ΚΥΠΕ
Την απόρριψη των τριών προδικαστικών ενστάσεων που είχε υποβάλει η συνήγορος του Τουρκοεβραίου επιχειρηματία, Σιμόν Αϊκούτ, ο οποίος συνελήφθη στις αρχές Ιουνίου και αντιμετωπίζει κατηγορίες που αφορούν σφετερισμό ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, αποφάσισε το πρωί της Παρασκευής το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την πλευρά του κατηγορουμένου, οι δύο πρώτες ενστάσεις αφορούσαν στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κρίνει την υπόθεση, ενώ η τρίτη στο δικαίωμα του κατηγορουμένου στην προσωπική ελευθερία, στις συνθήκες κράτησής του και στον περιορισμό των δικαιωμάτων του.
Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης που ανέγνωσε η Πρόεδρος Χριστιάνα Παρπόττα, το Δικαστήριο, «έχοντας διέλθει με προσοχή τόσο τις γραπτές παρατηρήσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους των μερών και έχοντας ακούσει με προσήλωση τις, εκατέρωθεν, προφορικές τους θέσεις», έκρινε ομόφωνα ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία σαφώς έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν ακίνητη περιουσία στα κατεχόμενα», καταλήγοντας συνακόλουθα ότι «ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση μπορεί να παρέχει έρεισμα για απαλλαγή του κατηγορουμένου από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε αυτό το στάδιο».
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, η υπεράσπιση ζήτησε προθεσμία 15 ημερών προκειμένου να διαβουλευθεί και με τους συνηγόρους άλλων χωρών που συμμετέχουν στην υπόθεση και να συμβουλεύσουν τον πελάτη τους αναλόγως πριν από την τοποθέτησή του κατά την ανάγνωση του κατηγορητηρίου, αίτημα προς το οποίο η κατηγορούσα αρχή δεν υπέβαλε ένσταση.
Δεδομένων των ανωτέρω, το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα της υπεράσπισης και όρισε την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου και ώρα 9 π.μ. για σκοπούς απάντησης του κατηγορουμένου, ο οποίος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την εν λόγω δικάσιμο.
Ανατρέχοντας στο ιστορικό της υπόθεσης στην απόφαση, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου είπε ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 242 κατηγορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν αδικήματα δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία, παράνομη κατοχή, νομή και χρήση γης και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αναφορικά με ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στα χωριά Ακανθού, Τρίκωμο και Γαστριά, επαρχίας Αμμοχώστου και στο χωριό Αγίου Αμβροσίου, επαρχίας Κερύνειας.
Σχετικά με τις προδικαστικές ενστάσεις που είχαν θέσει η συνήγοροι υπεράσπισης, η κ. Παρπόττα ανέφερε ότι η πρώτη εδράζεται στο διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο, ως υποστήριξαν, αποτελεί την κύρια πηγή του διεθνούς δικαίου και μέρος του κοινοδικαίου, εισηγούμενοι ότι το Άρθρο 169 του Συντάγματος, το οποίο αποδίδει υπέρτερη ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις έναντι της εσωτερικής νομοθεσίας, θα πρέπει να ισχύσει, κατ’ αναλογία και σε σχέση με το διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Προσέθεσε ότι παραπέμποντας σε συγγράμματα και αρθρογραφήσεις ακαδημαϊκών καθώς και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), Αγγλικών Δικαστηρίων και Δικαστηρίων άλλων χωρών, εισηγήθηκαν ότι, με βάση τους κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου, για να μπορούν τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας να ασκήσουν νόμιμα δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, «πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία», κάτι που, κατά τη θέση τους, δεν υφίσταται εν προκειμένω.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης αναγνώρισαν ότι η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος της, πλην όμως εισηγήθηκαν ότι η αναγνώριση της κυριαρχίας ενός κράτους δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αυτό έχει, ή μπορεί να ασκεί δικαιοδοσία σε ολόκληρη την εδαφική του επικράτεια, καθότι η άσκηση δικαιοδοσίας εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στο εν λόγω κράτος, ανέφερε στη συνέχεια, προσθέτοντας ότι η υπεράσπισης υπέδειξε επίσης ότι «από το 1974, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στα εδάφη της, τα οποία βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή και στα οποία η Τουρκία ασκεί πραγματικό έλεγχο, μέσω της, υποτελούς, τοπικής διοίκησης της, ούτω καλούμενης, “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου”».
Συμπλήρωσε ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης αναφέρθηκαν στην υπόθεση Loizidou v. Turkey όπου το ΕΔΑΔ, ως ανέφεραν, δεν αποδέχθηκε την αρχική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παρέμεινε το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά εξέτασε και εφάρμοσε τους «νόμους» της «τδβκ» σε πολλές ενώπιον του υποθέσεις και αποδέχθηκε την κανονιστική της δικαιοδοσία σε σχέση με τα θέματα που προκύπτουν στο έδαφος το οποίο βρίσκεται υπό τον πραγματικό της έλεγχο. Υπέδειξαν επίσης ότι επιβάλλεται και ως θέμα κοινής λογικής, «ότι δεν μπορούν να υφίστανται δύο Αρχές οι οποίες να απολαμβάνουν κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής για το ίδιο θέμα».
Σύμφωνα με την κ. Παρπόττα, αναφορά έγινε και στην υπόθεση Orams ν. Αποστολίδη, όπου θέση της υπεράσπισης ήταν ότι, υπό το φως του διεθνούς εθιμικού δικαίου, από τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία στις μη ελεγχόμενες από την ίδια περιοχές, «η άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο είναι παράνομη».
Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την Πρόεδρο αυτή εδράζεται στο διεθνές δίκαιο της πολεμικής κατοχής, με βάση το οποίο, ως υποστηρίζει η υπεράσπιση, «η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ούτε κανονιστική δικαιοδοσία, ούτε δικαιοδοσία επιβολής στις κατεχόμενες περιοχές, ενόσω διαρκεί η κατοχή».
Προσέθεσε ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης υποστήριξαν επίσης ότι «δεν μπορούν τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας να έχουν δικαιοδοσία αναφορικά με αδικήματα τα οποία προβλέφθηκαν εκ των υστέρων στη νομοθεσία της» και τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, με θέση τους να αποτελεί ότι δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια των εν λόγω περιοχών, υποβάλλοντας τη θέση ότι η ανάληψη δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο «παραβιάζει δικαιώματα του Κατηγορούμενου, τα οποία κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και ειδικότερα το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία, ως επίσης και το άρθρο 18 της ΕΣΔΑ, καθώς η ποινική δίωξη συνεχίζεται για εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών».
Αναφερόμενη στις θέσεις της κατηγορούσας αρχή, η κ. Παρπόττα είπε ότι εξέφρασε εκ διαμέτρου αντίθετη θέση, απορρίπτοντας τις ενστάσεις «ως ανεδαφικές και/ή ανυπόστατες», υποδεικνύοντας ότι «η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου, στο πλαίσιο που τίθεται από την Υπεράσπιση, υπονομεύει την κρατική υπόσταση της Δημοκρατίας και δη την ικανότητα ενός, διεθνώς αναγνωρισμένου, κράτους να επιβάλλει τους νόμους του στο ίδιο το έδαφος του».
Προσέθεσε ότι η κατηγορούσα αρχή υποστήριξε ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αντλείται από τον Ποινικού Κώδικα, ο οποίος εισάγει στο εσωτερικό δίκαιο την αρχή της εδαφικότητας, σημειώνοντας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, παραμένει, ως ένα νομίμως συσταθέν και ανεξάρτητο κράτος, «κυρίαρχη σε όλη την εδαφική επικράτεια της, περιλαμβανομένου του τμήματος εκείνου, στο οποίο δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τον νόμο στο σύνολο της επικράτειας της και να προστατεύσει τους φορείς ατομικών δικαιωμάτων».
Συμπλήρωσε ότι με παραπομπή στην υπόθεση Loizidou v. Turkey οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής σημείωσαν ότι η, ούτω καλούμενη, «τδβκ», δεν έχει κρατική υπόσταση και δεν αναγνωρίζεται, διεθνώς, ως κράτος, ούτε και έχει οποιοδήποτε νομικό καθεστώς, αλλά αντιμετωπίζεται ως μία, de facto, «τοπική διοίκηση» των κατεχομένων, εξ ολοκλήρου υποτελής στην Τουρκία και πως οι «πολιτικές» και οι «πράξεις» της, περιλαμβανομένων «νομοθεσιών» που «θεσπίζει» καταλογίζονται και αποδίδονται στην Τουρκία, «η οποία, ως κατοχική δύναμη, ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί των κατεχομένων εδαφών, δια της παρουσίας των στρατευμάτων της».
Ακολούθως ανέφερε ότι οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής υπέδειξαν επίσης ότι τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, τόσο σε πρώτο βαθμό, όσο και κατ’ έφεση, έχουν ήδη εκδικάσει ποινικές υποθέσεις, αναφορικά με αδικήματα που διαπράχθηκαν, σε κατεχόμενα εδάφη, «γεγονός που καταδεικνύει την αναγνώριση δικαιοδοσίας, η οποία ως ζήτημα δημόσιας τάξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα».
Σε σχέση με την επίκληση του διεθνούς εθιμικού δικαίου από την υπεράσπιση, η Πρόεδρος ανέφερε πως η κατηγορούσα αρχή υποστήριξε ότι αυτή γίνεται γενικά και αόριστα, «χωρίς να προσδιορίζονται οι πηγές των κανόνων, που κατ’ ισχυρισμό, τυγχάνουν εφαρμογής, λόγου χάρη αποφάσεις ή γνωμοδοτήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης, πρόνοιες διεθνών συνθηκών, διπλωματική αλληλογραφία, ρηματικές διακοινώσεις και άλλα», υποδεικνύοντας ότι «η άσκηση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση είναι απόλυτα σύμφωνη με τους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου» και πως ακόμα και αν μία κατοχική δύναμη, εν προκειμένω η Τουρκία, ασκεί περιορισμένα εξουσία στις περιοχές τις οποίες ελέγχει στρατιωτικά, «αυτό ουδόλως παρεμποδίζει ή περιορίζει ή αποκλείει την άσκηση από το κυρίαρχο κράτος της κανονιστικής δικαιοδοσίας του».
Συμπλήρωσε ότι το ζήτημα αυτό ηγέρθη και αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας στην υπόθεση Apostolides v Orams, με την οποία, ως αναφέρουν οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής, «το ΔΕΕ επιβεβαιώνει τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «το Βρετανικό Εφετείο, στηριζόμενο στην απόφαση του ΔΕΕ, απέρριψε επιχείρημα σχετικά με τη δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο εδράζετο στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου».
Ανέφερε επίσης πως οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής τόνισαν επίσης ότι στην εν λόγω περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν είναι άτομο που διαμένει στο κατεχόμενο έδαφος της Δημοκρατίας υπό καθεστώς κατοχής και ο οποίος ζητά την αναγνώριση συγκεκριμένων πράξεων για να καταστεί δυνατή η εκεί διαβίωση του, αλλά πρόκειται για «ξένο και έμπειρο επενδυτή στην αγορά ακινήτων, ο οποίος επέλεξε, ιδίω κινδύνω και παρά τις ρητές προειδοποιήσεις της ισραηλινής κυβέρνησης, να προβεί σε παράνομες συναλλαγές με στόχο το κέρδος, εκμεταλλευόμενος την παρανομία της μαζικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα από το κατοχικό καθεστώς», υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι η παραπομπή της Υπεράσπισης σε περιπτώσεις όπου έχει τύχει εφαρμογής η εξαίρεση Ναμίμπια «είναι άκρως παραπλανητική».
Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, η κ. Παρπόττα ανέφερε ότι οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής υποστήριξαν πως «η υπεράσπιση παρερμηνεύει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της κατοχής και καταλήγει, κατά τρόπο παραπλανητικό, σε λανθασμένα συμπεράσματα», υποδεικνύοντας ότι ότι, τόσο η Τουρκία όσο και η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», δύνανται να ασκούν στις κατεχόμενες περιοχές «μόνο τις εξουσίες που αναγνωρίζονται σε μία κατοχική δύναμη από το διεθνές δίκαιο της κατοχής», αποτελώντας «μία προσωρινή κατάσταση, η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της κυριαρχίας επί των κατεχόμενων περιοχών στην κατοχική δύναμη».
Προσέθεσε ότι σε αυτό το πλαίσιο αυτό, οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής εξέφρασαν τη θέση ότι «οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεχίζουν να διατηρούν την κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα για τα οποία δεν νομιμοποιείται, υπό το διεθνές δίκαιο της κατοχής, να ασκήσει εξουσία η κατοχική δύναμη».
«Καταληκτικά, οι συνήγοροι της κατηγορούσας αρχής υποστήριξαν ότι οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των Δικαστηρίων της, δεν έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση υπό το διεθνές δίκαιο να αναγνωρίσουν ή να σεβαστούν τις πράξεις της κατοχικής δύναμης που διέπουν τις περιουσίες στις κατεχόμενες περιοχές, περιλαμβανομένων των “νομοθεσιών” που θεσπίζει, η κατοχική δύναμη στο κατεχόμενο μέρος του εδάφους της Δημοκρατίας», σημείωσε σχετικά.
Στο ερώτημα κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, η απάντηση, σύμφωνα με το Δικαστήριο, είναι «σαφέστατα καταφατική και οι λόγοι είναι πασιφανείς».
Ως προς τη θέση των συνήγορων υπεράσπισης πως, παρότι δεν αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, «η διεθνής κοινότητα και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρούν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και συνακόλουθα η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο παρόν στάδιο, δεν έχει κανονιστική δικαιοδοσία στις κατεχόμενες περιοχές», το Δικαστήριο αναφέρει ότι αυτή δεν υποστηρίζεται ούτε από τις πρόνοιες του ίδιου του Πρωτοκόλλου, αλλά ούτε και από τις γενικότερες αρχές του Κοινοτικού δικαίου.
Περαιτέρω, σημειώνει ότι η απόφαση του Βρετανικού Εφετείου στην υπόθεση Apostolides ν. Orams «σαφώς επιβεβαιώνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαιοδοσία στο σύνολο της επικράτειας της χώρας συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές».
Ως προς το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι «η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναγνωρίσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία στις κατεχόμενες περιοχές και τούτο γιατί σε αρκετές περιπτώσεις περιορίζει την εφαρμογή των νόμων της στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και σε ορισμένες περιπτώσεις περιορίζει ακόμη και την ερμηνεία της έννοιας της Δημοκρατίας μόνο στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές», το Δικαστήριο σημείωσε ότι «το επιχείρημα αυτό προβάλλεται σε ένα γενικό και αόριστο πλαίσιο».
Προσέθεσε ότι λαμβάνεται δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι καταχωρούνται υποθέσεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που διαπράχθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές κατά παράβαση διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, συμπληρώνοντας ότι από την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαφαίνεται η εφαρμογή του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, μέσα από υποθέσεις που καταχωρούνται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας από πρόσωπα που αφίχθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας και μέσω των κατεχομένων περιοχών πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές όπου υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας στη βάση του προαναφερόμενου Νόμου. «Είναι λοιπόν πρόδηλο, από τα ανωτέρω, πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν περιορίζεται στην εφαρμογή των νόμων της μόνο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές», σημειώνεται στην απόφαση.
«Συνακόλουθα, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών που αποδίδονται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις οποίες αυτός φέρεται να προέβη σε δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας Ελληνοκυπρίων, παράνομη κατοχή και χρήση αυτής αλλά και νομιμοποίησης εσόδων από τις προαναφερόμενες φερόμενες παράνομες δραστηριότητες του, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαίωμα, καθώς και υποχρέωση, να εφαρμόσει τους νόμους της για να προστατεύσει το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία των προσώπων που φέρονται να είναι ιδιοκτήτες της εν λόγω ακίνητης περιουσίας. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου ότι και τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο», αναφέρει στη συνέχεια το Δικαστήριο.
Προσθέτει ότι με βάση τα ανωτέρω, απορρίπτεται η θέση της υπεράσπισης ότι «οι de facto αρχές της ούτω καλούμενης “τδβκ" στις κατεχόμενες περιοχές είναι αρμόδιες, στη βάση του διεθνούς εθιμικού δικαίου, να ασκούν κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με όλα τα θέματα υπό τον πραγματικό τους έλεγχο, περιλαμβανομένης της ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στις εν λόγω περιοχές».
Ως προς το ερώτημα εάν, με βάση το διεθνές δίκαιο της πολεμικής κατοχής, «η νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής στις κατεχόμενες περιοχές και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να την εφαρμόσει αναφορικά με αδικήματα τα οποία φέρονται να έχουν διαπραχθεί σε στις εν λόγω περιοχές», η κ. Παρπόττα είπε ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας από την "τδβκ", μέσω της οποίας ενεργεί η Τουρκία, «σαφώς παραβιάζει το διεθνές δίκαιο», συμπληρώνοντας ότι «το διεθνές δίκαιο της κατοχής επιτρέπει στην κατοχική δύναμη μόνο ορισμένες κανονιστικές εξουσίες κατ’ εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους σαφώς δεν συγκαταλέγεται η πώληση, η αποξένωση ή η ανάπτυξη ιδιωτικής περιουσίας η οποία υφαρπάχτηκε από την κατοχική δύναμη».
«Καταλήγουμε, ως εκ των ανωτέρω, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία σαφώς έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν ακίνητη περιουσία στα κατεχόμενα», ανέφερε η Δικαστής.
Συνακόλουθα, σημείωσε, «καταλήγουμε ότι ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση μπορεί να παρέχει έρεισμα για απαλλαγή του κατηγορουμένου από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε αυτό το στάδιο».
«Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε, ότι το Κακουργιοδικείο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τις, υπό αναφορά, κατηγορίες», είπε.
Ως εκ των ανωτέρω, πρόσθεσε, «οι δύο προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου απορρίπτονται στην ολότητα τους».
«Η κατάληξη μας αυτή συμπαρασύρει σε απόρριψη και την τρίτη προδικαστική ένσταση της υπεράσπισης, με δεδομένο ότι η όλη επιχειρηματολογία για την παραβίαση δικαιωμάτων του κατηγορούμενου είχε υπόβαθρο την έλλειψη δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση», καταλήγει το κείμενο της απόφασης.