Kathimerini.gr
«Από επιχείρηση στη Βόρεια Ελλάδα που φτιάχνει αλλαντικά και τα διαθέτει στα σούπερ μάρκετ μέχρι και εταιρείες logistics. Παρέχουμε υπηρεσίες factoring σε όλους τους κλάδους με έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είναι συνήθως αποκλεισμένες από τέτοιες υπηρεσίες», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Βρανόπουλος περιγράφοντας τη βασική δραστηριότητα της Flexfin, λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του deal της startup. Οπως έγινε χθες γνωστό, η εταιρεία εξαγοράζεται από την Alpha Bank με στόχο τη συγχώνευσή της με την ABC Factors, τη θυγατρική του ομίλου στον κλάδο του factoring, και προστίθεται στη λίστα με τις επενδύσεις που κάνουν ελληνικές τράπεζες σε νεοφυείς επιχειρήσεις. Τέτοια deals αποτελούν συνήθως όφελος και για τις δύο πλευρές, αφενός για τις τράπεζες, που αναζητούν τρόπους επέκτασης των υπηρεσιών τους, αφετέρου για τις fintech startups, που μετά από κάποια χρόνια δραστηριότητας απορροφώνται από μεγαλύτερους παίκτες. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η εξαγορά της Flexfin αναμένεται να ενισχύσει το πελατολόγιο της ABC Factors στην ελληνική αγορά, με στόχο να χρηματοδοτήσει νέες εμπορικές απαιτήσεις που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια.
«Η εταιρεία μας ήταν πολυμετοχική. Στο μετοχικό μας κεφάλαιο συμμετείχαν 48 επενδυτές. Ηταν εξαρχής στημένη για να αναπτυχθεί και στη συνέχεια να εξαγοραστεί. Δεν ήταν απλώς μια εταιρεία για να ζήσουμε εγώ και ο Αλέξανδρος Κελαϊδίτης», εξηγεί ο κ. Βρανόπουλος, συνιδρυτής της Flexfin. Οπως σημειώνει, το επόμενο διάστημα ο ίδιος αλλά και η ομάδα αναμένεται να απορροφηθούν από την ABC Factors. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2018, το 2019 αδειοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος και εστίασε τη δραστηριότητά της στην παροχή ρευστότητας (χρηματοδότηση τιμολογίων) σε όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς περιορισμούς, ακόμη και σε ατομικές επιχειρήσεις που συνήθως δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε δανεισμό ή σε υπηρεσίες factoring. «Ολη αυτή την διαδικασία την κάνουμε ηλεκτρονικά, εξ αποστάσεως και γρήγορα. Εχουμε δηλαδή πελάτες που έχει τύχει να μην τους συναντήσουμε καν από κοντά», υποστηρίζει. «Εμείς δεν διαθέτουμε ένα απλό software, δίνουμε τα δικά μας λεφτά στους πελάτες μας, παίρνουμε το ρίσκο και αναλαμβάνουμε όλο το κομμάτι της διαχείρισης των τιμολογίων. Αυτή την υποδομή αγοράζει η Alpha Bank και αυτή θα την ενσωματώσει στο δικό της προϊόν». Κατά τον ίδιο, το factoring είναι ασφαλές. «Εάν η εταιρεία που οφείλει να πληρώσει το τιμολόγιο είναι μεγάλη και αξιόπιστη, τότε η χρηματοδότηση στον πελάτη, ακόμη και εάν είναι μικρός, είναι εξασφαλισμένη», αναφέρει. Στο μεταξύ, ο τζίρος του κλάδου factoring στην Ελλάδα σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κυρίως τις χρονιές μετά την πανδημία, οπότε η εμπορική δραστηριότητα και γενικώς η οικονομία έκαναν επανεκκίνηση. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Hellenic Factors Association, o συνολικός τζίρος του κλάδου από τα 17,6 δισ. ευρώ το 2021 ανήλθε στα 23,5 δισ. το 2022, φθάνοντας στα 24,6 δισ. το 2023. Το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από εγχώριες υπηρεσίες factoring (21,5 δισ. ευρώ το 2023) και το υπόλοιπο από διεθνείς (3,1 δισ.).
Στο μεταξύ, στην κούρσα των επενδύσεων σε fintech εταιρείες έχει μπει και η Eurobank, έχοντας αποκτήσει ήδη μειοψηφικό ποσοστό στη νεοφυή εταιρεία Plum. H τράπεζα έχει καταβάλει συνολικά 10 εκατ. ευρώ στη fintech εταιρεία, η οποία πριν από κάποιο διάστημα άντλησε 19 εκατ. από venture capitals αλλά και θεσμικούς επενδυτές με σκοπό την περαιτέρω επέκτασή της. Η εταιρεία, με έδρα το Λονδίνο και παρουσία στην Ελλάδα, έχει αναπτύξει εφαρμογή διαχείρισης αποταμιεύσεων αλλά και επενδύσεων, έχοντας προσελκύσει πάνω από 2 εκατομμύρια χρήστες σε 10 ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες ήδη λειτουργεί.