BLOOMBERG, FINANCIAL TIMES
Η κλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης με την επιθετική, αν και προβλεπόμενη, απόφαση της Μόσχας να κλείσει επ’ αόριστον τον αγωγό Nord Stream 1 οδήγησε σε νέα πτώση το ευρώ, αυτή τη φορά κάτω από τα 99 σεντς του δολαρίου. Έπειτα από δύο δεκαετίες το ενιαίο νόμισμα υποχώρησε χθες το πρωί κατά 0,7% στα 98,80 σεντς του δολαρίου αντανακλώντας τις δυσοίωνες εκτιμήσεις της αγοράς σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης και τη διαφαινόμενη ύφεση στη Γηραιά Ηπειρο.
Αν και κατά την πάγια τακτική της η Gazprom επικαλέστηκε τεχνικό πρόβλημα, η είδηση έγινε γνωστή λίγες ώρες αφότου οι χώρες του G7 ανακοίνωσαν το σχέδιό τους να επιβάλουν ανώτατο όριο τιμής στις πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου, εν μέρει ως μέτρο αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και εν μέρει για να πληγούν τα έσοδα της Μόσχας με τα οποία χρηματοδοτεί την εισβολή στην Ουκρανία. Δεδομένου ότι μεταφράζεται τώρα σε συνεχείς πιέσεις στο ευρώ, η ενεργειακή κρίση δυσχεραίνει πλέον και το έργο της ΕΚΤ, που αναμένεται να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.
Η αντίδραση των ευρωπαϊκών χωρών ήταν άμεση, καθώς με πρώτη τη Γερμανία έσπευσαν από το Σαββατοκύριακο να ανακοινώσουν μέτρα που θα ανακόψουν την άνοδο των τιμών της ενέργειας, αλλά και γενικότερα του κόστους διαβίωσης. Με μια κίνηση που προδίδει τη σοβαρότητα του θέματος, η Γερμανία ανακοίνωσε την Κυριακή πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνολικού ύψους 65 δισ. ευρώ και η Φινλανδία αντίστοιχο πρόγραμμα ύψους 10 δισ. ευρώ. Είχε προηγηθεί το Σάββατο η Σουηδία, που ανακοίνωσε πακέτο μέτρων ύψους 23 δισ. για τη στήριξη των εταιρειών κοινής ωφελείας. Και η Goldman Sachs προβλέπει πως το ευρώ θα υποχωρήσει στα 97 σεντς του δολαρίου μέσα στους επόμενους τρεις μήνες και θα παραμείνει κάτω τής ένα προς ένα ισοτιμίας για περίοδο έξι μηνών. Οι εκτιμήσεις είναι, άλλωστε, δυσοίωνες για την Ευρώπη καθώς η ανεπάρκεια ενεργειακών πόρων προοιωνίζεται έναν μακρύ και δύσκολο χειμώνα στη Γηραιά Ηπειρο και την οικονομία της, ενώ η ΕΚΤ είναι αναγκασμένη να αυξήσει τα επιτόκια.
Μιλώντας στους Financial Times ο Μπράιαν Μάρτιν, επικεφαλής του τομέα οικονομικών ερευνών στην ΑΝΖ, τόνισε πως «περιπλέκεται σημαντικά το έργο της ΕΚΤ εξαιτίας της αβεβαιότητας γύρω από την προσφορά ρωσικού φυσικού αερίου». Ο ίδιος προσέθεσε πως έχει ήδη προεξοφληθεί από την αγορά μια αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, αλλά «η απόφαση της Μόσχας να κλείσει επ’ αόριστον την παροχή του καυσίμου αυξάνει τον κίνδυνο της ύφεσης και την πιθανότητα επιτάχυνσης του πληθωρισμού». Ομοίως ο Ροντρίγκο Κατρίλ, αναλυτής συναλλάγματος στη National Australia Bank, τόνισε πως «η έλλειψη φυσικού αερίου σημαίνει έλλειψη ανάπτυξης και σημαίνει επίσης πως η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα είναι περιοριστική».
Μεταξύ παραγόντων της αγοράς ενισχύονται διαρκώς οι προσδοκίες για αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της Πέμπτης. Την ίδια στιγμή, πάντως, αναλυτές και οικονομολόγοι τονίζουν πως είναι εξαιρετικά δύσκολη η λήψη της σχετικής απόφασης για την Τράπεζα, καθώς η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και οι συνεργάτες της πρέπει να διαχειριστούν τα δίδυμα προβλήματα του πληθωρισμού και της κυοφορούμενης ύφεσης.
Οπως τονίζει στο Bloomberg η Σου Λιν Ονγκ, επικεφαλής του τομέα στρατηγικής επενδύσεων στη Royal Bank of Canada, «κάποια στιγμή οι τράπεζες θα αρχίσουν να ρωτούν πόσο πληθωρισμό είναι διατεθειμένες να ανεχθούν οι κεντρικές τράπεζες αν οι οικονομίες διολισθήσουν σε ύφεση». Η ίδια τόνισε πως «το τίμημα που τελικά θα πληρωθεί θα είναι η ασθενέστερη ανάπτυξη ή η ύφεση και η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας», αλλά προσέθεσε ότι «όσο παραμένουν για πολύ καιρό σε υψηλά επίπεδα οι τιμές της ενέργειας, περιορίζουν τα περιθώρια κινήσεων της ΕΚΤ τόσο στη συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας όσο και γενικότερα».