Kathimerini.gr
Σε αύξηση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου ντίζελ κατά τουλάχιστον ένα πέμπτο προχώρησε η Ευρώπη τον Ιούλιο, γεγονός που αντανακλά το μέγεθος της πρόκλησης που αντιμετωπίζει στην προσπάθειά της να απεξαρτηθεί από τις ενεργειακές ροές από τη Ρωσία, που διασφαλίζουν πολύτιμα κεφάλαια στο Κρεμλίνο για τον πόλεμο που συνεχίζει να διεξάγει στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times που επικαλείται στοιχεία από την εταιρεία του κλάδου Vortexa, η Ευρώπη εισήγαγε περίπου 700.000 βαρέλια καυσίμων την ημέρα από τη Ρωσία, μόνο τον περασμένο μήνα. Πρόκειται για ποσότητα πετρελαίου αρκετά υψηλότερη σε σχέση με τον Ιούνιο και κατά 22% μεγαλύτερη σε σχέση με τα επίπεδα εισαγωγών τον Ιούλιο του 2021. Τα νούμερα έρχονται να επιβεβαιώσουν την τεράστια δυσκολία που έχει η Ευρώπη να περιορίσει τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία και βέβαια να εφαρμόσει την απόφαση που έχει λάβει, σύμφωνα με την οποία οι εισαγωγές θα πρέπει να μηδενιστούν έως τον Φεβρουάριο.
«Η Ευρώπη είναι πολύ μακριά από τον στόχο της αντικατάστασης του ρωσικού ντίζελ», σχολίασε ο κορυφαίος οικονομολόγος της Vortexa, Ντέιβιντ Γουέτς, εκφράζοντας σοβαρές αμφιβολίες για τη δυνατότητα των Ευρωπαίων να εφαρμόσουν το εμπάργκο που έχουν ανακοινώσει. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές από τη Ρωσία, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% της συνολικής κατανάλωσης της περιοχής, δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον η Ε.Ε. είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει το σύνολο των κυρώσεων που προγραμματίζει να επιβάλει στη Ρωσία.
Ως ένδειξη ανησυχίας σχετικά με την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια, η Ευρώπη τον περασμένο μήνα χαλάρωσε κάποιες από τις κυρώσεις που είχε αποφασίσει κατά ρωσικών ομίλων όπως η Rosneft, επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές εταιρείες να προχωρούν σε συναλλαγές μαζί τους για πετρέλαιο που έχει προορισμό τρίτες χώρες. Οπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times, μεγάλο μέρος των εισαγωγών σε ντίζελ της Ε.Ε. προέρχεται από τη μετατροπή του αργού πετρελαίου σε καύσιμο στα διυλιστήρια. Ωστόσο, η Ευρώπη αντιμετωπίζει ελλείψεις μετά την πανδημία, περίοδο που η ζήτηση για καύσιμα περιορίστηκε και ο κόσμος έπαψε να ταξιδεύει. Ως εκ τούτου, ο κ. Γουέτς επεσήμανε πως μεγάλο ερώτημα είναι εάν τα αμερικανικά διυλιστήρια που συνήθως επικεντρώνονται στην παραγωγή βενζίνης θα βρουν ελκυστικά τα μεγάλα περιθώρια κέρδους που προσφέρονται προκειμένου να παραγάγουν ντίζελ για την Ευρώπη. Οπως αναφέρει το S&P Global Commodity Insights, η διαφορά ανάμεσα στην τιμή του Brent και του ντίζελ είναι 35 δολάρια το βαρέλι, ενώ στην περίπτωση της βενζίνης αυτή η διαφορά μειώνεται στα 20 δολάρια. Λόγω του φόβου της ύφεσης τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές του πετρελαίου και των καυσίμων έχουν υποχωρήσει, ωστόσο η τιμή της βενζίνης –η οποία είναι 10 φορές πάνω από τα επίπεδα που ήταν κατά την τελευταία δεκαετία– δημιουργεί πιέσεις στην αγορά του ντίζελ.