Kathimerini.gr
Ξένια Γεωργιάδου
«Αν έχει μείνει κανείς μετά το τέλος της ταινίας, ευχαρίστως να απαντήσω σε ερωτήσεις», είπε ο Αλεξάντερ Πέιν με χιούμορ και μια δόση ειλικρίνειας που σπανίζει σε δημιουργούς του δικού του βεληνεκούς. Ηταν ο τρόπος του βραβευμένου δύο φορές με Οσκαρ Αμερικανού σκηνοθέτη να σχολιάσει τη χλιαρή υποδοχή που είχε η ταινία του «Μικρόκοσμος» από κοινό και κριτικούς το 2017 και το βράδυ της Τρίτης 20 Ιουνίου άνοιξε το περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένο 2ο Evia Film Project.
Αφοπλιστικά ειλικρινής στη συζήτηση που ακολούθησε, ανέφερε πως του ήταν εύκολο πια να διακρίνει τις αδυναμίες του έργου. «Ο Οράτιος πρέσβευε πως πρέπει να γράψεις ένα ποίημα και να επιστρέψεις σε αυτό επτά χρόνια αργότερα. Αυτός είναι ο ιδανικός χρόνος για να δεις από ασφαλή απόσταση το δημιούργημά σου. Αυτό έκανα και ήταν χρήσιμο. Μου αρέσει να επιστρέφω στο “σχολείο”».
Σε σχολείο εκτυλίσσεται και η νέα του ταινία «Τhe Holdovers». H δράση τοποθετείται στη Μασαχουσέτη της δεκαετίας του ’70, σε ένα αυστηρό οικοτροφείο αρρένων. Ενα ορφανό αγόρι μαθαίνει από τη μητέρα του, που έχει ξαναπαντρευτεί, πως θα πρέπει να παραμείνει στο σχολείο για τις διακοπές των Χριστουγέννων, γιατί εκείνη έχει άλλα σχέδια που δεν τον περιλαμβάνουν. Μαζί του θα μείνουν ένας στρυφνός και προσκολλημένος στις αρχές του δάσκαλος, που τον υποδύεται ο Πολ Τζιαμάτι, και μια μαύρη μαγείρισσα, που θρηνεί τον χαμό του παιδιού της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Πώς θα λειτουργήσει η εξίσωση ανάμεσα σε αυτούς τους διαφορετικούς –από κάθε άποψη– χαρακτήρες; Στην ερώτηση αν πρόκειται για κωμωδία ή δράμα, απάντησε χωρίς δισταγμό ότι είναι και τα δύο. «Μου αρέσει να επικοινωνώ με το κοινό, να τους κάνω να σκέφτονται, ενώ γελούν», είπε.
Αναρωτιέμαι αν του φαίνονται μελοδραματικοί οι Ελληνες και πώς συστήνεται ο ίδιος, πολιτογραφημένος Ελληνας πλέον. «Η υπηκοότητα, πέραν του ότι είναι τιμητική, έχει και πρακτική σκοπιμότητα αφού με ενδιαφέρει σταθερά να γυρίσω μια ταινία στην Ελλάδα. Αρκεί να βρεθεί η σωστή ιστορία».
Οι περισσότερες ταινίες του, όπως το «Election», αγαπημένο πολιτικό φιλμ του Μπαράκ Ομπάμα, όπως τον έχει διαβεβαιώσει δύο φορές, βασίζονται σε βιβλία. «Στη λογοτεχνία μπορεί να βρεις μια ιστορία που εσύ δεν θα σκεφτόσουν ποτέ. Εχεις στα χέρια σου ένα πρώτο καλό υλικό που πρέπει να βρεις τρόπο να το κάνεις δικό σου». Η νέα του ταινία, ωστόσο, αντλεί την έμπνευσή της από ένα γαλλικό φιλμ της δεκαετίας του ’30. «Μου έδωσε την κεντρική ιδέα, αλλά η πλοκή διαφέρει».
Θα απευθυνόταν ποτέ σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης για να του γράψει ένα σενάριο; «Δεν νομίζω πως η ΑΙ μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη διάνοια. Κάνω, βέβαια, διάφορα πειράματα, ζητάω να συνθέσει ένα σονέτο σε σαιξπηρικό ύφος για την πόλη μου, την Ομαχα. Μου το παραδίδει σε δύο λεπτά και έπειτα του λέω να το μικρύνει σε έκταση και να φτιάξει ένα χαϊκού. Ολα αυτά έχουν πλάκα, αλλά έως εκεί».