Του Αλέξη Παπαχελά
Πάνε 12-13 χρόνια τώρα που νιώθω ότι ζω με έναν έντονο διπολισμό γύρω από το πού θα πάει η χώρα. Είναι μέρες που το πρωί ένιωθα ότι η χώρα θα πάει –κυριολεκτικά– «στο διάολο» και το βράδυ πως είμαι υπερβολικός και πως όλα θα πάνε καλά. Οι φίλοι και οι γνωστοί συνήθισαν σε αυτούς τους κύκλους και σταμάτησαν να δίνουν σημασία έπειτα από κάποιο σημείο. Το πρόβλημα είναι πως η χώρα μας και η ελληνική κοινωνία δοκιμάζονται συνέχεια όλα αυτά τα χρόνια. Αναρωτιέται κανείς πόσο μπορεί να αντέξει, καθώς βρίσκεται συνεχώς στο «κόκκινο» ή στο χείλος κάποιας μεγάλης περιπέτειας. Περάσαμε τη χρεοκοπία, το πολιτικό χάος, την τεράστια κοινωνική κρίση, την ελπίδα της ανάκαμψης, την τυχοδιωκτική αλλά πολλαπλώς διδακτική περιπέτεια του 2015, φωτιές και γενικά συνέπειες κλιματικής αλλαγής, φτάσαμε κοντά στον πόλεμο με την Τουρκία, μπήκαμε πάλι στην εποχή της ανάκαμψης και μετά ήλθε ο κορωνοϊός και τώρα η πολιτική αβεβαιότητα και ο εφιάλτης της μελλοντικής ακυβερνησίας με το βαρίδι της απλής αναλογικής.
Ενα σενάριο που τρομάζει είναι η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος σε συνθήκες βαλκανικής πολιτικής αντιπαράθεσης, με τα κόμματα να διαγκωνίζονται σε παροχολογία, ενώ η κοινωνία θα συμπιέζεται από τη δραματική αύξηση του κόστους ζωής. Με έναν Ερντογάν να φλερτάρει συνεχώς με το ατύχημα, καθώς θα δίνει τη μάχη της πολιτικής –και φυσικής– επιβίωσής του. Αυτό το σκηνικό μπορεί να βγάλει «δράκους» στον δρόμο για τις κάλπες. Η λύση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι κάποιο τεχνητό, μη πολιτικό σχήμα διακυβέρνησης. Οι πολίτες θα πρέπει να αναλογιστούμε τις συνθήκες, τις απειλές και να πάρουμε τις αποφάσεις μας και να ορίσουμε τις τύχες μας.
Οι πολίτες θα πρέπει να αναλογιστούμε τις συνθήκες, τις απειλές, να πάρουμε τις απο- φάσεις μας και να ορίσουμε τις τύχες μας.
Πάμε λοιπόν από εκεί που αρχίσαμε, αισιόδοξος ή απαισιόδοξος; Το καλό είναι ότι όταν μία χώρα έχει περάσει τόσο πολλά, όταν έχει φτάσει τόσο κοντά στην άβυσσο, αποκτάς μια σχεδόν μεταφυσική αισιοδοξία για το μέλλον. Πολλές φορές, λοιπόν, νιώθω τον διαχρονικό μας «μαγνήτη» να μας τραβάει προς τα Βαλκάνια, ενίοτε και τη Μ. Ανατολή. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι ο μαγνήτης δεν θα τα καταφέρει ούτε τώρα. Και έχω πάντοτε πρόχειρο ένα «σχήμα» που με κρατάει στα δύσκολα. Σκέπτομαι να απογειώνομαι από το παλιό Ελληνικό τη δεκαετία του 1980, σε συνθήκες τρίτου κόσμου που θυμίζουν Βηρυτό και να προσγειώνομαι στο Ελ. Βελ. και μια εμφανώς ευρωπαϊκή Ελλάδα. Μπορεί να ταλαιπωρηθούμε λίγο, να δοκιμαστούμε άλλη μία φορά, αλλά δεν θα πάμε πίσω.