Του Ευγένιου Κυριάκου
Οικονομολόγος
Αναντίλεκτα ο σεβασμός προς τις αποφάσεις των Δικαστηρίων είναι δεδομένος, ωστόσο, στην εποχή της πληροφόρησης, ουδείς πρέπει να θεωρείται υπεράνω κριτικής.
Αιτία να γραφεί το συγκεκριμένο άρθρο, αποτελεί η θετική απόφαση την οποία έλαβε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 2 Μαϊου 2023 σε μία ''Αγωγή Αποκάλυψης'', όπως αποκαλείται στους Νομικούς κύκλους (Πολιτική Αγωγή υπ’ αριθμό ..../2022).
Mε σαφή πρόθεση να γίνει ξεκάθαρο γιατί στηλιτεύω την ενέργεια του Δικαστηρίου να εγκρίνει το αίτημα των εναγόντων στο υπό αναφορά ''Αίτημα'', θα αναφερθώ σε κάποιες βασικές παραμέτρους της υπόθεσης.
Εκ πρώτης, επισημαίνω ότι ενάγοντες είναι 2 Τραπεζικά Ιδρύματα στην Ρωσία και εναγόμενοι αριθμός Παρόχων Υπηρεσιών στην Κύπρο. Όταν η συγκεκριμένη υπόθεση ήχθη ενώπιον Δικαστηρίου, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι προηγούμενες Διοικήσεις των 2 αυτών Τραπεζικών Ιδρυμάτων, συνωμότησαν με ορισμένα άτομα εκτός Τράπεζας και μαζί υπεξαίρεσαν κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία τα οποία τους ανήκαν. Οι εναγόμενοι, συνολικά 44 στον αριθμό, είναι κυρίως ελεγκτές, λογιστές, τράπεζες και γραφεία παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών εδώ στην Κύπρο, καθώς και κάποιες εταιρείες εγγεγραμμένες, μεταξύ άλλων, στην Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι εν λόγω Νομικές Οντότητες (εναγόμενοι), υπάρχει ένα πάρα πολύ μικρό ενδεχόμενο, εντελώς αθώα, να ενεπλάκησαν σε κάποιου είδους συναφείς διαδικασίες, σίγουρα όχι καταδολίευσης. Τονίζω τις λέξεις πάρα πολύ μικρό ενδεχόμενο, διότι κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδέν στοιχείο επιβαρυντικό παρουσιάστηκε εις βάρος τους. Οι ενάγοντες, τώρα, εκτιμούν ότι οι εναγόμενοι έχουν την γνώση να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες, ούτως ώστε να εντοπιστούν τα άτομα τα οποία ψάχνουν και μετείχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε ζημιογόνες για τα Τραπεζικά Ιδρύματα συναλλαγές.
Ενώπιον Δικαστηρίου, όλοι οι εναγόμενοι εκπροσωπήθηκαν και προέβαλαν ένσταση με την κατάθεση ενόρκων δηλώσεων, θέτοντας τα επιχειρήματα ότι οι ενάγοντες, πρώτον, δεν παρουσίασαν γεγονότα ή στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν την έκδοση του ''Διατάγματος Αποκάλυψης''. Δεύτερον, δεν επικαλέστηκαν το ''Ορθό Εφαρμοστέο Δίκαιο''. Τρίτον, δεν ήρθαν στο Δικαστήριο με ''καθαρά χέρια'' καθώς η συμπεριφορά τους ήταν ανέντιμη και άδικη αφού δεν κατέθεσαν κάποια σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. Τέταρτο, υπάρχει καταφανής προθεσμία παραγραφής η οποία έχει κατά πολύ ξεπεραστεί. Πέμπτον, η μαρτυρία που δόθηκε από τους ενάγοντες είναι παράτυπη. Έκτον, οι διατάξεις για δίκαιη δίκη δεν ικανοποιήθηκαν από τους ενάγοντες και έβδομον, οι ενάγοντες ουσιαστικά προσπαθούν να αποσπάσουν παρανόμως αποδεικτικά στοιχεία και να τα χρησιμοποιήσουν με κακόβουλο τρόπο.
Αυτό που καλούμε όλους να προβληματιστούν είναι το αντίκτυπο και το βάθος που έχει η απόφαση του Δικαστηρίου στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου. Αυτές που πέτυχαν το ''Διάταγμα Αποκάλυψης'', είναι δύο Τράπεζες οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς κυρώσεων ανά την υφήλιο. Άρα αβίαστα εξάγεται το συμπέρασμα ότι είναι συνδεδεμένες με το Κρεμλίνο και το καθεστώς Πούτιν, το οποίο διεξάγει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παρά ταύτα, εμείς αποφασίσαμε, θεωρώ ελαφρά την καρδία, να δώσουμε το δικαίωμα πρόσβασης σε ευαίσθητα στοιχεία -ουσιαστικά- στις Αρχές μιας χώρας η ηγεσία της οποίας έχει χαρακτηριστεί αυταρχική και ο ηγέτης της είναι καταζητούμενος για εγκλήματα πολέμου. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αντιληφθούν κάποιοι ότι τίθενται σοβαρά θέματα ασφάλειας των εναγομένων, σε περίπτωση που οι ιθύνοντες του καθεστώτος θεωρήσουν ότι τα στοιχεία τα οποία -δυνάμει- θα λάβουν στα χέρια τους, είναι επιβαρυντικά. Διερωτώμαι ειλικρινά πώς είναι δυνατόν, χωρίς να υπάρχει έστω και ένα στοιχείο το οποίο να εμπλέκει καθ’ οιονδήποτε τρόπο κάποιων εκ των εναγομένων σε πράξεις καταδολίευσης, να δίνεται ''Διάταγμα Αποκάλυψης'' από Κυπριακό Δικαστήριο σε κάποιους με τα χαρακτηριστικά που παραθέτω πιο πάνω. Είναι βέβαιο ότι αν οι ενάγοντες είχαν στην κατοχή τους το παραμικρό, θα το κατέθεταν στο Δικαστήριο προκειμένου να ενίσχυαν την θέση τους. Καθίσταται πρόδηλο ότι όλες οι ενέργειες εκ μέρους των εναγόντων έγιναν καθαρά σε επίπεδο εικασιών, ίσως και με εκδικητική διάθεση. Κλείνοντας, θα ήτο παράλειψη να μην επισημάνω ότι τέτοιου είδους υποθέσεις, αρκετές φορές γίνονται με στόχο την αποκόμιση οικονομικού οφέλους. Εν προκειμένω, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης υπέρ των εναγόντων, τα όποια χρήματα με έμμεσο τρόπο θα καταλήξουν σε δύο τράπεζες υπό το καθεστώς κυρώσεων, οι οποίες ανήκουν καθ’ ολοκληρία στο καθεστώς Πούτιν. Εύκόλως γίνεται αντιληπτό που θα δοθούν τα χρήματα στην συνέχεια.