Μάνος Καραγιάννης
Η αντιπαράθεση Ισραήλ – Ιράν πλέον απειλεί με ολοκληρωτική αποσταθεροποίηση την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η ιρανική πυραυλική επίθεση συνιστά αλλαγή παραδείγματος στο στρατηγικό περιβάλλον της περιοχής, αφού ήταν η πρώτη φορά που η Τεχεράνη δεν ενήργησε μέσω των «αντιπροσώπων» της.
Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Πριν από την ιρανική επανάσταση του 1979, η οποία ανέτρεψε το καθεστώς του Σάχη, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν στενές. Ο κοινός αντίπαλος ήταν τα αραβικά καθεστώτα που είχαν ενστερνιστεί την ιδεολογία του παναραβισμού. Η άνοδος του Αγιατολάχ Χομεϊνί οδήγησε σε πλήρη ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης στο Ιράν, αλλά η σχέση με το Ισραήλ δεν διαταράχθηκε. Η ισραηλινή πλευρά παρείχε κρίσιμη υποστήριξη στην ιρανική αεροπορία κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράκ τη δεκαετία του 1980. Η Ισλαμική Δημοκρατία στράφηκε ανοικτά εναντίον του εβραϊκού κράτους τη δεκαετία του 1990, όταν ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το αντάρτικο της Χεζμπολάχ στο κατεχόμενο από τους Ισραηλινούς νότιο κομμάτι του Λιβάνου.
Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 άλλαξε συθέμελα τους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος. Αμερικανικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενώ ενισχύθηκε η στρατιωτική συνεργασία με τις αραβικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου. Ακόμη και το γειτονικό Αζερμπαϊτζάν, για δικούς τους λόγους, εμβάθυνε τη στρατιωτική του συνεργασία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Ολα έδειχναν ότι η στρατηγική περικύκλωση του Ιράν αποσκοπούσε στην αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη, όπως εξάλλου δήλωναν ανοικτά νεοσυντηρητικοί αξιωματούχοι της διοίκησης Μπους.
Η συνέχεια είναι λίγο ή πολύ γνωστή σε όλους. Η αμερικανική κατοχή του Ιράκ έδωσε την ευκαιρία στο ιρανικό καθεστώς να θέσει υπό την κηδεμονία του ένα μεγάλο κομμάτι της πλειοψηφικής σιιτικής κοινότητας στην πολύπαθη χώρα. Η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν αποδείχθηκε μια στρατηγικά κοντόφθαλμη ενέργεια που τελικά ωφέλησε μόνο την Τεχεράνη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η Δύση έχει διαχρονικά υποτιμήσει το ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης για δύο λόγους.
Πρώτον, η σύζευξη θρησκείας και πολιτικής που υπάρχει στο Ιράν γίνεται αντιληπτή ως μια αναχρονιστική παραδοξότητα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της ιρανικής πλευράς. Η Τεχεράνη έχει κατορθώσει να εργαλειοποιήσει συμπαγείς σιιτικές κοινότητες στον Λίβανο, στο Ιράκ και στην Υεμένη, ενώ διατηρεί σημαντικά ερείσματα ανάμεσα στους καταπιεσμένους σιίτες της Σαουδικής Αραβίας, του Μπαχρέιν, του Αφγανιστάν και του Πακιστάν. Η Χεζμπολάχ, οι ιρακινές σιιτικές πολιτοφυλακές και οι Χούθι στην Υεμένη προστατεύουν τα ιρανικά συμφέροντα, όπως προβλέπει το δόγμα της προωθημένης άμυνας που εκπόνησε ο εμβληματικός στρατηγός Κασέμ Σουλεϊμανί.
Δεύτερον, η τεχνολογική υπεροπλία της Δύσης και του Ισραήλ δημιουργεί μια αίσθηση υπεροψίας έναντι του Ιράν που είναι επικίνδυνη. Μια χώρα – κληρονόμος της περσικής αυτοκρατορίας, η οποία παράγει τη δική της στρατηγική σκέψη, δεν πρέπει να λογίζεται ως ένας εύκολος αντίπαλος. Λόγω των δυτικών κυρώσεων, η Τεχεράνη έχει επενδύσει στη στρατιωτική καινοτομία. Σήμερα, το επίλεκτο Σώμα των Φρουρών της Επανάστασης διαθέτει τις δυνατότητες να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ και να ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου σε πρωτοφανή επίπεδα. Επίσης, το ιρανικό καθεστώς δύναται να επιτεθεί με μη επανδρωμένα αεροχήματα, πλοία επιφανείας και υποβρύχια εναντίον στρατιωτικών βάσεων και κρίσιμων ενεργειακών εγκαταστάσεων σε γειτονικές χώρες. Από τα παραπάνω εξάγεται, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι μια στρατιωτική ενέργεια μεγάλης κλίμακας εναντίον του Ιράν είναι παρακινδυνευμένη και μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο επιλογές για τη Δύση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του ιρανικού προβλήματος. Η πρώτη επιλογή είναι η ανάσχεση της Τεχεράνης με ένα συνδυασμό διπλωματικών, στρατιωτικών και οικονομικών μέτρων. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα επιχειρηθεί κάτι τέτοιο. Τη δεκαετία του 1990, η διοίκηση Κλίντον εκπόνησε το δόγμα της διπλής ανάσχεσης εναντίον του Ιράκ και του Ιράν, που έπληξε τελικά μόνο το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στη Βαγδάτη. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και ο πρόεδρος Τραμπ την περίοδο 2017-2021, πάλι χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η περαιτέρω απομόνωση της Τεχεράνης θα τη ρίξει νομοτελειακά στην ασφυκτική αγκαλιά της Μόσχας και του Πεκίνου, που καραδοκούν.
Η δεύτερη επιλογή είναι μια διαπραγμάτευση εν ευθέτω χρόνω με το ιρανικό καθεστώς, όταν θα έχει ξεκινήσει η φάση της αποκλιμάκωσης ανάμεσα στην Τεχεράνη και την Ιερουσαλήμ. Μια τέτοια προοπτική σίγουρα δεν είναι επιθυμητή σε συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους της Αμερικής και του Ισραήλ που έχουν ιδεολογικοποιήσει την αντιπαράθεση με το Ιράν. Ωστόσο, μια διαπραγμάτευση μπορεί να αποφέρει ένα απτό θετικό αποτέλεσμα, όπως έδειξε η πετυχημένη σύναψη της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 μεταξύ του Ιράν και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συν τη Γερμανία. Το καθεστώς της Τεχεράνης νιώθει μεγαλύτερη ανασφάλεια από ό,τι αντιλαμβάνονται πολλές κυβερνήσεις στη Δύση. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το Ιράν έχει προσπαθήσει να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.
Οποια μορφή και να έχει η ισραηλινή αντίδραση στην πρόσφατη πυραυλική επίθεση, το Ιράν θα παραμείνει μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Στόχος της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής στρατηγικής δεν μπορεί να είναι ούτε η ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος ούτε ο εκδημοκρατισμός της χώρας. Τέτοιες τεκτονικές αλλαγές δεν μπορούν να επιβληθούν από ξένες κυβερνήσεις, όπως έδειξε το φιάσκο του Αφγανιστάν. Στόχος πρέπει να είναι η επιστροφή στη διπλωματία και στον διάλογο με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο που έχει παραβιαστεί από όλες τις πλευρές.
Η θέση της Ελλάδας είναι αυτή που αρμόζει στην κρισιμότητα των στιγμών. Η Αθήνα συντάσσεται με την Αμερική, την Ε.Ε. και το Ισραήλ επειδή αυτό επιτάσσει το εθνικό συμφέρον. Στηρίζουμε τους συμμάχους και εταίρους μας με την προσδοκία ότι θα κάνουν και αυτοί το ίδιο όταν χρειαστεί.
Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.