Kathimerini.gr
Της Ελένης Τζαννάτου
Την στιγμή που η Αμερική ξυπνούσε με τον ήχο του Κέντρικ Λαμάρ στα αυτιά του και τις ιστορίες του «Mr. Morale» και των «Big Steppers», η Ελλάδα ξαφνιαζόταν από την απρόσμενη αύξηση του «Μετρό» του ΛΕΞ στα ακουστικά της.
Οι δύο ράπερ μπορεί να απευθύνονται σε διαμετρικά αντίθετες αγορές, έχουν γίνει όμως αμφότερα και δικαίως οι μεγάλες ελπίδες έκαστης με όσα κατάφεραν να πουν μέσα από τις ρίμες τους και τον πυκνό τους λόγο τα τελευταία χρόνια. Τώρα, λίγο από τύχη (;), Κέντρικ Λαμάρ και ΛΕΞ έδωσαν στο διψασμένο κοινό τους τη νέα τους δισκογραφική δουλειά ταυτόχρονα, χαρίζοντάς μας μία από αυτές τις ωραίες συμπτώσεις στο ποπ βασίλειο που προσφέρονται για να ανοίξουν παράλληλες συζητήσεις.
Είχαμε 1.855 μέρες ακριβώς, λοιπόν, να ακούσουμε κάτι καινούργιο από τον πουλιτζερικό ράπερ (εξαιρούμενου του soundtrack του «Black Panther»), όπως κι ο ίδιος μας θυμίζει στο «United In Grief» που ανοίγει τον πολυαναμενόμενο 5ο δίσκο του, «Mr. Morale & the Big Steppers». Σαν να δίνει στοιχεία για τη λύση ενός εγκλήματος μοιάζει ο τρόπος που χειρίστηκε επικοινωνιακά το promo του δίσκου ο Λαμάρ, ανεβάζοντας πιξελιασμένα φακελάκια στο site του, «Oklama», χωρίς άλλα σοσιαλμιντιακά φρου φρου και αρώματα (και πόσο πανέξυπνα έκανε τους πάντες να αλαλάζουν με το single «The Heart Pt. 5» και δεν το έβαλε καν στο άλμπουμ, ε;).
Εμφανώς φιλόδοξο πριν καν πατηθεί το play, ένα άλμπουμ διπλό με 9 + 9 κομμάτια στα δύο μέρη του και διάρκεια που αγγίζει τα 73 λεπτά, «μυρίσε» θύμισες από το εξαιρετικό «To Pimp A Butterfly», μα όχι για πολύ.
Ο Λαμάρ στρέφει το βλέμμα πότε εντός και πότε πολύ ψηλά. Αυτός είναι ο δίσκος του που μας υπενθυμίζει ξανά και ξανά πως ξεκίνησε ψυχοθεραπεία, ο δίσκος που γίνεται ο άνθρωπος του Φρόιντ μα και ο άνθρωπος του Θεού.
Μουσικά, ο Κέντρικ Λαμάρ παραμένει εξερευνητικός: από τις σχεδόν θρησκευτικές δίδυμες πολυφωνίες του «United We Grief» και του «Count Me Out» μέχρι τα r’n’b λικνίσματα των «Die Hard» και «Silent Hill», αλλά και το τσιτωμένο α λα Run The Jewels «Mr. Morale», ο δίσκος έχει τα διαμαντάκια του.
Οι στιγμές που παρ’ όλα αυτά ταρακουνούν ισχυρά τον ακροατή, είναι αυτές που δίνουν δυνατές ιστορίες. Όπως οι γλαφυρές περιγραφές της θείας και του ξαδέρφου του ράπερ που επέλεξαν να αλλάξουν το φύλο τους στο σπαρακτικό «Auntie Diaries» και ο σχεδόν βγαλμένος από διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ καυγάς του ζευγαριού στο «We Cry Together» (με την Τέιλουρ Πέιτζ), που δεν μπορεί παρά να καθρεφτίσει αυτό του εξωφύλλου του άλμπουμ.
Ένα εξώφυλλο που όσο ισχυρή είναι η εικονογραφία του, άλλο τόσο εγείρει ερωτήματα για την μικρή νοητή απόσταση ανάμεσα στο αγκάθινο στεφάνι και το όπλο περασμένο στο παντελόνι του Λαμάρ. Είναι πάντως ανάμεσα σε αυτή την πνευματικότητα του Θεού από την μία και στα σκληρά βιώματα του δρόμου που ο Λαμάρ ψάχνει να βρει το νόημα και τελικά, τον εαυτό του.
Όπως ακριβώς ο ψυχαναλυόμενος χάνεται στις σκέψεις και τις επαναλήψεις μιλώντας στον αναλυτή του, έτσι κι εδώ ο Λαμάρ επιδίδεται σε κάτι δαιδαλώδες, που δεν φτάνει πάντα από το Α στο Β. «My life is a plot, twisted from directions that I can’t see» λέει άλλωστε σε ένα σημείο του «Father Time», όσα ψάχνει την αλήθεια του στην οικογένεια, τον πόνο που μπορεί να υπάρχει παρά τα πλούτη και την επιτυχία και τον Θεό που βιώνει με τον δικό του τρόπο, γίνεται μέχρι και Μεσσίας («Asked God to speak through me / That’s what you hearing now», «Worldwide Steppers»), για να φτάσει αναπολογητικά να κοιτάξει στον καθρέφτη στο «Mirror» και να πει «I choose me, I’m sorry». Μέσα σε αυτό το μπερδεμένο εσωτερικό ταξίδι του Λαμάρ, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε πως δεν έχει κανέναν σκοπό να γίνει αρχηγός της κοινότητάς του, εδώ κάνει κάτι βαθιά προσωπικό: «Sorry I didn’t save the world, my friend / I was too busy buildin’ mine again» («Mirror»).
Όσο για την ταυτότητα του «Mr. Morale», ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για αυτήν: είναι ο «με βρίσκετε στο ράφι με τα βιβλία αυτοβοήθειας» Έκχαρτ Τόλε που ακούγεται στον δίσκο; Είναι ένας παραδοσιακός ψυχαναλυτής; Είναι ο ίδιος ο Θεός; Ή απλά ο Λαμάρ που παίρνει τις μορφές όλων των προαναφερθέντων -«πετώντας» πάνω από το νερό όπως στο βίντεο του «Ν95»- για να επιδοθεί τελικά σε έναν εσωτερικό μονόλογο σε κοινή ακρόαση;
«Η ψυχολόγος μου λέει τα παίρνω βαριά και τ’ αφήνω να μ’ επηρεάζουν» («Holdem») λέει από την άλλη ο ΛΕΞ, που αφού έκανε πάντες να πίνουν νερό στο όνομά του με το «2ΧΧΧ», επέστρεψε τώρα 4 χρόνια μετά, με ένα φειδωλό, όπως μας έχει συνηθίσει, promo. Μια φωτογραφία από ένα βαγόνι Mετρό στο εντελώς μόνιμαλ Instagram του προμήνυε το «Μετρό» που ήρθε λίγες μέρες μετά.
Ο Θεσσαλονικιός ράπερ, σε έναν δίσκο 9 κομματιών (όσα δηλαδή έχει κάθε μέρος του δίσκου του συναδέλφου του από το Κόμπτον) ξεκινάει από τους υπονόμους του «Intro», για να διασχίσει την απόσταση μέχρι την επιφάνεια που προσδοκά να φτάσει στο «Πουλιά» που κλείνει το άλμπουμ.
Στο «Μετρό» δεν θα ακούσετε αντίστοιχα κάτι ανάλογα εξερευνητικό μουσικά, αν και «Αυτό είναι για όλα τ’ αλάνια που ακούνε τρυπάνια», δηλαδή για τα παιδιά που ακούνε drill, όπως δεν θα αργήσει κανείς να καταλάβει.
Ο ΛΕΞ συνεχίζει κι εδώ να περιδιαβαίνει με μια ωμή περιγραφικότητα την πόλη του ή να την βλέπει (μαζί με την ίδια τη ζωή του) «Από το Παράθυρό του», να μην χαρίζεται, να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει πάντα. Αν όμως ο Λαμάρ μπερδεύεται με τους προσωπικούς του δαίμονες, ο ΛΕΞ από την μία ισχυρίζεται «Διάβασα κάπου να λένε πως έχω ευθύνη γι’ αυτά που θα πω / Αυτό δε με κάνει σοφότερο, δε με κάνει μεσσία, δε με κάνει θεό» (στο «Point Blank») κι από την άλλη, νιώθει σαν άλλος ήρωας του Βιμ Βέντερς στο γήπεδο του ελληνικού ραπ: «Οι φίλοι μου με αγαπάνε κι όμως νιώθω απέναντι / Η μοναξιά του τερματοφύλακα πριν το φορ να εκτελέσει το πέναλτι» λέει στο «Holdem».
Εδω ο ράπερ προσπαθεί να βρει την ισορροπία στο ποιος είναι, τόσο μπροστα όσο και πίσω από τα τρία γράμματα του ΛΕΞ. Ανάμεσα σε αυτές τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, δεν λείπουν και οι απολαυστικές, γάργαρες ρίμες: «Αν σταματήσω να παίζω το σπορ / θα κάτσω στον πάγκο να κάνω τον Κλοππ» («Intro», ραπάρει την στιγμή που παράλληλα η Λίβερπουλ πανηγυρίζει, ενώ «Αν δεν τα ζει, δεν με νοιάζει τι λέει / Θα τον κάνω να κλαίει σαν την Λάνα Ντελ Ρέι» ακούμε με μειδίαμα στο «Spike Lee» και καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Και βέβαια, για άλλη μια φορά, οι κινηματογραφικές αναφορές δεν σταματούν στον σκηνοθέτη του «Do The Right Thing», φτάνουν στο γαλλικό «Μίσος», τον «Σημαδεμένο», τον «Ταξιτζή» και καταλήγουν παραδίπλα, στο anime «Cowboy Bebop».
Δεν είναι πως εδώ ο ΛΕΞ δεν κάνει και πάλι την τέχνη του, όμως, δεν την πάει ακριβώς και κάπου παραπέρα. Οι γροθιές στο στομάχι που έρχονταν με κάθε ένα track του «2ΧΧΧ», εδώ μοιάζουν με ελαφρά χτυπήματα στην πλάτη, που τα περιμέναμε πιο δυνατά σε έναν κόσμο που καταρρέει. Από την άλλη, δεν είναι και υπόλογος κανενός, και απλά έβαλε μπρος το θεσσαλονικιώτικο, φλέγον Μετρό του για να μας υπενθυμίσει ποιος είναι.
Τόσο ο Κέντρικ Λαμάρ, όσο και ο ΛΕΞ με τις νέες τους αυτές δουλειές καταθέτουν κάτι προσωπικό, μέσα από το οποίο ψάχνουμε τις στιγμές που θα μας κάνουν να κρατηθούμε. Για να το πούμε, όμως, κι αλλιώς, η καριέρα του Κέντρικ Λαμάρ είναι λίγο σαν αυτή του Πολ Τόμας Άντερσον. Το επίπεδο των δουλειών τους είναι τόσο καλό που ταινίες σαν το «The Master» και δίσκοι σαν το «Mr. Morale & the Big Steppers» τερματίζουν στις πίσω θέσεις στην κούρσα του ίδιου του έργου τους. Έθεσαν μόνοι τους τον πήχη ψηλά. Και είναι λογικό, πως δεν μπορείς πάντα να τον κρατήσεις στα ουράνια -κι ας ψάχνεις το νόημα στην περίπτωση του Λαμάρ (και) κάπου εκεί. Η καριέρα του ΛΕΞ, πάλι, θέλει να είναι σαν αυτή του Κέντρικ Λαμάρ, μα είναι τελικά μια άσκηση εντοπιότητας πάνω σε αυτήν, με όποιες αναγωγές προκύπτουν από αυτό.
Κακά τα ψέματα, βέβαια, για να παραφράσουμε και έναν στίχο του δεύτερου, είναι ωραίο «Να ‘σαι στην Γη την εποχή του Κέντρικ και του ΛΕΞ».