ΚΥΠΕ
Να επανεξετάσει άμεσα την αίτηση αναγνωρισμένου πρόσφυγα που ζει στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια, για πολιτογράφηση, και που απορρίφθηκε στη βάση του κριτηρίου «καλού χαρακτήρα, καλεί το Υπουργείο Εσωτερικών η Επίτροπος Διοικήσεως, Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη σε έκθεσή της.
Συγκεκριμένα, η Επίτροπος εισηγείται στον Υπουργό Εσωτερικών, στον οποίο υποβάλλει και την Έκθεση, όπως, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, μεριμνήσει ώστε το αίτημα του παραπονούμενου για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, «τύχει άμεσης επανεξέτασης», λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις της σε σχέση με την υπόθεση.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, το παράπονο υποβλήθηκε από την Κορίνα Δρουσιώτου, Συντονίστρια της μη-κυβερνητικής οργάνωσης Cyprus Refugee Council (CRC) αναφορικά με την απόρριψη, τον Μάιο του 2021, αίτησης που υπέβαλε αναγνωρισμένος πρόσφυγας, για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας με πολιτογράφηση, στη βάση του κριτηρίου της νομοθεσίας που προϋποθέτει ο αιτητής να είναι καλού χαρακτήρα.
Το CRC ανέφερε/υποστήριξε ότι ο παραπονούμενος διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια, καθότι ήρθε στη χώρα με την οικογένειά του το 2001, σε ηλικία μόλις 7 ετών και μεγάλωσε στην Κύπρο με την μητέρα του, αφού ο πατέρας του, τους εγκατέλειψε, αναφέρει η Έκθεση.
Το 2003, παραχωρήθηκε σε όλα τα μέλη της οικογένειάς του, όπως και στον ίδιο, καθεστώς αναγνωρισμένου πρόσφυγα, αναφέρεται, ενώ ο παραπονούμενος υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας το 2017, 16 χρόνια μετά την άφιξη του στην Κύπρο και 14 χρόνια μετά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγας.
Σημειώνεται ότι το αίτημα του απορρίφθηκε τον Μάιο του 2021, με την αιτιολόγηση ότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, δηλαδή δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι άτομο καλού χαρακτήρα, επειδή στο παρελθόν είχε απασχολήσει την Αστυνομία για αδίκημα που αφορούσε υπόθεση κλοπής.
Πράγματι, αναφέρεται, ο παραπονούμενος διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, (κλοπή χαλκοσωλήνων από σχολείο) και η ποινή που του επιβλήθηκε από το Δικαστήριο ήταν δύο χρόνια φυλάκισης με αναστολή και χρηματικό πρόστιμο €1000. «Ωστόσο, το αδίκημα διαπράχθηκε όταν ο παραπονούμενος ήταν ακόμα ανήλικος (17 ετών) και, εν πάση περιπτώσει, έλαβε χώρα 6 χρόνια πριν την υποβολή της αίτησής του για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας», αναφέρεται. Σημειώνεται, ότι, μετά τη διάπραξή του, πήγε οικειοθελώς στην Αστυνομία και ομολόγησε την πράξη του, ενώ οι λόγοι, που τον οδήγησαν στην διάπραξη του αδικήματος, σχετίζονταν άμεσα με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικογένειά του την δεδομένη περίοδο, αφού η μητέρα του ήταν άνεργη και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Αναφέρεται ακόμη ότι ο παραπονούμενος εργάζεται από νεαρή ηλικία σε διάφορες επιχειρήσεις και ότι τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζεται στην ίδια εταιρεία, στην οποία το 2020, μετά από σχετική εκπαίδευση και απόκτηση άδειας ψυκτικού, προήχθη ως υπεύθυνος σε συνεργεία εγκαταστάσεων κεντρικών συστημάτων κλιματισμού, Split Units και φωτοβολταϊκών. «Ο εργοδότης του, δε, σε σχετική συστατική επιστολή, εκθειάζει τον χαρακτήρα και την εργατικότητά του», προστίθεται.
Το CRC σημείωσε ότι η απόρριψη της αίτησης του «έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις, αλλά και το πνεύμα», του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981, ο οποίος αποσκοπεί στον μη στιγματισμό ατόμων που καταδικάσθηκαν για συγκεκριμένα αδικήματα, για την υπόλοιπη τους ζωή.
Η Επίτροπος σημειώνει ότι ο σχετικός Νόμος καθορίζει την «περίοδο αποκατάστασης» ενός δράστη αδικήματος, από την ημερομηνία καταδίκης του και αναλόγως της ποινής που του επιβλήθηκε και της ηλικίας του. Συγκεκριμένα, για περιπτώσεις που η ποινή φυλάκισης υπερβαίνει το ένα έτος αλλά όχι τα δύο έτη, η περίοδος αποκατάστασης για πρόσωπα κάτω των 21 ετών ή εθνοφρουρούς καθορίζεται σε δύο έτη.
Αναφέρεται επίσης, στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1951, η οποία αναφέρει ότι οι συµβαλλόµενες χώρες θα διευκολύνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αφοµοίωση και πολιτογράφηση των προσφύγων και θα προσπαθήσουν να επιταχύνουν τη διαδικασία της πολιτογραφήσεως και να ελαττώσουν τα δηµοσιονοµικά βάρη αυτής της διαδικασίας.
Στα πλαίσια διερεύνησης του παραπόνου, η Επίτροπος αναφέρει ότι απέστειλε τον Σεπτέμβριο του 2021 επιστολή στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και στον τότε Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠΜ), επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, όπως αναφέρεται, τις διατάξεις του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες, άτομα τα οποία αποκαθίστανται, σε σχέση με οποιαδήποτε καταδίκη, θεωρούνται, έναντι του νόμου, ότι ουδέποτε διέπραξαν, κατηγορήθηκαν, διώχθηκαν ή καταδικάστηκαν για το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα.
Σημειώθηκε, ακόμη, ότι η έννοια και ερμηνεία του κριτηρίου του «καλού χαρακτήρα» για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας, «έχει τύχει σχολιασμού επανειλημμένα από το Γραφείο μου». Ειδικότερα, αναφέρει η Έκθεση, σε συστημικές τοποθετήσεις σε σχέση με ευρύτερα ζητήματα που αφορούν την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας, επισημάνθηκε ότι νομοθεσία δεν ορίζει και δεν συγκεκριμενοποιεί την έννοια του «καλού χαρακτήρα», παρά το ότι αυτή έχει μεταβλητό περιεχόμενο, είναι δύσκολα προσδιορίσιμη και είναι ανοιχτή σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Στην απαντητική του επιστολή, ημερομηνίας 6/12/2021, το ΤΑΠΜ «περιορίστηκε να μας αναφέρει ότι «δεν τίθεται θέμα επανεξέτασης της εν θέματι αίτησης για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, καθότι δεν προέκυψε οποιοδήποτε νεότερο στοιχείο που να μη λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση και το οποίο θα μπορούσε να διαφοροποιήσει την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών», αναφέρεται στην Έκθεση.
Επιπλέον ενημέρωσε όπως αναφέρει, το γραφείο της Επιτρόπου, ότι «το Τμήμα προωθεί νομοσχέδιο για τροποποίηση του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, στο οποίο περιλαμβάνεται πρόταση για συγκεκριμενοποίηση του κριτηρίου του καλού χαρακτήρα».
Αναφέρεται ότι σε νέες επιστολές του γραφείου της, ζήτησαν από το ΤΑΠΜ να τους ενημερώσει σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία τροποποίησης του εν λόγω Νόμου καθώς και τι ακριβώς θα περιλαμβάνει η τροποποίηση αυτή, όσο αφορά το κριτήριο του “καλού χαρακτήρα”.
Στις απαντητικές επιστολές της, η Αν. Διευθύντρια του ΤΑΠΜ «επανέλαβε τη θέση» ότι «δεν τίθεται θέμα επανεξέτασης» της περίπτωσης του παραπονούμενου και τους πληροφόρησε ότι το νομοσχέδιο που προωθεί το ΤΑΠΜ για τροποποίηση του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν.141(Ι)/2002 βρίσκεται υπό εξέταση. Ανάφερε ακόμη, ότι στην προτεινόμενη τροποποίηση, το κριτήριο του καλού χαρακτήρα συγκεκριμενοποιείται μεταξύ άλλων, σε πρόσωπα τα οποία: δεν έχουν επιδείξει με έργα ή με λόγια, έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια προς τη Δημοκρατία, δεν καταζητούνται διεθνώς, δεν έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης για οποιοδήποτε αδίκημα στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό, δεν εκκρεμεί εις βάρος τους οποιαδήποτε ποινική υπόθεση στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό, δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας.
Η Επίτροπος, εισηγείται, εκτός από το θέμα της επανεξέτασης της αίτησης, επίσης όπως, στα πλαίσια τροποποίησης των διατάξεων της περί αρχείου πληθυσμού νομοθεσίας που διέπουν την παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, συμπεριληφθεί/προστεθεί πρόνοια, η όποια να αποσαφηνίζει ότι οποιαδήποτε καταδίκη η οποία «αποκαθίσταται» στη βάση του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, δεν θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης της αίτησης.