Δελτίο Τύπου
- Το 2002 λανσαρίστηκε η πρώτη Porsche Cayenne
- Ευελιξία χάρη στη μεγάλη γκάμα τεχνικών δυνατοτήτων
- Επιδόσεις υπεραθλητή σε οποιοδήποτε έδαφος
- Πρωτοποριακή ως υβριδική έκδοση για την Porsche
- Οι παραδόσεις ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο οχήματα
Το 1989 ο Ferry Porsche έκανε την εξής πρόβλεψη: «Αν κατασκευάσουμε ένα μοντέλο off-road σύμφωνα με τα ποιοτικά μας πρότυπα και με τον θυρεό της Porsche στο μπροστινό μέρος, ο κόσμος θα το αγοράσει.» Αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Από το 2002, η Cayenne αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της παγκόσμιας επιτυχίας της Porsche. «H Cayenne πάντα ήταν σημαντικός παράγοντας έλξης για την μάρκα μας. Έχει προσελκύσει πολλούς νέους πελάτες και λάτρεις της Porsche από ολόκληρο τον κόσμο τα τελευταία 20 χρόνια», λέει ο Detlev von Platen, Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου με αρμοδιότητα τις Πωλήσεις και το Μάρκετινγκ της Porsche AG.
Στουτγάρδη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Porsche κλήθηκε να λάβει ορισμένες μεγάλες αποφάσεις, προκειμένου να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική της επιτυχία. Στις αρχές της δεκαετίας αυτής, η εταιρεία αντιμετώπισε μίας από τις σημαντικότερες οικονομικές κρίσεις της ιστορίας της: ήταν ζημιογόνος και το οικονομικό έτος 1991/92 παρέδωσε μόλις 23.060 αυτοκίνητα. Με την Boxster που παρουσιάστηκε το 1996, η Porsche ξεκίνησε την προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από την πορεία κάμψης στην οποία βρισκόταν. Γρήγορα, όμως, η διοίκηση αντιλήφθηκε ότι η θρυλική 911 και το νέο μοντέλο με τον κινητήρα στο κέντρο δεν αρκούσαν για να οδηγήσουν την εταιρεία σε ένα ασφαλές μέλλον. Τα σχέδια για μια «τρίτη Porsche» άρχισαν να λαμβάνουν σάρκα και οστά, αν και αρχικά δεν είχε αποφασιστεί οριστικά η κατηγορία της αγοράς στην οποία θα λανσαριζόταν ένα τέτοιο μοντέλο.
Μετά από πρόταση της θυγατρικής της στις ΗΠΑ, η εταιρεία στράφηκε τελικά στην επιλογή να κατασκευάσει ένα όχημα off-road και όχι ένα MPV μεταφοράς επιβατών που επίσης εξεταζόταν ως ενδεχόμενο. Αυτός ο τύπος οχήματος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στη Βόρεια Αμερική, τη μεγαλύτερη αγορά της Porsche εκείνη την εποχή. Ο Wendelin Wiedeking, CEO της εταιρείας, εξέταζε επίσης και την αναδυόμενη αγορά της Ασίας. Οι προσδοκίες από την αρχή ήταν υψηλές: Η Porsche δεν ήθελε να αρκεστεί απλώς στη δημιουργία ενός SUV με sport χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν στη μάρκα. Ο στόχος ήταν επίσης να αντιπαρατεθεί στους κορυφαίους ανταγωνιστές της στην κατηγορία των οχημάτων off-road.
Αυτή η τεράστια προσπάθεια ξεκίνησε τελικά ως μέρος ενός κοινού project με την Volkswagen, το οποίο έλαβε την κωδική ονομασία «Colorado» και ανακοινώθηκε επισήμως τον Ιούνιο του 1988: η Porsche Cayenne και το Volkswagen Touareg θα μοιράζονταν την ίδια πλατφόρμα. Παρά την ακριβώς ίδια αρχιτεκτονική, κάθε κατασκευαστής χρησιμοποίησε αρχικά τους δικούς του κινητήρες και εξέλιξε το δικό του πλαίσιο. Η Porsche ανέλαβε την ευθύνη για την εξέλιξη της κοινής πλατφόρμας στις εγκαταστάσεις της στο Hemmingen που αρχικά ήταν αυστηρά απόρρητες, ενώ η Volkswagen συνέβαλε με την τεχνογνωσία της στην παραγωγή μεγάλου αριθμού οχημάτων. Το 1999, η Porsche αποφάσισε να κατασκευάσει το αυτοκίνητο στη Γερμανία και όχι στο εξωτερικό, οπότε προχώρησε στην ανέγερση ενός νέου εργοστασίου στη Λειψία, το οποίο εγκαινιάστηκε επίσημα τον Αύγουστο του 2002. Το αντίστοιχο μοντέλο της Volkswagen, το Touareg, κατασκευαζόταν στο εργοστάσιο της Volkswagen στην Μπρατισλάβα, στη Σλοβακία. Το βαμμένο αμάξωμα της Cayenne κατασκευαζόταν επίσης στην Μπρατισλάβα, ενώ η τελική συναρμολόγηση γινόταν στη Σαξονία. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη γενιά της Cayenne (με τον εσωτερικό κωδικό Ε1 και Ε2 αντίστοιχα) κατασκευάζονταν στη Λειψία, ενώ αργότερα προστέθηκε και το Osnabrück. Με το λανσάρισμα της τρίτης γενιάς (Ε3) το 2017, η Porsche μετέφερε το σύνολο της παραγωγής της Cayenne στην Μπρατισλάβα, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγική δυνατότητα στη Λειψία για την Panamera, το sport sedan της Porsche, και για την Macan, το compact SUV της εταιρείας.
Ένα all-rounder: sport αυτοκίνητο και όχημα off-road που καλύπτει άνετα μεγάλες αποστάσεις
Χάρη στις ευρείες τεχνικές της δυνατότητες, η Cayenne αποτελεί ένα οικογενειακό αυτοκίνητο μεγάλων αποστάσεων, το οποίο ταυτόχρονα είναι ένα ικανό όχημα off-road, αλλά και ένα άκρως δυναμικό sport αυτοκίνητο με τυπικές επιδόσεις Porsche. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, η Cayenne κατάφερε να διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την κατηγορία των οχημάτων SUV την τελευταία εικοσαετία. Ο πρώτη γενιά (Ε1) ξεκίνησε με τη σιγουριά που θα περίμενε κανείς από μια Porsche: προσφέροντας τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε δύο κινητήρες V8. Στην Cayenne S, ο νέος τότε κινητήρας των 4,5 λίτρων απέδιδε 340 ίππους, ενώ η Cayenne Turbo προσέφερε την ακόμα πιο εντυπωσιακή απόδοση των 450 ίππων από τον ίδιο κυβισμό. Η τελική ταχύτητα των μοντέλων ήταν 242 και 266 χλμ./ώρα αντίστοιχα – ένα σημαντικό μήνυμα προς τους πελάτες των κανονικών sport αυτοκινήτων, των οποίων οι προσδοκίες σε ό,τι αφορά το πλαίσιο ικανοποιούνταν εξίσου ικανοποιητικά. Για τα δυναμικά χαρακτηριστικά στις στροφές ήταν υπεύθυνα δύο νέα ηλεκτρονικά συστήματα: Το Σύστημα Διαχείρισης Πρόσφυσης Porsche (PTM) του βασικού εξοπλισμού κατένειμε την ισχύ κίνησης μεταξύ του πίσω και του μπροστινού άξονα με αναλογία 62:38. Το σύστημα κίνησης ήταν επίσης μεταβλητό, χάρη σε έναν πολύδισκο συμπλέκτη, αναλαμβάνοντας να κατανέμει την ισχύ μεταξύ των μπροστινών και των πίσω τροχών με αναλογία από 100:0 έως 0:100, ανάλογα με τις ανάγκες. Μακριά από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, οι οδηγοί της Cayenne είχαν επίσης τη δυνατότητα να βασιστούν σε ένα «κοντό» κιβώτιο τετρακίνησης για τη βελτίωση της πρόσφυσης. Ένα πλήρως μπλοκέ κεντρικό διαφορικό δεν επέτρεπε το σπινάρισμα των τροχών, ακόμα και εάν σηκώνονταν λίγο από το έδαφος. Εξοπλισμένο με τέτοιες δυνατότητες, το πρώτο off-road όχημα της Porsche δεν υστερούσε σε τίποτα απέναντι σε γνωστά μοντέλα off-road του ανταγωνισμού, ακόμα και στη διάρκεια των δοκιμών που έγιναν στη φάση εξέλιξης του αυτοκινήτου.
Η Cayenne πρώτης γενιάς (Ε1) ήταν επίσης η πρώτη Porsche που διέθετε τη νέα τότε ανάρτηση PASM. Το σύστημα αυτό, το οποίο ονομάστηκε Ενεργή Διαχείριση Ανάρτησης Porsche (Porsche Active Suspension Management), προσφερόταν σε συνδυασμό με αερανάρτηση. Το σύστημα ρυθμίζει διαρκώς τη δύναμη απόσβεσης και στους υπολογισμούς του ενσωματώνει τόσο την κατάσταση του δρόμου όσο και το στυλ οδήγησης του οδηγού. Ο ρόλος της αερανάρτησης στην κίνηση εκτός δρόμου ήταν επίσης σημαντικός: Η ήδη εντυπωσιακή απόσταση των 21,7 εκατ. από το έδαφος με τη συμβατική ανάρτηση αυξήθηκε στα 27,3 εκατ. με τη βοήθεια του συστήματος ελέγχου ύψους ανάρτησης που διέθετε η αερανάρτηση. Η Porsche βελτιστοποίησε τις επιδόσεις εντός δρόμου στις αρχές του 2006, παρουσιάζοντας την πρώτη Cayenne Turbo S, η οποία τράβηξε την προσοχή με τον κινητήρα 4,5 λίτρων V8 biturbo που απέδιδε 521 ίππους, τιμή εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής.
«Καθιέρωση, τόνωση, αναβάθμιση» είναι η περιγραφή που επιλέγει ο Michael Maurt, επικεφαλής σχεδιασμού της Porsche, για την εξέλιξη του σχεδιασμού από την πρώτη Cayenne μέχρι και το σημερινό μοντέλο τρίτης γενιάς. Αυτή η περιγραφή θα ταίριαζε τέλεια και για την πρόοδο του μοντέλου στον τεχνικό τομέα: Για τη βελτιστοποίηση του βάρους και των επιδόσεων, στη δεύτερη γενιά (E2) το «κοντό» κιβώτιο τετρακίνησης αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα τετρακίνησης on-demand με έναν ενεργά ελεγχόμενο πολύδισκο συμπλέκτη, το οποίο χρησιμοποιείται και σήμερα. Η Porsche παρουσίασε επίσης υβριδικά και υβριδικά plug-in συστήματα μετάδοσης ισχύος στην πλήρως ανασχεδιασμένη Ε2. Οι εκδόσεις αυτές διέθεταν κεντρικό διαφορικό τύπου Torsen. Όλοι οι υφιστάμενοι κινητήρες απέκτησαν πρόσθετη ισχύ, με μείωση της κατανάλωσης καυσίμου που έφτανε το 23%. Το στοιχείο που τράβηξε την προσοχή στο ανασχεδιασμένο εσωτερικό ήταν η κεντρική κονσόλα, η οποία πλέον ήταν ανασηκωμένη.
«Ο στόχος με την Ε3 ήταν να προσφερθούν ακόμα περισσότερες δυνατότητες», λέει ο Hans-Jürgen Wöhler, Αντιπρόεδρος με αρμοδιότητα τη Σειρά Προϊόντων SUV από το 2013 έως το 2020, ανατρέχοντας στην εποχή που εξελίχθηκε η τρίτη γενιά Cayenne. Και προσθέτει: «Το βασικό ήταν να της δώσουμε εντονότερο sport χαρακτήρα με πιο άνετη οδική συμπεριφοριά, διατηρώντας ταυτόχρονα τις δυνατότητες εκτός δρόμου. Ειδικά για αυτόν τον σκοπό, εξελίξαμε μια αερανάρτηση τριών θαλάμων και ένα σύστημα παθητικής τετραδιεύθυνσης. Το νέο αλουμινένιο πλαίσιο συνέβαλε στην εξοικονόμηση βάρους, με αποτέλεσμα το όχημα να γίνει περισσότερο αποδοτικό και ευέλικτο. Όμως σκοπός της Ε3 ήταν, επίσης, να προσφέρει μια μεγάλη γκάμα δυνατοτήτων υποστήριξης του οδηγού, μέσω μιας σειράς νέων συστημάτων υποβοήθησης». Για τον σκοπό αυτόν, χρησιμοποιήθηκε μια κεντρική μονάδα ελέγχου στην οποία ενσωματώθηκαν όλα τα συστήματα υποβοήθησης του οδηγού. Επιπλέον, το μεγάλο SUV δέχθηκε και μια ενημέρωση συνδεσιμότητας, με ενσωμάτωση smartphone, WiFi και Bluetooth. Με την παρουσίαση της τρίτης Cayenne το 2017, η Porsche εγκατέλειψε επίσης τους πετρελαιοκινητήρες και επικεντρώθηκε στην περαιτέρω εξέλιξη της υβριδικής τεχνολογίας τύπου plug-in. Ένα άλλο σημαντικό ορόσημο την άνοιξη του 2019 ήταν το λανσάρισμα της ακόμα πιο sport Cayenne Coupé, η οποία διέθετε γραμμή οροφής με έντονη κλίση, όπως αυτή της 911.
Πρωτοπορία στην υβριδική τεχνολογία: Ενισχυμένες επιδόσεις που παραπέμπουν σε supercar
Μόνο με ηλεκτρική ισχύ, τα υβριδικά μοντέλα τύπου plug-in της τρίτης γενιάς Cayenne μπορούν να αναπτύξουν ταχύτητα έως 135 χλμ./ώρα και να καλύψουν αποστάσεις έως 44 χλμ. με μηδενικές εκπομπές ρύπων. Η τυπική κατανάλωση σύμφωνα με το πρότυπο WLTP είναι 3,1 έως 4,1 λ./100 χλμ., ανάλογα με τη διαμόρφωση και τα ελαστικά. Τα υβριδικά μοντέλα χρησιμοποιούν την μπαταρία υψηλής τάσης 17,9 kWh και τον ηλεκτροκινητήρα 100 kW όχι μόνο για ιδιαίτερα αποδοτική κίνηση, αλλά και για να προσφέρουν μια έντονα δυναμική εμπειρία οδήγησης. Το μοντέλο από το οποίο προέκυψε η στρατηγική ενίσχυσης της απόδοσης με έμφαση στις επιδόσεις που χρησιμοποιείται σε όλα τα υβριδικά μοντέλα της Porsche είναι η 918 Spyder, το super sport αυτοκίνητο που ήταν το ταχύτερο αυτοκίνητο παραγωγής στην πίστα Nordschleife του Nürburgring εκείνη την εποχή, εξαιτίας του ότι, και όχι παρά το ότι, διέθετε υβριδικό σύστημα κίνησης.
Το ισχυρότερο μοντέλο Cayenne είναι η Turbo S E-Hybrid, η οποία διατίθεται από το 2019 και προσφέρει απόδοση 680 ίππων. Όπως συμβαίνει και σε όλα τα υβριδικά μοντέλα τύπου plug-in της Porsche, ο οδηγός του κορυφαίου μοντέλου μπορεί να χρησιμοποιήσει την ηλεκτρική ενέργεια για πρόσθετη ώθηση σε οποιοδήποτε πρόγραμμα οδήγησης. Για παράδειγμα, η Cayenne Turbo S E-Hybrid διαθέτει ροπή 900 Nm, η οποία είναι διαθέσιμη κυριολεκτικά από στάση, με αποτέλεσμα το μεγάλο αυτό SUV να επιταχύνει από τα 0 στα 100 χλμ./ώρα σε 3,8 δευτερόλεπτα. Στην ανάμεικτη καθημερινή οδήγηση, ο οδηγός μπορεί να βασίζεται στη στρατηγική των έξυπνων προγραμμάτων κίνησης και να απολαμβάνει αναβαθμισμένη πρόωση με χαμηλή κατανάλωση καυσίμου.
Τα θεμέλια για τις σημερινές εξηλεκτρισμένες εκδόσεις μοντέλων τέθηκαν ήδη από το 2007, με την αναβάθμιση της Cayenne πρώτης γενιάς: Στο πρωτότυπο προπαραγωγής Cayenne S Hybrid για τους αγώνες της ΙΑΑ, η Porsche, σε αντίθεση με πολλούς από τους ανταγωνιστές της, δεν βασίστηκε σε ένα υβριδικό σύστημα διαχωρισμού της ισχύος, αλλά σε ένα παράλληλο πλήρως υβριδικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή, ο ηλεκτροκινητήρας χρησιμοποιείται όχι μόνο όταν το όχημα αρχίζει να κυλάει, αλλά και σε μεγαλύτερες ταχύτητες. Έτσι, το πρωτότυπο μπορούσε να «γλιστρήσει» έως και τα 120 χλμ./ώρα χωρίς να ενεργοποιηθεί ο κινητήρας εσωτερικής καύσης. Επίσης, ο ηλεκτροκινητήρας βελτίωσε τόσο την επιτάχυνση όσο και την ευελιξία.
Το πλήρως υβριδικό σύστημα τελικά παρουσιάστηκε στην αγορά το 2010 με την Cayenne της δεύτερης γενιάς, η οποία ήταν το πρώτο υβριδικό όχημα παραγωγής της Porsche. Ο συνδυασμός ενός υπετροφοδοτούμενου κινητήρα V6 333 ίππων και ενός ηλεκτροκινητήρα 47 ίππων συγχρονισμένης λειτουργίας απέδιδε 380 ίππους. Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε το πρώτο υβριδικό μοντέλο τύπου plug-in, με το οποίο η Porsche πρωτοπόρησε στην κατηγορία των πολυτελών SUV. Η αμιγώς ηλεκτρική αυτονομία της Cayenne S E-Hybrid υπερέβαινε τα 30 χλμ. Η μπαταρία με τα υβριδικά στοιχεία μετάλλου νικελίου αντικαταστάθηκε από μια μπαταρία ιόντων λιθίου. Ο κινητήρας εσωτερικής καύσης παρέμεινε ο ίδιος, ενώ η απόδοση του ηλεκτροκινητήρα αυξήθηκε στους 95 ίππους, με αποτέλεσμα η ισχύς συστήματος να φτάνει στους 416 ίππους.
Supercar σε οποιοδήποτε έδαφος: επιτυχίες σε αγώνες και ρεκόρ γύρου
Η Cayenne είναι ένα all-rounder με sport χαρακτήρα και έχει αποδείξει τις δυνατότητές της σε μια σειρά ακραίων συνθηκών. Το 2006, δύο ιδιωτικές αγωνιστικές ομάδες συμμετείχαν με μια Porsche Cayenne S στο Υπερσιβηρικό Ράλι από τη Μόσχα έως το Ουλάν Μπατόρ της Μογγολίας, διασχίζοντας τη Σιβηρία, και κατέλαβαν την πρώτη και τη δεύτερη θέση. Η Porsche εμπνεύστηκε από την επιτυχία αυτή και εξέλιξε μια περιορισμένη σειρά 26 μοντέλων Cayenne S Transsyberia, ειδικά για αγώνες μεγάλων αποστάσεων, τα οποία ήταν προσαρμοσμένα για χρήση σε αγώνες από πελάτες και σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία. Τα αυτοκίνητα αυτά κατέλαβαν τις τρεις πρώτες θέσεις στο Υπερσιβηρικό Ράλι το 2007, ενώ συνολικά επτά αυτοκίνητα Porsche βρέθηκαν μέσα στην πρώτη δεκάδα.
Ο ειδικός εξοπλισμός της Cayenne S Transsyberia περιελάμβανε εξειδικευμένα ελαστικά παντός εδάφους, κλωβό ασφαλείας, κοντύτερες σχέσεις μετάδοσης, μπλοκέ διαφορικό, ενισχυμένα μπροστινά ψαλίδια και ενισχυμένο υποδάπεδο. Η απόδοση του κινητήρα V8 παρέμεινε αμετάβλητη στους 385 ίππους. Καθώς το αγωνιστικό αυτοκίνητο βασιζόταν στην ανανεωμένη έκδοση της πρώτης γενιάς, οι αγωνιζόμενοι επωφελήθηκαν επίσης από τις βελτιώσεις που είχαν υλοποιηθεί στην Cayenne: οι νέοι κινητήρες με σύστημα άμεσου ψεκασμού καυσίμου κατανάλωναν έως και 15% λιγότερο καύσιμο, ενώ το νέο Σύστημα Δυναμικού Ελέγχου Πλαισίου (PDCC), σε συνδυασμό με τις ενεργές αντιστρεπτικές ράβδους, εκμηδένιζε σε μεγάλο βαθμό τις κλίσεις του αμαξώματος στις στροφές, επιτρέποντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη αρθρωτή μετακίνηση των αξόνων. Το 2008, 19 περαιτέρω βελτιστοποιημένες Cayenne S Transsyberia βρέθηκαν στην εκκίνηση του Σιβηρικού Ράλι και κατέλαβαν όλες τις θέσεις της πρώτης δεκάδας εκτός από την έκτη.
Ενώ το Υπερσιβηρικό Ράλι, το οποίο δεν είχε πραγματοποιηθεί ως τότε, κάλυπτε πάνω από 7.000 χλμ. και απαιτούσε οδήγηση επί περίπου δύο εβδομάδες, το τρέχον μοντέλο Cayenne Turbo GT χρειάστηκε μόλις 20,832 χλμ. για να επιδείξει τις κορυφαίες της sport επιδόσεις, καταγράφοντας χρόνο γύρου 7:38.925. Στις 14 Ιουνίου 2021, ο οδηγός δοκιμών και εξέλιξης Lars Kern πέτυχε εντυπωσιακό ρεκόρ γύρου οχημάτων SUV στη θρυλική πίστα Nordschleife του Nürburgring. Ρυθμισμένη για μέγιστες επιδόσεις στις επιταχύνσεις και τις στροφές, η Turbo GT αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο αθλητή στην γκάμα των μοντέλων Cayenne. Ο τετράλιτρος κινητήρας V8 biturbo των 640 ίππων θέτει τα θεμέλια για εκπληκτικά χαρακτηριστικά οδήγησης. Για την τυπική επιτάχυνση στα 100 χλμ./ώρα απαιτούνται μόλις 3,3 δευτερόλεπτα, ενώ η τελική της ταχύτητα αγγίζει τα 300 χλμ./ώρα. Με ακόμα πιο sport γραμμές και διαθέσιμη αποκλειστικά ως τετραθέσιο Coupé, η Cayenne Turbo GT αξιοποιεί όλα τα διαθέσιμα συστήματα ελέγχου του πλαισίου στον βασικό της εξοπλισμό, ενώ τα ελαστικά επιδόσεων που φοράει έχουν εξελιχθεί ειδικά για το συγκεκριμένο μοντέλο. Το σύστημα μετάδοσης ισχύος και το πλαίσιο είναι ρυθμισμένα ανεξάρτητα. Το αποτέλεσμα είναι ένα αρμονικό σύνολο με εξαιρετικά χαρακτηριστικά στην αγωνιστική πίστα.
Η σπίθα: Από το «Roadrunner» στην πρώτη GTS της σύγχρονης εποχής
Οι μηχανικοί εξέλιξης της Cayenne πρώτης γενιάς είχαν ήδη στο μυαλό τους μια έκδοση επιδόσεων δρόμου, όταν ήρθε η στιγμή να επεκταθεί η σειρά μοντέλων μετά το εντυπωσιακό ντεμπούτο αυτού του αυτοκινήτου. Ο Oliver Laqua, η οποίος σήμερα έχει τη συνολική ευθύνη για την Cayenne, εργαζόταν ήδη στο πρωτότυπο Ε1 το 1998 και το 2004 ανέλαβε τον σχεδιασμό μιας Cayenne η οποία είχε έντονα sport χαρακτήρα από κάθε άποψη. Η φιλοδοξία του νεαρού τότε μηχανικού ήταν σαφής από την αρχή, καθώς ο σκοπός του ήταν να εξελίξει ένα ιδιαίτερα ελαφρύ όχημα με την κωδική ονομασία «Roadrunner». «Σχεδιάζαμε να αφαιρέσουμε το κιβώτιο τετρακίνησης, διότι έτσι θα μειωνόταν το βάρος κατά 80 κιλά. Και σκεφτήκαμε να προσθέσουμε τέσσερα αγωνιστικά καθίσματα τύπου bucket, για περαιτέρω μείωση βάρους και εντονότερη αίσθηση», θυμάται σήμερα ο Laqua. Ωστόσο, το γεγονός ότι το «Roadrunner» θα προσφερόταν αποκλειστικά με πίσω κίνηση δεν ενθουσίασε το Διοικητικό Συμβούλιο, όπως συνέβη και με τα μάλλον μη πρακτικά καθίσματα bucket. Για το σύστημα μετάδοσης ισχύος, όμως, οι μηχανικοί εξέλιξης τελικά έκαναν αυτό που ήθελαν: τοποθετήθηκε ατμοσφαιρικός κινητήρας V8 και όχι υπερτροφοδοτούμενος. «Σε αυτό το project, δεν μετρούσε μόνο η ισχύς. Το αυτοκίνητο έπρεπε να έχει και πραγματική απόκριση γκαζιού», λέει ο Laqua. Ο βασικός εξοπλισμός περιελάμβανε ένα μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων έξι σχέσεων και ειδικά εξελιγμένη ανάρτηση. Για πρώτη φορά, η χαλύβδινη ανάρτηση συνδυάστηκε με σύστημα ελεγχόμενης απόσβεσης PASM, μια λύση η οποία έως τότε επιλεγόταν μόνο για δίπορτα sport αυτοκίνητα. Το μπροστινό και το πίσω μέρος παρέπεμπε στην Cayenne Turbo. Τα προστατευτικά των θόλων των τροχών προεξείχαν κατά περίπου 14 χλστ. σε κάθε πλευρά, με αποτέλεσμα το νέο αυτό μοντέλο να είναι και το πιο εντυπωσιακό οπτικά. Ήταν επίσης χαμηλότερο από την Cayenne S κατά 24 χλστ.
Το όνομα προήλθε από τα βιβλία της ιστορίας της Porsche – από την 928 GTS, η οποία σταμάτησε να παράγεται το 1995 και της οποίας το όνομα προερχόταν με τη σειρά του από την Porsche 904 Carrera GTS της δεκαετίας του 1960. Τα ιστορικά μοντέλα με τον χαρακτηρισμό «GTS» που σημαίνει «Gran Turismo Sport» είχαν εξαιρετικά sport χαρακτήρα που συνδυαζόταν με εκπληκτικές δυνατότητες στις μεγάλες αποστάσεις. Η πρώτη Cayenne GTS λανσαρίστηκε το 2007, με το facelift της γενιάς Ε1. Αποδίδοντας 405 ίππους από κυβισμό 4,8 λίτρων, αποτελούσε την κορυφαία έκδοση Cayenne με ατμοσφαιρικό κινητήρα. Στην GTS δεύτερης γενιάς, η απόδοση αυξήθηκε ελαφρώς στους 420 ίππους, ενώ για το facelift του 2015 η Porsche επέλεξε, αντί για τον ατμοσφαιρικό κινητήρα V8, έναν κινητήρα V6 biturbo για λόγους αποδοτικότητας. Παρά τον μικρότερο κυβισμό, ο κινητήρας αυτός απέδιδε 20 ίππους περισσότερους και είχε χαμηλότερη κατανάλωση καυσίμου. Στη σημερινή Cayenne GTS, η Porsche βασίζεται και πάλι σε οκτώ θαλάμους καύσης, καθώς διαθέτει έναν τετράλιτρο κινητήρα V8 biturbo 460 ίππων. Μετά την έμπνευση που προσέφερε η ηχηρή επιτυχία της Cayenne GTS, κάθε σειρά μοντέλων της Porsche περιλαμβάνει πλέον και μια έντονα sport έκδοση GTS.
Νέες αγορές, νέοι πελάτες: η Cayenne ανοίγει πόρτες
Λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της στην Έκθεση Αυτοκινήτου του Παρισιού τον Σεπτέμβριο του 2002, η Cayenne σημείωσε παγκόσμια επιτυχία και αμέσως ξεπέρασε τις προσδοκίες για τις πωλήσεις της. Αρχικά προβλεπόταν η παράδοση 25.000 μονάδων ετησίως. Στα οκτώ έτη μοντέλου της πρώτης γενιάς, πωλήθηκαν 276.652 αυτοκίνητα, δηλαδή σχεδόν 35.000 μονάδες τον χρόνο. Στο μεταξύ, η εκατομμυριοστή Cayenne αποτελεί πλέον ιστορία, καθώς βγήκε από τη γραμμή παραγωγής το καλοκαίρι του 2020. Το 2021 παραδόθηκαν τελικά αρκετά περισσότερες από 80.000 μονάδες.
Για την Porsche, η Cayenne έχει θέσει τα οικονομικά θεμέλια για μια βιώσιμη επιτυχημένη πορεία, για την οποία δεν θυσιάζονται οι αγωνιστικές αξίες της εταιρείας. «Με την Cayenne, καταφέραμε για πρώτη φορά να μεταφέρουμε με επιτυχία τον θρύλο της Porsche σε μια εντελώς νέα κατηγορία της αγοράς», δήλωσε ο Oliver Blume, Πρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Porsche AG, στην παγκόσμια πρεμιέρα της τρίτης γενιάς που έλαβε χώρα στην ταράτσα του Μουσείου της Porsche το 2017. «Το sport αυτοκίνητο που διαθέτουμε για την κατηγορία των SUV έχει αποδειχθεί bestseller και ωθεί την ανάπτυξη της εταιρείας από το 2002. Και δεν είναι μόνο αυτό. Η Cayenne άνοιξε τις πόρτες για την είσοδο της Porsche σε πολλές νέες αγορές και συνέβαλε σημαντικά στη διεθνοποίηση του δικτύου πωλήσεων της εταιρείας.»
Ο Detlev von Platen, Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου με αρμοδιότητα τις Πωλήσεις και το Μάρκετινγκ της Porsche, λέει: «Ως σύμβολο του στιλ στην κατηγορία των SUV, η Cayenne έχει βοηθήσει στην ενίσχυση της απήχησης της μάρκας, ειδικά στην Κίνα και σε άλλες αγορές της Ασίας. Είναι πλέον ένα από τα μοντέλα της Porsche με τη μεγαλύτερη ζήτηση παγκοσμίως, ενώ είμαι σίγουρος ότι θα παραμείνει ιδιαίτερα δημοφιλής και στο μέλλον.»
H εταιρεία A.I. Motokinisi Ltd είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος των αυτοκινήτων Porsche στην Κύπρο με εκθεσιακούς χώρους σε Λευκωσία και Λεμεσό.