Kathimerini.gr
Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι θηριωδίες τις οποίες διέπραξε η Χαμάς στο Ισραήλ την 7η Οκτωβρίου έβαλαν ταφόπλακα στις ήδη ελάχιστες ελπίδες για μια επίλυση του Μεσανατολικού. Ομως η κλίμακα της ισραηλινής απάντησης στη Γάζα οδηγεί σε αδιέξοδα που ανατροφοδοτούν τη συζήτηση για τις προοπτικές μιας λειτουργικής συνύπαρξης ως μοναδικού καναλιού σταθεροποίησης στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, ξεχωρίζει η πρόταση πάνω στη βάση των δύο κρατών, Ισραήλ και Παλαιστίνης, για την οποία ωστόσο εκδηλώνονται δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις.
Ντιμπέιτ
Η μία άποψη είναι καλά εδραιωμένη στο Τελ Αβίβ και θεωρεί εκτός τόπου και χρόνου τη συζήτηση για την εγκαθίδρυση παλαιστινιακού κράτους, μόλις λίγους μήνες μετά την 7η Οκτωβρίου. «Πώς μπορεί καν να είναι στην ατζέντα, όταν το Ισραήλ εξακολουθεί να γλείφει τις πληγές του θρηνώντας τους νεκρούς του;» διερωτώνται Ισραηλινοί αξιωματούχοι, οι οποίοι στέκονται στην ηθική διάσταση.
Επικαλούνται εδώ –ως αποκαλυπτικές– τις τοποθετήσεις ηγετικών στελεχών της Χαμάς, σύμφωνα με τις οποίες στόχος της 7ης Οκτωβρίου ήταν να αλλάξει την εξίσωση επαναφέροντας με επιτυχία το παλαιστινιακό ζήτημα στην ημερήσια διάταξη. Υπ’ αυτήν την έννοια, υπογραμμίζουν ότι μια συμφωνία –αυτήν τη χρονική στιγμή– θα σηματοδοτούσε την ίδρυση ενός κράτους στα θεμέλια μιας ανείπωτης σφαγής εις βάρος αμάχων: «Τι μήνυμα θα έστελνε αυτό σε άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις και καθεστώτα;».
Επιπλέον, στο Ισραήλ προκαλεί ανασφάλεια το γεγονός ότι δεν έχει εμφανιστεί κάποια εναλλακτική παλαιστινιακή δύναμη, η οποία να καταδικάζει τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου και να αποτελεί αξιόπιστο συνομιλητή για διαβουλεύσεις, καθώς η ηγεσία της Φατάχ και της Παλαιστινιακής Αρχής δεν έχουν τηρήσει αποστάσεις από τη Χαμάς. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, να περάσει χρόνος ώστε να καταστεί σαφές ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ της 7ης Οκτωβρίου και της ίδρυσης ενός παλαιστινιακού κράτους.
Η άλλη άποψη, την οποία εκφράζουν μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι αλλά και τρίτες χώρες, θεωρεί αντιθέτως ότι τα αστέρια ευθυγραμμίζονται. Το δόγμα του Μπάιντεν για τη Μέση Ανατολή ευνοεί την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να εξομαλύνει τις σχέσεις με το Ισραήλ και άλλες αραβικές χώρες –όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία– είναι πρόθυμες επί της αρχής να συμμετάσχουν σε μια ρύθμιση της περιοχής η οποία θα εγγυάται τόσο την ασφάλεια των Ισραηλινών όσο και τις φιλοδοξίες των Παλαιστινίων για εθνική υπόσταση. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια οπτική, η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους θα απομόνωνε τους πληρεξούσιους του Ιράν στην περιοχή και θα μείωνε την επιρροή της Τεχεράνης.
Η ενίσχυση της Παλαιστινιακής Αρχής με τις κατάλληλες εξουσίες θα ήταν το όχημα της οργανωμένης μετάβασης από τον ισραηλινό έλεγχο της Γάζας σε μια νέα παλαιστινιακή κυβέρνηση, μέσω ενός συμφωνημένου μηχανισμού, ο οποίος θα παρείχε τις απαραίτητες εγγυήσεις ασφαλείας και για τις δύο πλευρές.
Η κοινή γνώμη
Πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup κατέδειξε ότι το 65% των Ισραηλινών τάσσεται κατά της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Σύμφωνα με άλλη δημοσκόπηση, του Ισραηλινού Ινστιτούτου Δημοκρατίας, το 75% των Εβραίων Ισραηλινών θεωρεί ότι η κυβέρνηση της χώρας θα πρέπει να αντισταθεί στις πιέσεις για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα.
Η αλήθεια είναι ότι η επίθεση της Χαμάς εκτόξευσε την πολεμική διάθεση της κοινής γνώμης στο Ισραήλ. Στη συνείδηση των Ισραηλινών η 7η Οκτωβρίου επιβεβαίωσε αυτό που είχε πει κάποτε η πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ: «Αν δεν είχαν στρατό οι Αραβες, θα είχαμε ειρήνη. Αν δεν είχε στρατό το Ισραήλ, θα καταστρεφόταν».
Βέβαια, για ορισμένους Ισραηλινούς, όπως ο Εχούντ Ολμερτ, η δημοφιλία γύρω από ένα ζήτημα εθνικής στρατηγικής δεν είναι το μείζον: όταν οι ηγέτες προχωρούν, οι πολίτες ακολουθούν. Ο ίδιος έλαβε μία μάλλον αντιδημοφιλή απόφαση το 2005, όταν ως πρωθυπουργός απέσυρε το Ισραήλ από τη Γάζα. Θεωρητικά, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, δεν θα πρέπει να καθορίζει τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής ούτε το γεγονός ότι το 72% των Παλαιστινίων, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Παλαιστινιακού Κέντρου Πολιτικής και Ερευνών, δικαιολογεί την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς.
Ποιοι θέλουν δύο κράτη
Τη λύση των δύο κρατών στη Μέση Ανατολή προωθούν σήμερα οι ΗΠΑ, μια σειρά αραβικών χωρών, η Ευρωπαϊκή Ενωση, δυνάμεις όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, καθώς και η Κίνα.
Μετά την 7η Οκτωβρίου, οι συνθήκες για την εκπλήρωση της ιδέας είναι ιδιαίτερα αντίξοες, όμως δεν είναι ρεαλιστικές ούτε οι διαθέσιμες εναλλακτικές. Η Χαμάς επιδιώκει την καταστροφή του Ισραήλ. Το Ισραήλ από την πλευρά του –σε αυτήν τη φάση– προωθεί την προσάρτηση της Δυτικής Οχθης, τη διάλυση της Παλαιστινιακής Αρχής και την απέλαση των Παλαιστινίων σε άλλες χώρες.
Η λογική της διαχείρισης των συγκρούσεων, την οποία ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Νετανιάχου την τελευταία δεκαετία, με στόχο την επ’ αόριστον διατήρηση του status quo, απέτυχε επίσης. Ατοπη ακούγεται και η ιδέα ενός –διεθνικού– κράτους στο οποίο οι Εβραίοι κάτοικοι θα ήταν μειονότητα. Υπ’ αυτήν την έννοια, η θεωρούμενη ως μη ρεαλιστική λύση των δύο κρατών είναι ίσως η πιο ρεαλιστική.
Ο ηθικός προβληματισμός
Η 7η Οκτωβρίου, όμως, ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία που υπέστη ο εβραϊκός πληθυσμός μετά το Ολοκαύτωμα. Ο ηθικός προβληματισμός τον οποίο, καλώς ή κακώς, εκφράζει η ισραηλινή πλευρά προς στιγμή δείχνει ανυπέρβλητος. «Ακόμη και πριν από την 7η Οκτωβρίου, ήταν αδύναμες έως μηδαμινές οι προοπτικές για μια λύση στα βασικά ζητήματα της σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, όπως τα σύνορα, η ασφάλεια, η αναγνώριση του Ισραήλ ως εθνικού κράτους των Εβραίων ή το καθεστώς της Ιερουσαλήμ.
Η 7η Οκτωβρίου και όσα ακολούθησαν θα αφήσουν πίσω τους τραυματισμένες κοινωνίες, τις οποίες θα απομακρύνει από το περιβάλλον που απαιτείται για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις. Βασικός παράγοντας εδώ είναι η απουσία ηγεσίας, τόσο στην ισραηλινή όσο και στην παλαιστινιακή πλευρά. Πρόκειται για ηγέτες οι οποίοι είναι αιχμάλωτοι των πολιτικών και της ιδεολογίας τους. Δεν έχουν την ιδιοκτησία των διαπραγματεύσεων, που ήταν το κλειδί της επιτυχίας στο παρελθόν –βλ. πρώτα χρόνια του Οσλο– και δεν μπορώ επίσης να εντοπίσω κάποιον διαμεσολαβητή που να έχει τη θέληση, την ικανότητα και την υπομονή για τη δρομολόγηση μιας λύσης στο κοντινό μέλλον», έλεγε πρόσφατα στην «Κ» ο Ααρον Ντέιβιντ Μίλερ, βετεράνος διπλωμάτης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με 25ετή θητεία στις αραβοϊσραηλινές διαπραγματεύσεις.
Το βασικό σενάριο
«Κλειδί» θα είναι ο βαθμός της πίεσης που θα ασκήσουν οι ΗΠΑ στην ισραηλινή κυβέρνηση –ο πρόεδρος Μπάιντεν δέχεται την κριτική ότι μέχρι στιγμής δεν εξαντλεί τα περιθώρια προς αυτήν την κατεύθυνση– η οποία εμφανίζεται άκαμπτη για την αποδοχή παλαιστινιακού κράτους μέσα σε αυτές τις συνθήκες. Σημειωτέον, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις στρατιωτικές προμήθειες των ΗΠΑ, ιδίως από τη στιγμή που είναι αντιμέτωπες με δύο παράλληλα μέτωπα: τη Χαμάς στη Γάζα και τη Χεζμπολάχ στον νότιο Λίβανο.
Δείχνει, ωστόσο, μεγάλη η απόσταση που χωρίζει τις αμερικανικές –και ευρύτερα διεθνείς– εκκλήσεις για λύση των δύο κρατών από τα δεδομένα που επικρατούν στην περιοχή. Εξάλλου, η Χαμάς εξακολουθεί να κρατάει ακόμη 130 ομήρους δίνοντας λαβή στην ισραηλινή κυβέρνηση να συνεχίζει τη στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα, γεγονός που με τη σειρά του εντείνει τα αδιέξοδα.
Η εκτίμηση που φαίνεται να κυριαρχεί με βάση τα τωρινά δεδομένα είναι ότι οι ΗΠΑ, το πιθανότερο, θα πιέσουν για τον τερματισμό των εχθροπραξιών, θα επικεντρωθούν στην ανοικοδόμηση της περιοχής από τις καταστροφές, και θα μεταθέσουν σε άλλον χρόνο την προσπάθεια για μια διατηρήσιμη επίλυση του Μεσανατολικού, με την προσδοκία ότι οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκότερες· ιδανικά, θα έχει καταλαγιάσει η οργή στην περιοχή και θα έχουν αναδυθεί νέες ηγεσίες, προσφέροντας δυνητικά μια νέα βάση για ουσιαστικές διαβουλεύσεις.