ΚΥΠΕ
Σε μια "καινοφανή απόφαση", το Ακυρωτικό Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΑΣΔ) απέρριψε ένσταση νομικού, η οποία αμφισβήτησε την απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου (ΑΔΣ) για μη διορισμό της σε επαρχιακό δικαστή. Για πρώτη φορά, στα πλαίσια της πρόσφατης δικαστικής μεταρρύθμισης, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, κλήθηκε να ασκήσει τη δικαιοδοσία του ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.
Σε άλλη απόφαση, το Ακυρωτικό Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο του ΑΣΔ ενέκρινε ένσταση νομικού για μη διορισμό του σε επαρχιακό δικαστή.
Και οι δύο ενστάσεις αφορούν τη διαδικασία που ακολουθήθηκε μετά την ανακοίνωση στις 17.11.2023 από το ΑΔΣ για την πρόθεσή του να πληρώσει 18 θέσεις επαρχιακών δικαστών.
Σχετικά με την πρώτη υπόθεση, το Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση ότι η υπόθεση «είναι καινοφανής», σημειώνοντας ότι αφορά Ένσταση με την οποία επιδιώκεται όπως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ασκήσει για πρώτη φορά τη δικαιοδοσία που του απέδωσε, στα πλαίσια της πρόσφατης δικαστικής μεταρρύθμισης, το Άρθρο 9(2)(δ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964) όπως τροποποιήθηκε δια του Νόμου 145(Ι)/2022 «ήτοι, να ενεργεί “ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου”».
Ειδικότερα, σημειώνεται, δια του Άρθρου 10(5)(ζ) έχει προβλεφθεί ότι «κατόπιν υποβολής ενστάσεως υφ’ οιουδήποτε επηρεαζοµένου, η απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου υπόκειται σε έλεγχο υπό του Ανωτάτου Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου, το οποίο σε τέτοια περίπτωση ενεργεί ως δευτεροβάθµιο δικαστικό συµβούλιο, ασκώντας ακυρωτικό έλεγχο επί των αποφάσεων του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου…».
Αναφέρεται επίσης ότι, οι διορισμοί των δικαστών αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του ΑΔΣ το οποίο, σύμφωνα με το Άρθρο 157.1 του Συντάγματος, αποτελείται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει για τις προαγωγές, τις μεταθέσεις, τον τερματισμό της υπηρεσίας και την απόλυση των δικαστών, ως και την πειθαρχική εξουσία επί τούτων (Άρθρο 157.2), προσθέτει.
Όσον αφορά την πρώτη υπόθεση, σημειώνεται ότι η ενιστάμενη υπέβαλε αίτηση για διορισμό μετά την ανακοίνωση για την πρόθεση του ΑΔΣ να πληρώσει 18 θέσεις επαρχιακών δικαστών.
Όπως αναφέρεται, ακολούθησε η καθοριζόμενη διαδικασία και οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένης της ενισταμένης, κλήθηκαν σε πρώτη συνέντευξη. Προϋπόθεση για να περάσουν στο επόμενο στάδιο και να κληθούν σε δεύτερη συνέντευξη ήταν να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία από τα παριστάμενα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να τοποθετηθούν έτσι στον Κατάλογο Επικρατεστέρων Υποψηφίων.
Σύμφωνα με την απόφαση, η ενιστάμενη απέτυχε στο στάδιο της Πρώτης Συνέντευξης, η οποία διενεργήθηκε από το σύνολο των Μελών του ΑΔΣ και στην οποία συμμετείχαν χωρίς δικαίωμα ψήφου ο κ. Μ. Βορκάς, Πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και οι δικηγόροι κ. Θ. Ιωαννίδης και Π. Δημητρίου.
«Κανένα από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αξιολόγησε την ενιστάμενη ως δυνάμενη να κληθεί σε Δεύτερη Συνέντευξη, ούτε αυτή συστήθηκε από τους συμμετέχοντες δικηγόρους», αναφέρεται, ενώ, προστίθεται, σε μεταγενέστερη ημερομηνία η Πρόεδρος του ΑΔΣ ανέφερε καταληκτικά, μεταξύ άλλων, ότι, η εν λόγω υποψήφια «παρουσιάζει προφανείς νομικές ελλείψεις» ενώ, «παρουσίασε αδυναμία αφομοίωσης και ανάλυσης γεγονότων».
Ως αποτέλεσμα η ενισταμένη, μη κληθείσα σε Δεύτερη Συνέντευξη και μη διορισθείσα, καταχώρισε την παρούσα Ένσταση, αναφέρεται.
Η ενιστάμενη, σύμφωνα με την απόφαση, με την τελική αγόρευση της, «αρχικά ανέφερε ότι υιοθετεί τη γραπτή αγόρευση της καθώς και την Ένσταση, στο τέλος όμως δήλωσε ότι περιορίζεται αυστηρά, όπως το έθεσε, σε δύο μόνον λόγους, ήτοι, σε ισχυρισμό περί πάσχουσας αιτιολογίας και σε ισχυρισμό περί ελλιπών πρακτικών».
Το Δικαστήριο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι εν προκειμένω οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως μέλη του ΑΔΣ, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων, «ομόφωνα και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη έκριναν μη κατάλληλη την ενιστάμενη για διορισμό. Η αιτιολογία τους ήταν σαφής και αποδίδει πλήρως την αξιολόγηση τους».
Σημειώνεται ακόμη, ότι η «Διαδικασία και τα Κριτήρια» απαιτούσαν αξιολόγηση εκάστου υποψηφίου σύμφωνα με τα κριτήρια από κάθε μέλος του Συμβουλίου. «Η προφορική συνέντευξη δεν άφησε καμιά αμφιβολία σε κανένα από τα Μέλη του Συμβουλίου. Δεν χωρεί επέμβαση. Τέτοια επέμβαση θα συνιστούσε ανατροπή της ουσιαστικής κρίσης του ΑΔΣ η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Συμβουλίου», προστίθεται, καταλήγοντας ότι η ένσταση απορρίπτεται.
Στη δεύτερη υπόθεση, η οποία αφορά επίσης ένσταση άλλου υποψηφίου για διορισμό σε θέση επαρχιακού δικαστή, σημειώνεται ότι η συνολική αξιολόγηση είχε ως τελικό αποτέλεσμα ο ενιστάμενος ομόφωνα να μην θεωρηθεί κατάλληλος για τη θέση επαρχιακού δικαστή.
«Τούτο παρά το γεγονός πως υπήρχαν 28 θετικές συστάσεις από δικαστές κατωτέρων Δικαστηρίων και μία μόνο αρνητική και παρά το ότι έλαβε θετική σύσταση από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κ. Βορκά και από τους δικηγόρους κ. Θ. Ιωαννίδη και κ. Χ. Δημητρίου», αναφέρεται.
Ο ενιστάμενος ήγειρε δύο ζητήματα, ελλιπούς πρακτικού και σε σχέση με την αρνητική σύσταση.
Όσον αφορά στο ελλιπές πρακτικό, το Δικαστήριο σημειώνει μεταξύ άλλων, ότι δεν απαιτείτο η καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων.
Στο θέμα της αρνητικής σύστασης, και στη σημασία που αποδόθηκε στην αρνητική σύσταση, το Δικαστήριο έθεσε «το κρίσιμο ερώτημα», κατά πόσον θα έπρεπε το ΑΔΣ προτού λάβει υπόψη την αρνητική σύσταση, στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του αξιολόγησης ως προς τον χαρακτήρα του ενισταμένου, να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της.
«Θεωρούμε ότι οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις καθιστούσαν απαραίτητη τη διερεύνηση από το ΑΔΣ της αρνητικής σύστασης, εφόσον αποφασίστηκε να ληφθεί υπόψη, παρά το γενικόλογο και αόριστο του χαρακτήρα της», αναφέρεται στην απόφαση.
Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν παραβλέπει «ότι ομόφωνη ήταν η κρίση του ΑΔΣ για την ελλιπή νομική κατάρτιση του ενισταμένου σε σχέση με πτυχές του αστικού δικαίου». «Κρίθηκε όμως ως μη κατάλληλος για διορισμό με αναφορά και στην αρνητική σύσταση έναντι των 28 θετικών, χωρίς η αρνητική σύσταση να διερευνηθεί. Διαπιστώνεται τοιουτοτρόπως ελλιπής έρευνα. Η διαδικασία δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη διαπίστωση αυτή. Θα πρέπει να διενεργηθεί εκ νέου από το κατάλληλο στάδιο και υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος», σημειώνεται.
Εν όψει των ανωτέρω, αναφέρεται, η Ένσταση επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση παραμερίζεται.