ΚΥΠΕ
Απάντηση στις επικρίσεις ότι φάκελοι που αφορούν στην υπόθεση της Μονής Οσίου Αββακούμ βρίσκονται αρκετό καιρό υπό εξέταση στη Νομική Υπηρεσία, έδωσε σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Γιώργος Λ. Σαββίδης, μιλώντας σε δημοσιογράφους, σημειώνοντας ότι υπάρχουν και άλλες ενότητες με υποθέσεις που εξετάζονται, ενώ είπε πως η κάθε ενότητα πρέπει να έχει πλήρως ολοκληρωθεί πριν από τη λήψη οποιασδήποτε περαιτέρω απόφασης από τη Νομική Υπηρεσία.
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, στο περιθώριο διάλεξης του Αντιπροέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δικαστή Σάββα Παπασάββα με θέμα: «Πρόσφατη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε θέματα Κυρώσεων», ο κ. Σαββίδης εξήγησε ότι σε κάθε ποινική υπόθεση, το έργο της Νομικής Υπηρεσίας αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας.
«Το θέμα των ερευνών δεν είναι θέμα που αφορά στη Νομική Υπηρεσία, αφορά στην Αστυνομία», είπε, εξαίροντας το έργο της αστυνομίας, γιατί «σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν προχωρήσει με πολύ γοργό ρυθμό οι ανακρίσεις σε μια αρκετά δύσκολη, με οικονομική υφή, υπόθεση, και η μια ενότητα έχει ήδη καταχωρηθεί και εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου».
«Δεν σημαίνει ότι κάθε φορά που κάποιος φάκελος βρίσκεται στη Νομική Υπηρεσία, το θέμα έχει τελειώσει και εναπόκειται στη Νομική Υπηρεσία να απαντήσει», πρόσθεσε ο Γενικός Εισαγγελέας, σημειώνοντας ότι «πολλές φορές συμβαίνει να αποστέλλονται [φάκελοι] πίσω στην Αστυνομία από τους δικηγόρους της Νομικής Υπηρεσίας που χειρίζονται την υπόθεση, ώστε να γίνουν περαιτέρω εξετάσεις και να δοθούν περαιτέρω κατευθύνσεις».
Εξήγησε, ακόμα, ότι για να μπορέσει να ληφθεί μια απόφαση από τη Νομική Υπηρεσία για τον τρόπο χειρισμού μιας ενότητας, πρέπει όλες οι υποθέσεις της συγκεκριμένης ενότητας να είναι ολοκληρωμένες. «Αυτή είναι η σωστή αντιμετώπιση του θέματος και αυτό είναι που γίνεται», είπε ο κ. Σαββίδης.
Ερωτηθείς εάν το εκκλησιαστικό δικαστήριο λαμβάνεται υπ' όψιν στις υποθέσεις που αφορούν στη Μονή Οσίου Αββακούμ ή αν το θέμα είναι κατ’ εξοχήν ποινικό με βάση τι έχουν ενώπιον τους οι διωκτικές Αρχές, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε ότι το ανακριτικό έργο αφορά οτιδήποτε λέγεται στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στην έκταση που υπάρχει μαρτυρία η οποία θα επαναληφθεί και στους αρμόδιους ανακριτές.
«Τι είναι αποδεκτό σε ένα κυπριακό, ποινικό δικαστήριο σαν μαρτυρία είναι σαφώς καθορισμένο. Άρα ο δικηγόρος, ο λειτουργός της Νομικής Υπηρεσίας που θα χειριστεί την υπόθεση, πρέπει να έχει ως γνώμονα μόνο το τι μπορεί να παρουσιάσει και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να το παρουσιάσει σε μια ποινική υπόθεση, με βάση το δίκαιο της απόδειξης», είπε.
«Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν οτιδήποτε λέγεται στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, εκτός στην έκταση που υπάρχει μαρτυρία, η οποία θα επαναληφθεί και στους αρμόδιους ανακριτές της Αστυνομίας αλλά και στους ποινικούς ανακριτές που διορίσαμε, ώστε να προχωρήσει και να αποτελέσει μέρος του φακέλου της ποινικής διερεύνησης που θα οδηγήσει ενδεχόμενα σε ποινική δίκη», προσθεσε.