοσχερώς ή υπέστησαν ζημιές.
57 δισ. δολάρια είναι η πρώτη εκτίμηση για το κόστος της καταστροφής.
120 χιλιάδες στρέμματα γης κάηκαν, έκταση ίση με 22.000 γήπεδα ποδοσφαίρου ή δύο φορές το Μανχάταν.
180 χιλιάδες κάτοικοι έχουν απομακρυνθεί από τις εστίες τους.
160 km/h είναι η ταχύτητα των ανέμων Σάντα Ανα.
Τουλάχιστον 10 νεκροί.
«Το βουνό κάηκε. Η πόλη σώπασε. Δεν ακούς ούτε πουλί»
Της Ηλιάνας Μάγρα
Την Τρίτη το μεσημέρι, η σύμβουλος επενδύσεων Σμαρώ Ιγγλέση βρισκόταν στο αεροπλάνο. Μισή ώρα πριν από την προσγείωση στο αεροδρόμιο LAX, το Διεθνές Αεροδρόμιο του Λος Αντζελες, οι επιβάτες θορυβήθηκαν όταν το αεροπλάνο άρχισε να τραντάζεται έντονα από τους ισχυρούς ανέμους. Τότε μίλησε ο πιλότος. «Μη φοβηθείτε», είπε, «η μυρωδιά καμένου δεν προέρχεται από το αεροπλάνο, αλλά από τη φωτιά», τη φωτιά που είχε ξεσπάσει όσο εκείνοι βρίσκονταν στον αέρα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν μαύρος. Εξω έβλεπαν μόνο φωτιά και στάχτη.
Αντί για πόλη των αγγέλων, το Λος Αντζελες θύμιζε πόλη φαντασμάτων, σημειώνει. Μία ημέρα αργότερα, όταν αποφάσισε να πάει στο Κολοράντο, η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική. «Ολοι προσπαθούσαν να φύγουν». Δύο εξ αυτών ήταν οι Ελληνοαμερικανοί Εφη Παναγόπουλος και Πίτερ Καλλιντέρης.
Το διαμέρισμα της κ. Παναγόπουλος, δημιουργού της μαστίχας Kleos, βρίσκεται λιγότερο από δύο χιλιόμετρα μακριά από το πάρκο Ράνιον Κάνιον στους λόφους του Χόλιγουντ, όπου ξέσπασε η φωτιά την Τετάρτη. «Εβλεπα από το πρωί τα σύννεφα και ο ουρανός σιγά σιγά έγινε μαύρος». Ξαφνικά, ενώ είχε κλειστά παράθυρα, μύρισε καπνό μέσα στο διαμέρισμα. Εκείνη τη στιγμή, ένας φίλος της που μένει κοντά της έστειλε μήνυμα: «Τρέχω, φωτιά, μάζεψε, φύγε». Μάζεψε γρήγορα τα πράγματά της και έφυγε. «Λίγα τετράγωνα μακριά από το δικό μου, επικρατούσε ο απόλυτος χαμός, ήταν όλοι κολλημένοι στον δρόμο».
Σε ένα από αυτά τα τετράγωνα ζει ο κ. Καλλιντέρης. Οταν ξεκίνησε η φωτιά στους λόφους του Χόλιγουντ, βγήκε στο μπαλκόνι και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. «Το βουνό είχε πάρει φωτιά, άρχισα να κλαίω». Είναι ατζέντης ταλέντων στο Χόλιγουντ, αλλά εκείνη την ημέρα ένιωσε σαν να παίζει ο ίδιος σε ταινία. Πήρε μερικά ρούχα και έγγραφα και βγήκε από το σπίτι. Τα αυτοκίνητα είχαν ακινητοποιηθεί στους δρόμους. «Ηταν τρία στενά πίσω μου η φωτιά και οι αρχές είχαν διατάξει εκκένωση». Αποφάσισε να μείνει στο σπίτι του. «Αφού με το αυτοκίνητο δεν μπορούσα να φύγω», τονίζει, «σκέφτηκα ότι αν γίνονταν πολύ δύσκολα τα πράγματα, θα έφευγα με τα πόδια». Δεν χρειάστηκε. Την επομένη, ο ουρανός ήταν κίτρινος. «Το βουνό φαίνεται καμένο, στην πόλη επικρατεί σιγή – δεν έχει τώρα αυτοκίνητα στους δρόμους, δεν ακούγεται ούτε ένα πουλί».