THE NEW YORK TIMES
Ο πληθωρισμός στην Τουρκία παραμένει στο 44%. Οι καταναλωτές βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να συρρικνώνεται. Με τον μισθό τους εξασφαλίζουν όλο και λιγότερα τρόφιμα. Οι πρόσφατες κρατικές επιχορηγήσεις και προσπάθειες στήριξης της λίρας απειλούν την οικονομική ανάπτυξη και ενδέχεται να οδηγήσουν τη χώρα σε ύφεση. Ο νικητής των επαναληπτικών εκλογών της Κυριακής θα κληθεί να αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις.
«Οι σχετικά ισχυρές οικονομικές αποδόσεις των τελευταίων τριμήνων αποτελούν προϊόν μη βιώσιμων πολιτικών, επομένως το πιθανότερο είναι πως θα ακολουθηθούν από περίοδο συρρίκνωσης και ύφεσης», λέει ο Μπραντ Σέτσερ, ειδικός σε θέματα παγκόσμιου εμπορίου και οικονομικών του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων. «Η υποχώρηση της λίρας θα κάνει τους εργαζομένους να αισθάνονται φτωχότεροι, ενώ η εύρεση εργασίας και η εξασφάλιση ενός μισθού που θα ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής θα είναι δύσκολες», συμπλήρωσε.
Η επιμονή του Ερντογάν σε μια ανορθόδοξη νομισματική πολιτική μείωσης των επιτοκίων οξύνει τα προβλήματα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους.
Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη κατά την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησης Ερντογάν μεταμόρφωσε τη φυσιογνωμία της χώρας και έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια. Αυτά τα επιτεύγματα έχουν ωστόσο υπονομευθεί τα τελευταία χρόνια. Από το 2018 το εθνικό νόμισμα έχει χάσει το 80% της αξίας του έναντι του δολαρίου. Και ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός έχει μειωθεί αισθητά σε σχέση με το περασμένο έτος, οπότε και άγγιξε το 80%, σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται στο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 44%.
Η καταπολέμηση του πληθωρισμού απαιτεί την αύξηση των επιτοκίων. Η επιμονή του Ερντογάν σε μια ανορθόδοξη νομισματική πολιτική μείωσης των επιτοκίων οξύνει τα προβλήματα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Ερντογάν δεν φάνηκε διατεθειμένος να αλλάξει πορεία. Αντιθέτως, επέμεινε πως τα χαμηλά επιτόκια θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας παρέχοντας φθηνότερη πίστωση για την ενίσχυση της εθνικής παραγωγής και των εξαγωγών.
«Θα εργαστούμε αδιάκοπα μέχρι να κάνουμε την Τουρκία μία από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο», δήλωσε σε μια πρόσφατη προεκλογική συγκέντρωση.
Με την κρίση του κόστους ζωής να απασχολεί πολλούς ψηφοφόρους, ο Ερντογάν έχει προβεί σε μια σειρά δαπανηρών μέτρων που στοχεύουν στην άμβλυνση των άμεσων επιπτώσεων του πληθωρισμού. Εχει αυξήσει επανειλημμένα τον κατώτατο μισθό και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ τροποποίησε τη νομοθεσία επιτρέποντας σε εκατομμύρια ανθρώπους να βγουν σε πρόωρη σύνταξη. Ολες αυτές οι δεσμεύσεις θα πρέπει να τηρηθούν από τον νικητή των εκλογών, γεγονός που συνεπάγεται μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες στο μέλλον.
Οι τεράστιες ζημιές που προκλήθηκαν από τους σεισμούς που έπληξαν εκτενή τμήματα της νότιας Τουρκίας τον Φεβρουάριο έχουν επιδεινώσει τις οικονομικές πιέσεις. Σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις, το ύψος της καταστροφής ανέρχεται στα 103 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 9% του AEΠ.
Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει στην πώληση ξένων συναλλαγματικών αποθεμάτων για να επιβραδύνει την υποχώρηση της τουρκικής λίρας. Σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, στις αρχές Μαΐου τα αποθέματα μειώθηκαν κατά 7,6 δισ. δολάρια, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Για να ενισχύσει τα αποθεματικά της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, ο Ερντογάν προχώρησε στη σύναψη συμφωνιών με χώρες όπως το Κατάρ, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία. Η Σαουδική Αραβία έχει δρομολογήσει ήδη από τον Μάρτιο καταθέσεις ύψους 5 δισ. δολαρίων, ενώ η Ρωσία συμφώνησε να αναστείλει μέρος των οφειλόμενων πληρωμών για εισαγωγές φυσικού αερίου μέχρι τη μετεκλογική περίοδο.
Οι όροι αυτών των συμφωνιών δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, όμως οικονομολόγοι εκτιμούν πως εντάσσονται στο πλαίσιο μιας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής του Ερντογάν, η οποία εστιάζει στην επικράτησή του στις εκλογές και όχι στη μακροπρόθεσμη εθνική ευημερία.
Σε περίπτωση που τα σενάρια των αναλυτών επιβεβαιωθούν και ο Ερντογάν κερδίσει την εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής, η πορεία των οικονομικών του μέτρων δεν αναμένεται να αλλάξει.
«Δεν πιστεύω πως η παρούσα κυβέρνηση έχει κάποιο σχέδιο για να διορθώσει την κατάσταση, ακριβώς επειδή αδυνατεί να παραδεχθεί ότι τα προβλήματα οφείλονται σε λάθη πολιτικής», δήλωσε η Σέλβα Ντεμιράλπ, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Koc της Κωνσταντινούπολης. «Δεν διακρίνω κάποια διέξοδο για τη σημερινή κυβέρνηση».
Περαιτέρω υποχώρηση της λίρας, επιβολή περιορισμών στις αναλήψεις ξένων νομισμάτων και έλλειψη συναλλάγματος για τη διευθέτηση εθνικών οφειλών είναι όλα πιθανές επιπτώσεις συνέχισης της ισχύουσας οικονομικής πολιτικής.