Βασίλης Κωστούλας
Οι δολοφονίες ηγετικών στελεχών της Χεζμπολάχ και της Χαμάς από το Ισραήλ –η τελευταία σε ιρανικό έδαφος– δεν συνεπάγονται αυτομάτως έναν περιφερειακό πόλεμο. Τον φέρνουν όμως πιο κοντά από οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο μετά την 7η Οκτωβρίου. Παραδόξως, ανοίγουν ίσως και ένα παράθυρο ευκαιρίας: για εντατικοποίηση της διπλωματίας με στόχο την αποκλιμάκωση σε δεύτερο χρόνο.
Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν Χαμενεΐ εξέλαβε την απώλεια του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς Χανίγια ως εξόντωση ενός καλεσμένου στο σπίτι του. Παρέλειψε, φυσικά, να αναγνωρίσει ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας του απέτυχαν παταγωδώς. Σημειωτέον, το χτύπημα έδωσε πόντους στις ισραηλινές υπηρεσίες, οι οποίες αναζητούσαν μια επιτυχία για την αποκατάσταση της φήμης τους μετά το φιάσκο της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς στα εδάφη τους. Ως αποτέλεσμα, τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, στην Τεχεράνη ζυγίζουν –όχι το αν, αλλά– το πώς και πότε είναι υποχρεωμένοι από τις εξελίξεις να απαντήσουν. Τα επιχειρήματα αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα.
Ζυγίζουν τις συνέπειες
Από τη μία, ο Χανίγια δεν ήταν μέλος της ιρανικής ηγεσίας αλλά επικεφαλής της Χαμάς, ενός από τους πληρεξούσιους του Ιράν. Επιπλέον, η Τεχεράνη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις επιχειρησιακές δυνατότητες αλλά και τη βούληση του Ισραήλ να ανταπαντήσει ακόμη πιο δυναμικά. Aλλωστε, είναι δεδομένη η ανησυχία της για το ενδεχόμενο μιας άμεσης σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, η οποία συν τοις άλλοις θα διακινδύνευε και τις πετρελαϊκές υποδομές της.
Ιρανικές πηγές έχουν μεταδώσει ότι το έλλειμμα ασφαλείας μάλλον προέκυψε από τους ανθρώπους της Χαμάς και όχι από τις ιρανικές αρχές, παράμετρος η οποία δυνητικά μειώνει την πίεση στην ιρανική ηγεσία να επανορθώσει με αντεκδίκηση.
Από την άλλη, όπως και αν το δει κανείς, η δολοφονία του Χανίγια έγινε πράγματι σε ιρανικό έδαφος και το Ιράν έχει και αυτό τα «γεράκια» του, τα οποία πιέζουν για κλιμάκωση. Το κυριότερο, το ιρανικό καθεστώς θα πρέπει να υπερασπιστεί την αξιοπιστία του, μεταξύ άλλων, στα μάτια των πληρεξούσιων δυνάμεων που έχει δεσμεύσει στην περιοχή εις βάρος του Ισραήλ.
Τα αντίποινα είναι βέβαια –έχουν άλλωστε προαναγγελθεί, το Ισραήλ τα αναμένει– σε αντίθεση με το εύρος τους. Τα στοιχήματα δίνουν και παίρνουν ανάμεσα στους αναλυτές. Κυρίαρχη εκτίμηση, η οποία όμως συνοδεύεται από αστερίσκους, είναι ότι θα υπάρξει μια απάντηση η οποία θα γίνει αισθητή, αλλά δεν θα σημάνει μια ανοιχτού τύπου σύγκρουση.
Αφού ξεκαθαρίσει το τοπίο σε σχέση με το ρίσκο μιας γενικευμένης σύρραξης, ωστόσο, στο προσκήνιο θα επανέλθει ο αντίκτυπος των τελευταίων εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και την παράλληλη απελευθέρωση των Ισραηλινών ομήρων. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η δολοφονία του Χανίγια –επικεφαλής της διαπραγμάτευσης από την παλαιστινιακή πλευρά– αναμφίβολα τορπιλίζει τη διαδικασία.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση βέβαια θέτει ενδεχομένως τις βάσεις για την επίτευξη προόδου σε δεύτερο χρόνο. Και αυτό για δύο λόγους.
Πρώτον, είναι μια εξέλιξη η οποία εντείνει την πίεση στη Χαμάς και την ηγετική ομάδα της. Δεύτερον, στον βαθμό που οι συνομιλίες είχαν «κολλήσει» εξαιτίας των ισραηλινών αξιώσεων, η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει τώρα ένα απτό επίτευγμα να παρουσιάσει στην κοινή γνώμη του Ισραήλ αν θελήσει να καταστεί πιο ευέλικτη, ιδανικά τερματίζοντας την επιχείρηση στη Γάζα υπό την πίεση του αμερικανικού παράγοντα – σημειωτέον, ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, η κυβέρνηση Μπάιντεν το πιθανότερο δεν επιθυμεί μια διευρυμένη κρίση στη Μέση Ανατολή.
Σε τελική ανάλυση, εφόσον πρόθεση του Ισραήλ ήταν να εξοντώσει τον πυρήνα της Χαμάς, η δολοφονία των ηγετικών στελεχών της φέρνει την ισραηλινή επιχείρηση πιο κοντά στον στόχο της. Ορισμένοι, εξάλλου, θεωρούν ότι το μπαράζ των τελευταίων χτυπημάτων στις ηγετικές ομάδες των Χαμάς και Χεζμπολάχ μπορεί να στρώνει το έδαφος για το αφήγημα Νετανιάχου με στόχο την αποκλιμάκωση στη Γάζα.
Και μάλιστα, υπάρχουν φωνές στο Ισραήλ οι οποίες τάσσονται υπέρ της απεμπλοκής από το συγκεκριμένο μέτωπο μόνο και μόνο για να στραφεί η ισραηλινή άμυνα προς τη μεγαλύτερη απειλή της Χεζμπολάχ στα βόρεια.
Οι κίνδυνοι
Αυτό είναι το «καλό» σενάριο. Διότι, στο μεταξύ, το Τελ Αβίβ θα πρέπει να δει την απάντηση του Ιράν και της Χεζμπολάχ για να διαπιστώσει αν έχει πυροδοτήσει έναν ευρύτερο πόλεμο.
Ανάλογα με τις διεργασίες σε Ιράν και Λίβανο, τα επιχειρησιακά πλήγματα του Ισραήλ στους αντιπάλους του ενδέχεται, αντιθέτως, να δημιουργήσουν τελικά μεγαλύτερο πρόβλημα για την εθνική του ασφάλεια. Την περασμένη άνοιξη, μετά την ισραηλινή επίθεση στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό, η Τεχεράνη και οι πληρεξούσιοι προέβησαν σε μια θεαματική επίθεση με drones και βαλλιστικούς πυραύλους, η οποία ωστόσο αναχαιτίστηκε με χαρακτηριστική επιτυχία από το Ισραήλ. Το βασικό ερώτημα είναι αν αυτήν τη φορά το Ιράν θα επιφέρει θανατηφόρα πλήγματα σε ισραηλινό έδαφος. Η απάντηση πιθανώς θα λύσει και την απορία εάν η αδυναμία της προηγούμενης επίθεσης να προκαλέσει πρακτικά ζημιά στο Ισραήλ ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής ή ελλιπούς ικανότητας.