ΚΥΠΕ
Το 16% των Κυπρίων παραδέχεται ότι έχει αποκτήσει πρόσβαση σε περιεχόμενο παράνομα, ιδίως σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση αθλητικών αγώνων, αναφέρει σε έκθεση μελέτης σχετικά με την αντίληψη των πολιτών για θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO). Προσθέτει πως το 54% των καταναλωτών από την Κύπρο δεν ήταν βέβαιο αν ένα προϊόν ήταν γνήσιο ή όχι, ενώ το 17% ανέφερε ότι αγόρασε εκ προθέσεως προϊόντα παραποίησης/απομίμησης.
Όπως αναφέρεται, η έκθεση παρουσιάζει τα πορίσματα της μελέτης του 2023 με τίτλο «Ευρωπαίοι πολίτες και διανοητική ιδιοκτησία: Αντίληψη, ευαισθητοποίηση και συμπεριφορά» (Μελέτη σχετικά με την αντίληψη της ΔΙ), και αναδεικνύει περαιτέρω τα πορίσματα των προηγούμενων μελετών για την αντίληψη περί διανοητικής ιδιοκτησίας του 2013, του 2017 και του 2020.
Στόχος της μελέτης ήταν η συγκέντρωση γνώσεων σχετικά με τη στάση των Ευρωπαίων καταναλωτών σε ό,τι αφορά τη διανοητική ιδιοκτησία, ενώ συνολικά πραγματοποιήθηκαν 25.824 διαδικτυακές συνεντεύξεις από τις 30 Ιανουαρίου 2023 έως τις 15 Φεβρουαρίου 2023, στις οποίες συμμετείχαν κάτοικοι όλων των κρατών μελών της ΕΕ ηλικίας 15 ετών και άνω.
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο τους κινδύνους και τις συνέπειες της αγοράς προϊόντων παραποίησης/απομίμησης και της πρόσβασης σε περιεχόμενο από παράνομες πηγές, με το 80% των Ευρωπαίων να πιστεύει ότι πίσω από τα προϊόντα παραποίησης/απομίμησης βρίσκονται εγκληματικές οργανώσεις και να θεωρεί ότι η αγορά τέτοιων προϊόντων καταστρέφει τις επιχειρήσεις και τις θέσεις εργασίας, το 83% των συμμετεχόντων στην έρευνα να πιστεύει επίσης ότι η αγορά τέτοιων προϊόντων υποστηρίζει την αντιδεοντολογική συμπεριφορά, ενώ τα δύο τρίτα τη θεωρούν απειλή για την υγεία και την ασφάλεια και για το περιβάλλον.
Όσον αφορά την πειρατεία, το 82% των Ευρωπαίων συμφωνεί ότι η απόκτηση ψηφιακού περιεχομένου μέσω παράνομων πηγών ενέχει τον κίνδυνο επιβλαβών πρακτικών (απάτες ή ακατάλληλο για ανηλίκους περιεχόμενο), εντούτοις, παρά τα θετικά αυτά αποτελέσματα, η μελέτη αποκαλύπτει επίσης ότι 1 στους 3 Ευρωπαίους (31%) εξακολουθεί να θεωρεί αποδεκτή την αγορά προϊόντων παραποίησης/απομίμησης όταν η τιμή για το γνήσιο προϊόν είναι υπερβολικά υψηλή, με το ποσοστό αυτό να φτάνει το 50% στην περίπτωση των νεότερων καταναλωτών ηλικίας 15-24 ετών.
Συμπληρώνεται πως το 13% των Ευρωπαίων αναφέρει ότι έχει αγοράσει σκοπίμως προϊόντα παραποίησης/απομίμησης τους τελευταίους 12 μήνες, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται στο 26% για τα άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ πέφτει στο 6% στην ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών και κάτω του 5% στα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω.
Σε επίπεδο χώρας, το ποσοστό των καταναλωτών που έχει αγοράσει σκοπίμως προϊόντα παραποίησης/απομίμησης κυμαίνεται από 24% στη Βουλγαρία έως 8% στη Φινλανδία, ενώ εκτός από τη Βουλγαρία, η εκ προθέσεως αγορά προϊόντων παραποίησης/απομίμησης υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ στην Ισπανία (20%), την Ιρλανδία (19%), το Λουξεμβούργο (19%) και τη Ρουμανία (18%).
Η μείωση της τιμής των γνήσιων προϊόντων παραμένει ο λόγος που αναφέρεται συχνότερα (43%) για τη διακοπή της αγοράς προϊόντων παραποίησης/απομίμησης, με τον κίνδυνο της κακής εμπειρίας (προϊόντα κακής ποιότητας για το 27% των ερωτηθέντων και τους κινδύνους για την ασφάλεια για το 25% και ποινές για το 21%) να αποτελούν επίσης βασικούς παράγοντες που εμποδίζουν τους καταναλωτές να αγοράζουν προϊόντα παραποίησης/απομίμησης.
Σημειώνεται πως η αβεβαιότητα όσον αφορά τη γνησιότητα αυξάνεται επίσης, καθώς σχεδόν 4 στους 10 Ευρωπαίους (39%) έχουν αναρωτηθεί αν έχουν αγοράσει κάποιο προϊόν παραποίησης/απομίμησης, ενώ οι μισοί νέοι (52%) δήλωσαν το ίδιο.
Οι ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών είναι επίσης σημαντικές, με περίπου το ένα τέταρτο των καταναλωτών στη Δανία και στις Κάτω Χώρες (26%) να μη δηλώνει βέβαιο για το κατά πόσον το προϊόν που αγόρασε ήταν γνήσιο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό αυξάνεται στο 72% στη Ρουμανία.
Οι Ευρωπαίοι δείχνουν επίσης αβεβαιότητα σχετικά με τη νομιμότητα των πηγών που χρησιμοποιούν για την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο, με το 41% να διερωτάται κατά πόσον μια πηγή στην οποία απέκτησαν πρόσβαση ήταν νόμιμη ή όχι.
Σε δηλώσεις του, ο εκτελεστικός διευθυντής του EUIPO Christian Archambeau ανέφερε ότι η τελευταία έκδοση της μελέτης αντίληψης περί διανοητικής ιδιοκτησίας παρέχει νέες συναφείς πληροφορίες σχετικά με την αντίληψη των ανθρώπων για την προσβολή του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, ενώ υπογραμμίζει για μία ακόμη φορά την ανάγκη στήριξης της προστασίας των καταναλωτών, επιβεβαιώνοντας επίσης τις θετικές εξελίξεις όσον αφορά την ευαισθητοποίηση και τη διαθεσιμότητα ψηφιακού περιεχομένου από νόμιμες πηγές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι Ευρωπαίοι αντιτίθενται γενικά στη χρήση πειρατικού περιεχομένου, με το 80% να δηλώνει ότι προτιμά να χρησιμοποιεί νόμιμες πηγές για την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο, εφόσον υπάρχει διαθέσιμη κάποια οικονομικά προσιτή επιλογή.
Διευκρινίζεται ότι σχεδόν 9 στα 10 άτομα γνωρίζουν τουλάχιστον μία νόμιμη επιλογή για πρόσβαση σε περιεχόμενο στη χώρα τους και πάνω από 4 στους 10 Ευρωπαίους (43%) έχουν πληρώσει για να αποκτήσουν πρόσβαση, να τηλεφορτώσουν ή να παρακολουθήσουν μεταδόσεις μέσω ροής (streaming) περιεχομένου που προστατεύεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας από μια νόμιμη υπηρεσία κατά το προηγούμενο έτος, ωστόσο, μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων (65%) θεωρεί αποδεκτή την πειρατεία όταν το περιεχόμενο δεν είναι διαθέσιμο στη συνδρομητική τους υπηρεσία.
Επιπλέον, το 14% των Ευρωπαίων παραδέχεται ότι έχει αποκτήσει εκ προθέσεως πρόσβαση σε περιεχόμενο μέσω παράνομων πηγών κατά τους τελευταίους 12 μήνες, ποσοστό που αυξάνεται σε 1 στους 3 (33%) για τους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών, ιδιαίτερα στην περίπτωση της παρακολούθησης αθλητικών αγώνων μέσω της χρήσης παράνομων συσκευών ή εφαρμογών μετάδοσης συνεχούς ροής.
Το ποσοστό των ατόμων που έχουν πρόσβαση σε πειρατικό περιεχόμενο διαφέρει επίσης ανά χώρα, καθώς κυμαίνεται από 9% στη Φινλανδία και τη Δανία έως 22% στη Μάλτα.
Η βελτίωση της οικονομικής προσιτότητας και η ύπαρξη περισσότερων επιλογών περιεχομένου από νόμιμες πηγές είναι οι λόγοι που αναφέρθηκαν περισσότερο για την απομάκρυνση των καταναλωτών από το πειρατικό περιεχόμενο, καταλήγει η ανακοίνωση του Γραφείου.