«Αξιότιμο έθνος, σήμερα στην Αλάνια και την Κωνσταντινούπολη συλλάβαμε τρεις επικεφαλής συμμοριών που καταζητούνταν διεθνώς», ανακοίνωσε ο Αλί Γιερλίκαγια την Τρίτη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Οσο ισχυρές και αν είναι αυτές οι συμμορίες, με όποιο ένταλμα σύλληψης και αν καταζητούνται, εμείς θα τις σταματήσουμε», ανέφερε ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών.
Απ’ όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιούνιο, δεν έχει περάσει σχεδόν καμία μέρα χωρίς να ανακοινωθεί η σύλληψη κάποιου επικίνδυνου εγκληματία – είτε πρόκειται για εμπόρους ναρκωτικών, τοκογλύφους, διακινητές ανθρώπων ή κλέφτες, είτε πάλι για ανώτατα στελέχη διεθνών συμμοριών που τα τελευταία χρόνια ζουν στην Τουρκία.
Τώρα συνελήφθησαν ο Τόμας Τζόζεφ Κ., το αφεντικό ενός μεγάλου πολωνικού δικτύου εμπορίας ναρκωτικών, ο Ντάνιελ Αλεξάντερ Μ., ο οποίος είχε συσχετισθεί με ένα φορτίο κοκαΐνης που βρέθηκε στη Γερμανία, βάρους ενός τόνου, και ο Π. Τζιν-Κινγκ, επικεφαλής ενός κινεζικού δικτύου απατεώνων, όπως ενημέρωσε ο υπουργός Εσωτερικών Γιερλίκαγια στο X. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε ανακοινώσει τις συλλήψεις τριών ακόμη επικεφαλής συμμοριών με βελγο-βρετανικές, βιετναμέζικες και αραβικές ρίζες.
Πριν από περίπου έναν μήνα ο Γιερλίκαγια γνωστοποίησε επίσης πως η τουρκική αστυνομία συνέλαβε και όλα τα ηγετικά στελέχη της Comanchero, μίας εγκληματικής συμμορίας με διεθνή δράση. Μεταξύ των συλληφθέντων υπήρχαν και ορισμένα στελέχη από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία που καταζητούνταν από την Interpol με διεθνές ένταλμα σύλληψης.
Γιατί οι εγκληματίες επιλέγουν την Τουρκία;
Εδώ και αρκετό καιρό προκύπτουν ενδείξεις πως διεθνείς συμμορίες βρίσκονται στην Τουρκία: πυροβολισμοί, δολοφονίες, όπως και ορισμένα ερευνητικά ρεπορτάζ διαφόρων δημοσιογράφων.
Πάντως, προτού αναλάβει ο Γιερλίκαγια, δεν είχαν γίνει ούτε σοβαρές έρευνες ούτε και διώξεις εναντίον των συμμοριών αυτών, διότι ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού διατηρούσε στενές επαφές με τη μαφία. Κατά τη θητεία του αφέθηκαν ελεύθερα ηγετικά στελέχη της μαφίας και του τουρκικού υποκόσμου, με αποτέλεσμα η Τουρκία να γίνει ουσιαστικά καταφύγιο διεθνών εγκληματιών, πρωτίστως από τη Σερβία, την Αλβανία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Ρωσία και το Μαυροβούνιο. Αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνει σε σχετικό ερώτημα της DW και η Ομοσπονδιακή Εγκληματολογική Υπηρεσία (BKA).
Οι επιδρομές των τουρκικών αρχών συνέβαλαν στο να συγκεντρωθούν φωτογραφίες και έγγραφα που σχετίζονται με απαγωγές, βασανισμούς και δολοφονίες, τα οποία αποκαλύπτουν πώς τέτοιες συμμορίες εγκληματούν από την Ισπανία μέχρι την Τουρκία.
Οι ελαστικοί νόμοι και τα χρυσά διαβατήρια
Το γιατί η Τουρκία έγινε τα τελευταία χρόνια δεύτερη πατρίδα των εγκληματιών, εξηγείται από τους ειδικούς βάσει τεσσάρων λόγων. Πρώτον, η νομοθεσία ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος είναι πολύ ελαστική. Δεύτερον, σχεδόν κάθε χρόνο η κυβέρνηση παρέχει αμνηστία στους οικονομικούς εγκληματίες. Τρίτον, επιτρέπεται κανείς να ταξιδέψει εκεί από πολλές χώρες χωρίς να απαιτείται θεώρηση. Και τέταρτον, κάποιος που είναι πλούσιος μπορεί να λάβει άμεσα την τουρκική υπηκοότητα. Οποιος επενδύσει 500.000 δολάρια στην Τουρκία ή καταθέσει ένα τέτοιο ποσό για τρία χρόνια σε κάποια τράπεζα, όπως και εάν αγοράσει ένα ακίνητο αξίας 400.000 δολαρίων, μπορεί να αποκτήσει την τουρκική υπηκοότητα. Σύμφωνα με την Κρίστιν Σούρακ από το London School of Economics and Political Science, η οποία έχει συγγράψει προσφάτως ένα βιβλίο για αυτά τα λεγόμενα «χρυσά διαβατήρια», κάθε χρόνο περίπου 50.000 άνθρωποι αποκτούν την υπηκοότητα ενός άλλου κράτους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Περίπου τα μισά από αυτά τα «χρυσά διαβατήρια» δίνονται από την Αγκυρα.
Τα ηγετικά στελέχη διεθνών συμμοριών μπορούν και αυτά να λάβουν την τουρκική υπηκοότητα, εάν πληρούν κάποιες από τις ανωτέρω προϋποθέσεις και εάν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον τους από την Interpol. Ο Φουρκάν Σέζερ, πρώην επικεφαλής του τμήματος οικονομικού εγκλήματος στην αστυνομία της Κωνσταντινούπολης, τονίζει πως πολλοί εγκληματίες πρώτα πολιτογραφούνται και εν συνεχεία φέρνουν στη χώρα και την περιουσία τους. Αυτό είναι εύκολο, λόγω της αμνηστίας που παρέχει το τουρκικό κράτος, το οποίο επιτρέπει σε φυσικά και νομικά πρόσωπα να αναφέρουν τα μη καταγεγραμμένα περιουσιακά στοιχεία τους στις φορολογικές αρχές χωρίς να χρειάζεται σε πολλές περιπτώσεις να καταβάλουν φόρο γι’ αυτά.
Ετσι, στον νόμιμο χρηματοπιστωτικό κύκλο κυκλοφορεί χρήμα άγνωστης προέλευσης. Ο Οζάν Μπινγκόλ, ειδικός στο φορολογικό δίκαιο, επικρίνει την εν λόγω συνθήκη. «Συνήθως ξεπλένοντας χρήμα οι εγκληματίες πληρώνουν το 15%-20% της αξίας». Ομως η τουρκική κυβέρνηση τους παρέχει αυτή τη δυνατότητα δίχως υποχρέωση καταβολής φόρων. Ο ειδικός εκτιμά πως αυτή η τακτική ανοίγει διάπλατα την πόρτα στους εγκληματίες, προσθέτοντας ακόμη πως οι αρχές δεν έχουν αρκετές εξουσίες για να καταπολεμήσουν το ξέπλυμα χρήματος. «Εάν κάποιος εμφανισθεί σήμερα ξαφνικά με ένα εκατομμύριο δολάρια, οι αρχές δεν επιτρέπεται να τον ρωτήσουν πού βρήκε τα χρήματα», εξηγεί.
Αντίστοιχα παραθυράκια στον νόμο υπάρχουν και όσον αφορά τις επενδύσεις στα κρυπτονομίσματα, γεγονός που επίσης προσελκύει διεθνείς συμμορίες στην Τουρκία. Οι επενδύσεις αυτές θα έπρεπε κατά τον Μπινγκόλ να ρυθμιστούν νομοθετικά όσο το δυνατόν πιο άμεσα.
Η Τουρκία στην γκρι λίστα
Το διεθνές Ινστιτούτο ενάντια στο Ξέπλυμα Χρήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας (FAFT) διαπιστώνει επίσης ότι η Αγκυρα πρέπει να υιοθετήσει πιο αυστηρή στάση απέναντι στο ξέπλυμα χρήματος. Προ διετίας το FAFT κατέταξε την Τουρκία στη λεγόμενη γκρι λίστα του και έκτοτε η χώρα βρίσκεται υπό στενότερη παρακολούθηση. Η Αγκυρα θέλει να βγει από την εν λόγω λίστα κατά τον επόμενο έλεγχο, ο οποίος αναμένεται να γίνει τον επόμενο Ιούνιο. Και όλα αυτά σε μία ήδη δύσκολη περίοδο για την τουρκική οικονομία: η αντισυμβατική πολιτική χαμηλών επιτοκίων του προέδρου Ερντογάν έχει βυθίσει τη χώρα σε κρίση, με την τουρκική λίρα να χάνει από την αξία της διαρκώς και σε βάθος ετών, ενώ ο πληθωρισμός ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο – προσφάτως έφτασε στο 61%. Επιπλέον, η ανάμειξη του Ερντογάν στη νομισματική πολιτική και τη δικαιοσύνη αποτέλεσε και αποτρεπτικό παράγοντα για πολλούς επενδυτές του εξωτερικού.
Ακριβώς αυτούς όμως χρειάζεται η χώρα. Ο νέος υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ επιδιώκει τώρα να προσελκύσει και πάλι διεθνείς επενδύσεις στη χώρα. Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς την Τουρκία, όμως, θα πρέπει όλοι να κάνουν αποδοτικά τη δουλειά τους. Οχι μόνο ο Σιμσέκ, αλλά και ο υπουργός Εσωτερικών Γιερλίκαγια στον αγώνα ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα.
Πηγή: DW