Kathimerini.gr
Σχεδόν ταυτόχρονα με την πανδημία του κορωνοϊού μπήκε στις ζωές μας και μια άλλη πάθηση. Ο κορωνοϊός μακράς διαρκείας (long COVID) είναι μια σύνθετη και εν πολλοίς άγνωστη πάθηση που ταλαιπωρεί ορισμένους ανθρώπους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους από την COVID-19.
Ωστόσο, νέα έρευνα Αυστραλών επιστημόνων έρχεται να δείξει πως η long COVID, που έχει αποτελέσει «σπαζοκεφαλιά» για τους γιατρούς, πιθανότατα να μη διαφέρει σημαντικά από αντίστοιχα σύνδρομα που ακολουθούν συνηθισμένες ιώσεις. Συγκεκριμένα, οι συντάκτες της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ εξέτασαν τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της γρίπης και τις συνέκριναν με εκείνες του κορωνοϊού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η διαφορά είναι μικρότερη από εκείνη που πιθανώς φανταζόμαστε.
Η έρευνα εξέτασε 5.112 ενηλίκους που παρατήρησαν συμπτώματα στο αναπνευστικό τους σύστημα και υποβλήθηκαν σε μοριακό τεστ κατά τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2022. Από αυτούς, οι 2.399 ήταν θετικοί στον κορωνοϊό, οι 995 θετικοί στη γρίπη και οι 1.718 αρνητικοί και στα δύο. Ενα χρόνο αργότερα, όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο που εστάλη στα κινητά τους τηλέφωνα με μορφή sms. Το 16% δήλωσε πως εξακολουθεί να έχει κάποιο (οποιοδήποτε) σύμπτωμα, ενώ το 3,6% αντιμετώπιζε μέτρια έως βαριά αδυναμία στην καθημερινότητα.
Τα πλήρη αποτελέσματα της μελέτης θα παρουσιαστούν τον επόμενο μήνα στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Λοιμωδών Νοσημάτων στη Βαρκελώνη. Ωστόσο, ο επικεφαλής δρ Τζον Τζέραρντ ξεκαθάρισε ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως οι άνθρωποι που νόσησαν με COVID-19 είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν σοβαρές μακροχρόνιες δυσλειτουργίες σε σχέση με όσους νόσησαν από γρίπη.
Συγκεκριμένα, το 3% των συμμετεχόντων στη μελέτη παρουσίασε συμπτώματα διάρκειας αρκετών εβδομάδων έως και μηνών μετά τη μόλυνση με COVID-19 και το 3,4% αντίστοιχα συμπτώματα μετά τη γρίπη.
Ο επικεφαλής της έρευνας δρ Τζον Τζέραρντ δήλωσε ότι «ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως “COVID μακράς διαρκείας”, διότι είναι σαν να υπονοούμε ότι υπάρχει κάτι μοναδικό σχετικά με τα μακροχρόνια συμπτώματα που συνδέονται με τον ιό. Η υπερένταση, η έλλειψη ύπνου και η αδυναμία συγκέντρωσης είναι στην πραγματικότητα συνέπειες που προκαλούνται εξίσου συχνά και από τη γρίπη». Ο «κορωνοϊός διαρκείας» είναι πιθανό να έχει φτάσει να θεωρείται ξεχωριστή πάθηση περισσότερο λόγω του μεγάλου αριθμού μολύνσεων με COVID-19 σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα παρά λόγω της σοβαρότητάς του.
Βεβαίως, ο δρ Τζέραρντ ξεκαθαρίζει πως η long COVID είναι υπαρκτή κατάσταση και σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάται η σημασία της. «Τα συμπτώματα που περιγράφουν οι ασθενείς είναι πραγματικά και φυσικά το πιστεύουμε. Αυτό που προσπαθούμε να πούμε είναι ότι η συχνότητα εμφάνισης των συμπτωμάτων αυτών δεν είναι μεγαλύτερη στους ασθενείς με κορωνοϊό από ό,τι σε εκείνους με άλλους ιούς που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα. Ο όρος “κορωνοϊός διαρκείας” είναι κατά τη γνώμη μου παραπλανητικός και επιβλαβής».
Μέχρι στιγμής, οι ορισμοί της long COVID ποικίλλουν αρκετά, όμως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει την post COVID ή long COVID ως την κατάσταση κατά την οποία ένας ασθενής εμφανίζει συμπτώματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με άλλο τρόπο τουλάχιστον τρεις μήνες μετά την επιβεβαιωμένη μόλυνσή του από κορωνοϊό.
Νέο στέλεχος στρεπτόκοκκου
Ειδικοί προειδοποιούν πως μια σπάνια αλλά επικίνδυνη βακτηριακή μόλυνση «κερδίζει έδαφος» τους τελευταίους μήνες στην Ιαπωνία. Σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian, η ασιατική χώρα γνωρίζει έξαρση σε κρούσματα στρεπτόκοκκου με ένα νέο στέλεχος. Ο αριθμός των κρουσμάτων αναμένεται φέτος να ξεπεράσει τα περυσινά νούμερα-ρεκόρ, ενώ εντείνεται η ανησυχία πως η πιο σκληρή και δυνητικά θανατηφόρα μορφή της νόσου (το γνωστό ως σύνδρομο στρεπτοκοκκικού τοξικού σοκ – STSS) θα συνεχίσει να εξαπλώνεται. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, πέρυσι καταγράφηκαν 941 περιπτώσεις STSS, ενώ μέσα στους δύο πρώτους μήνες του 2024 έχουν ήδη καταγραφεί 378 κρούσματα, σε 45 από τους 47 νομούς της Ιαπωνίας. Οι στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις, όπως αυτές της COVID-19, μεταδίδονται μέσω σταγονιδίων και σωματικής επαφής. Το βακτήριο μπορεί επίσης να μολύνει τους ασθενείς μέσω πληγών στα χέρια και στα πόδια. Αν και οι ηλικιωμένοι θεωρείται ότι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από την ασθένεια, το νέο στέλεχος προκαλεί σημαντικά περισσότερους θανάτους μεταξύ ασθενών κάτω των 50 ετών. Χαρακτηριστικά, από τα 65 άτομα κάτω των 50 ετών που διαγνώστηκαν με STSS μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2023, περίπου το ένα τρίτο κατέληξε.