Ο Έλον Μασκ κατέθεσε, μέσω των δικηγόρων του, αγωγή κατά της OpenAI και του διευθύνοντος συμβούλου της, Σαμ Αλτμαν, με την κατηγορία ότι δεν υπηρετούν πια τον καταστατικό στόχο της νεοφυούς επιχείρησης που ήταν η ανάπτυξη συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης «προς όφελος της ανθρωπότητας».
«Η OpenAI Inc. συνεχίζει να υποστηρίζει έως και σήμερα, στον ιστότοπό της, ότι ο καταστατικός της σκοπός είναι να διασφαλίσει ότι η AGI (Artificial General Intelligence) θα «ωφελεί ολόκληρη την ανθρωπότητα». Στην πραγματικότητα ωστόσο, η OpenAI Inc. έχει μετατραπεί πια σε μια κλειστού κώδικα (σ.σ. closed-source) de facto θυγατρική της μεγαλύτερης εταιρείας τεχνολογίας στον κόσμο: της Microsoft» και, σε αυτό το πλαίσιο, αναπτύσσει τεχνολογίες που δεν είναι ελεύθερα διαθέσιμες στο κοινό αλλά προσανατολισμένες αποκλειστικά στον στόχο της «μεγιστοποίησης των κερδών της Microsoft», γράφουν οι δικηγόροι του Μασκ στην αγωγή που κατέθεσαν την Πέμπτη, 29 Φεβρουαρίου, σε δικαστήριο του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Σαμ Άλτμαν (AP Photo/Markus Schreiber, File)
Η πλευρά του Μασκ υποστηρίζει ότι στόχος αυτής της αγωγής είναι να «αναγκάσει» την OpenAI να τηρήσει την ιδρυτική της συμφωνία, αναπτύσσοντας τεχνολογίες που δεν θα ωφελούν απλώς μεμονωμένα άτομα (βλ. Αλτμαν) και μεμονωμένες εταιρείες (βλ. Microsoft).
Ο Ελον Μασκ ήταν ένας από τους συνιδρυτές της OpenAI το 2015. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο ίδιος, είχε δωρίσει συνολικά 44 εκατομμύρια δολάρια υπέρ του εν λόγω εγχειρήματος.
Ο Μασκ αποχώρησε ωστόσο από το διοικητικό συμβούλιο της OpenAI το 2018, έπειτα από διαφωνίες που είχε με τον Αλτμαν αναφορικά με την κατεύθυνση της έρευνας. Εναν χρόνο αργότερα, η OpenAI συνέστησε έναν κερδοσκοπικό βραχίονα μέσω του οποίου η Microsoft έχει επενδύσει σε αυτήν περίπου 13 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η σύμπραξη της Microsoft με την OpenAI έχει μπει στο μικροσκόπιο των εποπτικών Αρχών Ανταγωνισμού σε ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ενωση και Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο πρόεδρος της Microsoft Μπραντ Σμιθ διευκρίνισε προ ημερών, μιλώντας στους Financial Times, ότι «η Microsoft δεν ελέγχει την OpenAI».
Πηγές: kathimerini.gr, FT