Kathimerini.gr
Οι Ισραηλινοί έχουν μπροστά τους τρεις επιλογές, όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Τόμας Φρίντμαν μέσα από τις σελίδες των New York Times, με φόντο την εν εξελίξει περιοδεία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή:
- Μπορούν να έχουν ένα δημοκρατικό κράτος στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και με τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων μεταξύ των Αράβων, αυτό το κράτος μπορεί να μην είναι εβραϊκό.
- Μπορούν να έχουν ένα εβραϊκό κράτος στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, αλλά αυτό δεν θα είναι δημοκρατικό.
- Ή μπορούν να έχουν ένα κράτος που είναι εβραϊκό και δημοκρατικό, αλλά αυτό το κράτος δεν μπορεί να κατέχει για πάντα τη Δυτική Όχθη.
Αυτές οι υπαρξιακές επιλογές συνοδεύουν το Ισραήλ από το 1967, από τότε που κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ εν μέσω πολέμου, όπως σημειώνει ο Τόμας Φρίντμαν, παίρνοντας αφορμή από την τρέχουσα περιοδεία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή (σε Ισραήλ, ανατολική Ιερουσαλήμ, Δυτική Όχθη, Σαουδική Αραβία).
Αρνήσεις
Ωστόσο, σύμφωνα με τον αρθρογράφο των New York Times, το ίδιο το Ισραήλ αρνείται να επιλέξει. Η άρνησή του είναι μάλιστα τέτοια που στις τέσσερις τελευταίες ισραηλινές εκλογικές αναμετρήσεις, τα πολιτικά κόμματα – τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά – αγνόησαν σε μεγάλο βαθμό το Παλαιστινιακό ζήτημα.
Οι Ισραηλινοί επιστρέφουν, ωστόσο, στις κάλπες στις αρχές Νοεμβρίου, για πέμπτη φορά μέσα σε διάστημα σχεδόν τεσσάρων ετών.
Ο Φρίντμαν υποστηρίζει πως το Ισραήλ δεν θα είναι μια βιώσιμη δημοκρατία εάν διατηρήσει επ’ αόριστον την κατοχή της Δυτικής Όχθης όπου ζουν περίπου 2,7 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι. Αυτή η κατοχή συνεπάγεται την επέκταση της ισραηλινής νομοθεσίας στους Εβραίους που ζουν στη Δυτική Όχθη, την ώρα όμως που οι εκεί Παλαιστίνιοι υπόκεινται σε έναν χωριστό στρατιωτικό κώδικα που τους αναγνωρίζει μεν δικαιώματα και ευκαιρίες αλλά σε πολύ πιο περιορισμένο βαθμό.
Αυτή η κατοχή μπορεί να μην είναι ίδια με το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ αλλά είναι ηθικά διαβρωτική για το Ισραήλ και αποξενώνει τους φιλελεύθερους φίλους του, των νεότερων σε ηλικία Αμερικανών εβραίων συμπεριλαμβανομένων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που αν συνεχιστεί, τότε ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να είναι και ο τελευταίος φιλο-ισραηλινός Δημοκρατικός πρόεδρος των ΗΠΑ, όπως σημειώνει ο Τόμας Φρίντμαν μέσα από τις σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Ευθύνες
Σύμφωνα με τον Φρίντμαν, το Ισραήλ δεν έχει την αποκλειστική ευθύνη για αυτό το αδιέξοδο. Η δεύτερη παλαιστινιακή εξέγερση, το 2000, συνέβαλε ώστε να υπονομευτεί η αξιοπιστία των Ισραηλινών υποστηρικτών της ειρήνης. Αυτή η εξέγερση συνοδεύτηκε από ένα κύμα βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας κατά Ισραηλινών Εβραίων, αμέσως μετά την ειρηνευτική πρόταση των Εχούντ Μπάρακ και Μπιλ Κλίντον στον Γιασέρ Αραφάτ για την ίδρυση ενός αποστρατιωτικοποιημένου παλαιστινιακού κράτους στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ – κάτι που ο Αραφάτ απέρριψε. Οι επανειλημμένες επιθέσεις με ρουκέτες της Χαμάς από τη Γάζα ενίσχυσαν το αίσθημα ανασφάλειας του Ισραήλ.
Οι Παλαιστίνιοι αυτοϋπονομεύτηκαν όταν χωρίστηκαν σε δύο ομάδες (Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Όχθη, Χαμάς στη Γάζα) και δεν στήριξαν τον άλλοτε πρωθυπουργό (2007 – 2013) της Παλαιστινιακής Αρχής, Σαλάμ Φαγιάντ, τον οποίο ο Φρίντμαν χαρακτηρίζει αποτελεσματικό, έντιμο και αξιόπιστο.
Ο Τόμας Φρίντμαν στρέφει όμως τα πυρά του και στον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον οποίο κατηγορεί πως δυσφήμισε την Παλαιστινιακή Αρχή και πως ενίσχυσε τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη καθιστώντας έτσι αδύνατη την προοπτική των δύο κρατών.
Ο Νετανιάχου αλλά και οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν την πρόταση του Τζάρεντ Κούσνερ, γαμπρού του Τραμπ, για μια λύση δύο κρατών. Και έπειτα, το 2020, ήρθαν οι Συμφωνίες του Αβραάμ, στο πλαίσιο των οποίων τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν θα άρχιζαν επισήμως να αποκτούν και να αναπτύσσουν διπλωματικούς δεσμούς με το Ισραήλ.
Όμως τα Εμιράτα και οι λοιποί εμπλεκόμενοι στις Συμφωνίες του Αβραάμ είναι σε μεγάλο βαθμό απρόθυμοι να εμπλακούν στα ισραηλινο-παλαιστινιακά ζητήματα, καθώς δεν εκτιμούν την παλαιστινιακή ηγεσία και δεν θέλουν να εμπλακούν σε όλο αυτό το χάος, όπως σημειώνει ο Φρίντμαν.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των New York Times, για το Ισραήλ το μεγάλο έπαθλο είναι ένα: η ειρήνη με τη Σαουδική Αραβία, μια ειρήνη που θα άνοιγε τον δρόμο για την ειρήνη συνολικά με τον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο, επιτρέποντας παράλληλα την πρόσβαση και σε μια τεράστια δεξαμενή επενδυτικών κεφαλαίων.
Ο Τόμας Φρίντμαν σημειώνει πως η πορεία προσέγγισης ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα σε δύο φάσεις, με τους Σαουδάραβες να αποκτούν αρχικά κάποιο γραφείο εμπορικού συνδέσμου στο Τελ Αβίβ, με αντάλλαγμα όμως την αναστολή των εποικισμών στη Δυτική Όχθη. Εν συνεχεία, ανάλογα με τις εξελίξεις στο Παλαιστινιακό (που θα πρέπει να είναι θετικές, προς μια κατεύθυνση δύο κρατών) και με προϋπόθεση τη διατήρηση του στάτους κβο στο Όρος του Ναού, θα μπορούσαν να προχωρήσουν ο δύο πλευρές και στο άνοιγμα πρεσβειών.
Κλείνοντας το άρθρο του, ο Τόμας Φρίντμαν στρέφει το βλέμμα και πάλι στην πολιτική σκηνή του Ισραήλ ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου.
Ούτε ο ισραηλινός κεντροαριστερός συνασπισμός, ούτε ο ισραηλινός δεξιός εθνικιστικός συνασπισμός έχουν πια αρκετές ψήφους για να εξασφαλίσουν σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία. Οι Ισραηλινοί Άραβες όμως, που αποτελούν το 21% του πληθυσμού του Ισραήλ και συνήθως κερδίζουν περίπου 12 έδρες στην Κνεσέτ, έχουν αντικαταστήσει τα ορθόδοξα εβραϊκά θρησκευτικά κόμματα του Ισραήλ ως ο νέος ρυθμιστής των εξελίξεων. Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ, Ναφτάλι Μπένετ, κατάφερε να διαμορφώσει τον δικό του συνασπισμό στρατολογώντας το ισραηλινό αραβικό κόμμα Raam.
Εάν, όμως, κάθε ισραηλινό αραβικό κόμμα έθετε ως προϋπόθεση προκειμένου να ενταχθεί σε μια κυβέρνηση συνεργασίας τη διαπραγμάτευση με τους Παλαιστίνιους, μια διαπραγμάτευση την οποία θα καλωσόριζαν και οι Σαουδάραβες, τότε το θέμα της ισραηλινής κατοχής της Δυτικής Όχθης θα επανερχόταν στο προεκλογικό προσκήνιο, καταλήγει ο Τόμας Φρίντμαν… Με προοπτικές επίλυσης ή όχι, μένει να φανεί.